Προβηγκιανή φάτνη

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Προβηγκιανή φάτνη.

Μια προβηγκιανή φάτνη είναι φάτνη των Χριστουγέννων η οποία περιλαμβάνει παραδοσιακά πρόσωπα της Προβηγκίας, τα σαντόυν (santon, μικροί άγιοι στα προβηγκιανά) και η οποία εμπνέεται από την καθημερινή ζωή στην ευρύτερη περιοχή, ενώ η δημιουργία της ανάγεται στον 18ο αιώνα.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο ποιμένας, ο τυφλός, ο υιός του και ο τυμπανιστής, σαντόν των αρχών του 20ού αιώνα.
Ο Μπουμιάν, η Μαργαρίδα και ο Ραβίτ, σαντόν των αρχών του 20ού αιώνα.

Η πρώτη γνωστή φάτνη είναι αυτή η οποία δημιουργήθηκε στην Μασσαλία, το 1775, από κάποιον Λωράν. Αποτελείτο από αρθρωτές κούκλες, οι οποίες ήσαν ντυμένες με παραδοσιακά ρούχα της ευρύτερης περιοχής. Προκειμένου να επιτευχθεί ένα περισσότερο εξωτικό αποτέλεσμα, ο δημιουργός της είχε τοποθετήσει εντός αυτής καμηλοπαρδάλεις, ταράνδους και ιπποπόταμους. Ο Ζαν-Πωλ Κλεμπέρ αναφέρει: «Την εποχή του Κονκορδάτου, ο Λωράν συμπεριλάμβανε, επίσης, μια άμαξα η οποίο κατευθυνόταν προς τον στάβλο. Ο Πάπας κατέβαινε από αυτήν, ακολουθούμενος από τους Καρδιναλίους. Εμπρός σε αυτούς γονάτιζε ολόκληρη η Αγία Οικογένεια, την οποία ο Πάπας ευλογούσε. Κατά την διάρκεια της προσκύνησης των ποιμένων, μια αυλαία σηκωνόταν, αποκαλύπτοντας την θάλασσα, επάνω στην οποία αρμένιζε ένα πολεμικό πλοίο. Μια ομοβροντία του πυροβολικού χαιρέτιζε τον νεογέννητο Ιησού, ο οποίος, ξυπνώντας ξαφνικά, άνοιγε τα μάτια του, αναπηδούσε και κουνούσε τα χέρια του»[1].

Το πραγματικό σαντόν της Προβηγκίας, από άψητο πηλό, δημιουργήθηκε στην Μασσαλία από τον Ζαν-Λουί Λανιέλ (1764-1822), ενώ αρχικώς υπήρξε αποδέκτης ανταγωνισμού από τα σαντιμπέλλι, ιταλικής καταγωγής, τα οποία φιλοτεχνούνταν από γύψο. Στην διάρκεια της δεκαετίας του 1830, πωλούνταν από Ναπολιτάνους εμπόρους εντός των οδών του Βιέ-Πορ[2].

Μια τοπικού επιπέδου αναπαράσταση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Λάουρα και ο Πετράρκα.
Διάσημα σαντόν.

Από τότε, «Η προβηγκιανή φάτνη αποτελεί το προϊόν μιας μοναδικής διαδρομής, η οποία συνδυάζει, με την πάροδο του χρόνου, το κοσμικό και το θρησκευτικό κομμάτι», σύμφωνα με τον ορισμό του Μαρσέλ Καρμπονέλ, ενός εκ των σημαντικότερων κατασκευαστών σαντόν στην Προβηγκία. Οι καλλιτέχνες χρησιμοποιούσαν ως θέμα χαρακτηριστικά ή διάσημα πρόσωπα της περιοχής ή του χωριού ή αποβιώσαντα μέλη της οικογένειας[3]. Προστέθηκαν, επίσης, σαντόν τα οποία αναπαριστούσαν μικρά επαγγέλματα: ο ποιμένας και τα πρόβατά του, ο μυλωνάς, ο αρτοποιός, ο τροχιστής, ο αλιέας, η πλύστρα, η ιχθυοπώλης, ο κυνηγός, ο καπνοδοχοκαθαριστής και λου Κόνσου (ο Δήμαρχος). Στους παραπάνω, προστέθηκαν ο άγγελος Μπουφαρέου, η Αρλατένκα, ο τυφλός και ο υιός του, ο τυμπανιστής, ο μπουμιάν και η μπουμιάνα (οι Τσιγγάνοι) και Λου Ραβίτ[2].

Φιλοτεχνήσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σαντόν διαφορετικών μεγεθών, τα οποία δημιουργούν μια αίσθηση προοπτικής.

Η παράδοση θέλει, κάθε χρόνο, η φάτνη να τοποθετείται λίγο καιρό προ των Χριστουγέννων, ενώ αφαιρείται παρά μόνο στις αρχές του μήνα Φεβρουαρίου, ανήμερα της Υπαπαντής. Καθεμία από αυτές διαφοροποιείται λόγω των σαντόν που την αποτελούν, των εξαρτημάτων που χρησιμοποιούνται, των αναπαραστάσεων των χωριάτικων κατοικιών, καθώς και την διαφοροποίηση στην βλάστηση που επιλέγεται (βρύα, λειχήνα, πρίνος, κλαδιά πεύκου, κτλ.)[3].

Για την εναρμόνιση της φάτνης και την δημιουργία μιας ψευδαίσθησης προοπτικής, σαντόν διαφορετικών μεγεθών χρησιμοποιούνται. Τα μεγαλύτερα εξ'αυτών τοποθετούνται στο μπροστινό τμήμα της, ενώ πρόκειται, παραδοσιακά, για τον ποιμένα και το κοπάδι του, στους οποίους έρχονται να προστεθούν, στην συνέχεια, οι τρεις μάγοι. Τα σαντόν ψύλλοι τοποθετούνται στο βάθος της φάτνης αναπαριστώντας την μακρινή απόσταση[2]. Στις αρχές του 19ου αιώνα, μετά το Κονκορδάτο του 1802, οι παραδοσιακές φάτνες ξαναβρήκαν την θέση τους εντός των πόλεων, κυρίως με την άφιξη των προβηγκιανών φατνών και των σαντόν τους (μικρά ανθρωπάκια τα οποία αναπαριστούν το σύνολο των επαγγελμάτων με τοπικές ενδυμασίες αρκετά στερεοτυπικού χαρακτήρα. Η κοινότητα του Παρισιού χρησιμοποιούσε αρκετά συχνά τον συγκεκριμένο τύπο φάτνης σε διάφορες τοποθεσίες της πρωτεύουσας, κυρίως επί της Πλατείας του Δημαρχιακού Μεγάρου, προτού ο συγκεκριμένους χώρος πρασίνου, ο οποίος πλαισιωνόταν από οδικές αρτηρίες και ο οποίος υφίστατο παλαιότερα, μετατραπεί στην σημερινή πλακόστρωτη πλατεία.

Η προβηγκιανή φάτνη της Αβινιόν[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Προβηγκιανή φάτνη της Αβινιόν, η γωνιά των λαχανοκηπουρών.

Η προβηγκιανή φάτνη της Αβινιόν διακρίνεται για την έκτασή της, καθώς καταλαμβάνει έκταση της τάξεως των 54 m². Στόχος της είναι η αναπαράσταση, κάθε χρόνο, ενός φανταστικού προβηγκιανού τοπίου, εντός του οποίου αναμειγνύονται «βραχώδεις ορεινοί όγκοι, θαμνότοποι, αμπέλια, χωράφια λεβάντας, ελαιώνες, ορεινά χωριά, ποτάμια και χείμαρροι». Περισσότερα από 600 σαντόν, ανά ομάδες ή σε σειρά, κινούνται προς την τοποθεσία της γεννήσεως. Η συγκεκριμένη φάτνη εκτιθόταν εντός του περιστυλίου του Δημαρχιακού Μεγάρου της Αβινιόν από τα τέλη του μήνα Νοεμβρίου έως τις αρχές του Ιανουαρίου[4]. Πλέον, ευρίσκεται εντός της Εκκλησίας των Αγίων Σωμάτων.

Η φάτνη του Γκρινιάν στην προβηγκιανή Ντρομ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Θεωρείται ως η μεγαλύτερη παγκοσμίως. Το προβηγκιανό χωριό αποτελείται από περισσότερες από ογδόντα κατοικίες, των οποίων το ύψος κυμαίνεται μεταξύ 1 μέτρου και 1,20 μέτρων. Κατασκευάστηκαν με τα ίδια υλικά τα οποία και χρησιμοποιούνται στην περιοχή (πέτρα, ξύλο, τσιμέντο), καλύφθηκαν με 60.000 κεραμίδια, ενώ ζυγίζουν μεταξύ 50 και 120 κιλά η καθεμία. Η φάτνη, η οποία καλύπτει έκταση της τάξεως των 1.116 m², περιλαμβάνει περισσότερα από συνολικά 1.000 σαντόν[5].

Η μικρότερη φάτνη στο Φονταίν-ντε-Βωκλύζ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η μικρότερη φάτνη παγκοσμίως.

Ένα οικομουσείο του σαντόν δημιουργήθηκε το 1987 στο Φονταίν-ντε-Βωκλύζ. Περιλαμβάνει περίπου 2.000 αντικείμενα, μεταξύ αυτών μία εκ των μικρότερων φατνών παγκοσμίως, η οποία είναι σκαλισμένη εντός ενός μισού κελύφους καρυδιού[6].

Η σημαντικότερη συλλογή προβηγκιανών αντικειμένων φάτνης του 18ου και 19ου αιώνα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Μέγαρο ντ'Αγκάρ παρουσιάζει κάθε χειμώνα, για χρονικό διάστημα δύο μηνών, παραπάνω από 200 αντικείμενα από κερί ή παπιέ μασέ, τα οποία προέρχονται από προβηγκιανά μοναστήρια, καθώς και τα μασσαλιώτικα εργαστήρια από τα μέσα του 18ου αιώνα έως τα μέσα του 19ου αιώνα. Σχεδόν 500 εκμαγεία χρονολογούμενα από τον 18ο αιώνα και τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για την δημιουργία των κέρινων αντικειμένων, επίσης εκτίθενται.

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Jean-Paul Clébert, op. cit., p. LXIV.
  2. 2,0 2,1 2,2 Jean-Paul Clébert, op. cit., p. LXIII.
  3. 3,0 3,1 (Γαλλικά) Noël, l'art de la crèche Αρχειοθετήθηκε 2017-09-07 στο Wayback Machine.
  4. (Γαλλικά) La crèche d'Avignon Αρχειοθετήθηκε 2017-11-10 στο Wayback Machine.
  5. (Γαλλικά) La crèche de Grignan, en Drôme provençale
  6. (Γαλλικά) Site de l'écomusée Santons et Traditions Αρχειοθετήθηκε 2017-10-24 στο Wayback Machine.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • (Γαλλικά) Régis Bertrand, Quand les santons entrent au musée : la collection de Jean-Amédée Gibert (Marseille, 1919): exposition, Marseille, Musée du Vieux Marseille, 5 décembre 2003 - 29 février 2004, Marseille : Musées de Marseille ; Aix-en-Provence : Édisud, 2003, 159 p. (ISBN 2-7449-0473-2)
  • (Γαλλικά) Jean-Paul Clébert, Guide de la Provence mystérieuse, Éd. Tchou, Paris, 1972.
CC-BY-SA
Μετάφραση
Στο λήμμα αυτό έχει ενσωματωθεί κείμενο από το λήμμα Crèche provençale της Γαλλικής Βικιπαίδειας, η οποία διανέμεται υπό την GNU FDL και την CC-BY-SA 4.0. (ιστορικό/συντάκτες).