Περιβαλλοντικοί πρόσφυγες

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ο όρος του περιβαλλοντικού πρόσφυγα εμφανίστηκε το 1985 ως μία έννοια κοντά στα χαρακτηριστικά του πρόσφυγα (El Hinnawi 1985). Το 1985 ο El-Hinnawi όρισε τους περιβαλλοντικούς πρόσφυγες σε μία έκθεση του Περιβαλλοντικού Προγράμματος των Ηνωμένων Έθνών (UNEP) ως τους ανθρώπους «που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την παραδοσιακή τους κατοικία, προσωρινά ή μόνιμα, εξαιτίας μιας σημειούμενης περιβαλλοντικής διατάραξης (φυσικής ή/και προκαλούμενης από τον άνθρωπο), η οποία θέτει σε κίνδυνο την ύπαρξή τους ή/και έχει σοβαρές επιπτώσεις στην ποιότητα ζωής τους».

Κατηγοριοποίηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η κατηγοριοποίηση που τότε υιοθετήθηκε από το UNEP αφορούσε τρεις κατηγορίες:

  • Η πρώτη κατηγορία περιλαμβάνει τους ανθρώπους που μετατοπίζονται προσωρινά εξαιτίας μίας προσωρινής περιβαλλοντικής πίεσης (π.χ πλημμύρες, ξηρασίες).
  • Η δεύτερη περιέχει όλους, όσοι μετατοπίζονται μόνιμα από μία περιοχή μέσα στα όρια της χώρας τους εξαιτίας μίας μόνιμης περιβαλλοντικής διατάραξης (π.χ κατασκευή φραγμάτων, ορυχείων).
  • Η τρίτη περιλαμβάνει εκείνα τα άτομα ή ομάδες που μετεγκαθίστανται προσωρινά ή μόνιμα εξαιτίας μίας σταδιακής υποβάθμισης του περιβάλλοντος, (π.χ ερημοποίηση, άνοδος θαλάσσιας στάθμης). Επίσης, συμπεριλαμβάνει ανθρώπους που μετακινούνται λόγω ανθρωπογενών καταστροφών (π.χ Τσερνόμπιλ) και σε μία συμπληρωματική αλλά μικρότερη κατηγορία περιέλαβε τους ανθρώπους που αναγκάστηκαν να μετατοπιστούν λόγω της καταστροφής που προκλήθηκε από κάποια πολεμική σύγκρουση (Εl-Hinnawi 1985).

Σύμφωνα με τη σχετική βιβλιογραφία οι αιτίες της δημιουργίας των περιβαλλοντικών προσφύγων αποδίδονται σε τρία είδη περιβαλλοντικών αλλαγών: 1) τις καταστροφές 2) τις υποβαθμίσεις και 3) τις απαλλοτριώσεις (Βates, 2002, σ. 47).

Περιβαλλοντικές καταστροφές

Καταστροφικά γεγονότα που προκαλούν μετακινήσεις πληθυσμών

Υποβάθμιση του περιβάλλοντος

Σταδιακή υποβάθμιση του περιβάλλοντος που δημιουργεί συνθήκες μετανάστευσης

Απαλλοτριώσεις του περιβάλλοντος

Ανθρώπινες παρεμβάσεις που στοχεύουν σε εξώσεις πληθυσμών

Φυσικές καταστροφές π.χ. Έκρηξη του ηφαιστείου Soufriere Hills το 1995 στο νησί της Καραϊβικής Θάλασσας Μονσεράτ προκάλεσε την μετατόπιση 7.000 κατοίκων του

Υποβάθμιση χερσαίων πόρων π.χ. Η αποδάσωση στο Εκουαδόρ της Αμαζονίας ευθύνεται για την μετανάστευση κοινοτήτων και έχει δημιουργήσει συνθήκες μετανάστευσης έως και 115.000 ανθρώπων π.χ.

1) Μετατόπιση 1,3 εκατομμυρίων ανθρώπων εξαιτίας της κατασκευής του φράγματος

Τhree Georges στην Κίνα 2) Στην Μποτσουάνα η δημιουργία του καταφυγίου θηραμάτων Central Kalahari Game Reserve είχε ως αποτέλεσμα την εκδίωξη 39.000 Βουσμάνων

Βιομηχανικά Ατυχήματα π.χ. Ατύχημα σε εργοστάσιο φυτοφαρμάκων το 1984 στο Βhopal της Ινδίας κατέληξε στον θάνατο 7.000 ανθρώπων και σε μαζική έξοδο

Κλιματική αλλαγή και Μετανάστευση π.χ. Η άνοδος του επιπέδου της θάλασσας αναμένεται μέχρι το 2050 να μετατοπίσει 15 εκατομμύρια κατοίκους παράκτιων περιοχών στο Μπανγκλαντές

Οι συνέπειες του πολέμου (οικοκτονία) π.χ. Η επέμβαση στο Βιετνάμ (1967 – 1973) εμπεριείχε τη στρατηγική καταστροφή σοδειών και δασών μέσω ψεκασμού ζιζανιοκτόνων, οι οποίες εκτόπισαν 7 εκατομμύρια ανθρώπους

Διαχωρισμός των Περιβαλλοντικών Προσφύγων από τους Περιβαλλοντικούς Μετανάστες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όσον αφορά στο ζήτημα του διαχωρισμού μεταξύ Περιβαλλοντικών Προσφύγων και Περιβαλλοντικών Μεταναστών είναι σημαντικό να υπογραμμίσουμε ότι στην πορεία της δημόσιας συζήτησης τίθενται κάποια κριτικά ερωτήματα από ένα μέρος της βιβλιογραφίας, τόσο για τον ίδιο τον διαχωρισμό, όσο και για τους περιβαλλοντικούς πρόσφυγες ως ξεχωριστή κατηγορία εν γένει. Αυτή η βιβλιογραφία εστιάζει στο γεγονός της ύπαρξης γκρίζων ζωνών ανάμεσα σε όλες αυτές τις κατηγορίες μεταναστών και στην αδυναμία κάθε επιστημονικής κατηγοριοποίησης να τις αποτυπώσει στιβαρά με πολιτικά ουδέτερο τρόπο. Επίσης, ασκεί κριτική στην παράκαμψη πολιτικών ερωτημάτων, όπως για παράδειγμα το αν οι άνθρωποι που μετανάστευσαν εξαναγκάστηκαν ή όχι να μετακινηθούν, ή αν είχαν λόγο στην πολιτική διαδικασία που οδήγησε στην απόφαση της μετεγκατάστασής τους, ή επιπλέον αν άτομα ή κοινωνικές ομάδες είχαν υποστεί θρησκευτικές, εθνικές, κοινωνικές διακρίσεις και περιθωριοποίηση. Χαρακτηριστικά, οι Laissailly-Jacob and Zmolek (1992, σ. 3) συμπεραίνουν ότι η ταξινόμηση που προκύπτει αν αγνοηθούν ερωτήματα όπως τα παραπάνω, καταλήγει να κατατάσσει αυθαίρετα ανθρώπους σε κατηγορίες που δεν εξυπηρετούν σε τίποτα.

Η πιο πρόσφατη συμβολή στην σχετική συζήτηση γίνεται από την IOM, η οποία ορίζει ως περιβαλλοντικούς μετανάστες «τα άτομα ή τις ομάδες των ατόμων τα οποία, εξαιτίας εξαναγκαστικών αιτιών, ξαφνικών ή σταδιακών αλλαγών στο περιβάλλον οι οποίες επηρεάζουν δυσμενώς τις ζωές ή τις συνθήκες διαβίωσής τους, είναι υποχρεωμένα να εγκαταλείψουν τις εστίες τους ή το επιλέγουν - είτε προσωρινά, είτε μόνιμα- και τα οποία μετακινούνται μέσα στα όρια της χώρας τους ή διασυνοριακά» (ΙΟΜ, 2007). Ο ορισμός της ΙΟΜ είναι εξαιρετικά ευρύς και καλύπτει όλες τις κατηγορίες των ανθρώπων που είχαν προσδιοριστεί το 1985 από τον Εl-Hinnawi ως περιβαλλοντικοί πρόσφυγες (Πίνακας 1). Η μετατόπιση από την έννοια του πρόσφυγα σε αυτή του μετανάστη έχει πολιτικές προεκτάσεις. Σύμφωνα με την ΙΟΜ (2007), η έννοια του περιβαλλοντικού μετανάστη εισάγεται «με σκοπό να προσφέρει μία εναλλακτική στον όρο του περιβαλλοντικού πρόσφυγα, ο οποίος, σύμφωνα με την UNHCR, δεν έχει καμία νομική βάση στη διεθνή προσφυγική νομοθεσία».

Κριτική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η επικέντρωση σε μία καινούρια, αναδυόμενη κατηγορία περιβαλλοντικών προσφύγων είναι μερική και λειτουργεί αποπροσανατολιστικά, γιατί δε μας βοηθάει να κατανοήσουμε τις πολύπλοκες συνδέσεις μεταξύ του περιβαλλοντικού παράγοντα και των κοινωνικών, πολιτικών, οικονομικών συνθηκών της κάθε περιοχής. Η δημόσια συζήτηση γύρω από την καταλληλότητα του όρου περιβαλλοντικοί πρόσφυγες δεν είναι απλά μία ακαδημαϊκή συζήτηση που κινείται σύμφωνα με τις ανθρωπιστικές ευαισθησίες των συμμετεχόντων, αλλά πραγματεύεται τους ορισμούς που θα αποτελέσουν τη βάση των μελλοντικών μεταναστευτικών πολιτικών και έτσι έχει βαθιές πολιτικές προεκτάσεις.

Σήμερα ο όρος μετεξελίσσεται σε μία έννοια που προσεγγίζει περισσότερο τα χαρακτηριστικά του εθελοντικού μετανάστη (IOM 2007). Αυτό δεν είναι τυχαίο. Η ένταξη των περιβαλλοντικών προσφύγων στο μοντέλο του διαχωρισμού μεταξύ πρόσφυγα και μετανάστη γίνεται για να νομιμοποιηθεί σε βάθος χρόνου και να στοιχειοθετηθεί νομικά μία μελλοντική πολιτική συνθήκη σύμφωνα με την οποία θα παρέχεται ένα είδος οικολογικού ασύλου στα περιβαλλοντικά εκτοπισμένα άτομα που μπορούν να αποδείξουν ότι η φυγή αποτέλεσε τη μόνη τους επιλογή, ενώ θα απορρίπτονται οι άνθρωποι που δεν πληρούν τα κριτήρια που τίθενται. Ο διαχωρισμός των περιβαλλοντικών προσφύγων σύμφωνα με περιβαλλοντικά κριτήρια όπως τίθενται από την Bates (2002) και τους Renaud and Bogardi (2007) γίνεται σύμφωνα με τη λογική της κατηγοριοποίησης-κατάταξης των ανθρώπων που πλήττονται σε πολυάριθμες μεταναστευτικές κατηγορίες, κάτι που συχνά βασίζεται σε μία υποτιθέμενα αντικειμενική αναγκαιότητα λήψης μέτρων προστασίας. Το ερώτημα είναι τι είδους πολιτικές θα είναι αυτές που θα εφαρμοστούν σε συνθήκες χάραξης κοινών αντιμεταναστευτικών πολιτικών, όπως αποτελεί για την ΕΕ η Οδηγία 2008/115/ΕΚ της 16/12/2008. Στο πλαίσιο της ΕΕ πληθαίνουν οι φωνές που ζητούν κάτι τέτοιο (Sgro 2008), κάτι που κρίνεται ότι μελλοντικά θα έχει μεγάλη πολιτική βαρύτητα.

Βεβαίως η επιρροή του περιβαλλοντικού παράγοντα (περιβαλλοντικές καταστροφές, υποβαθμίσεις, απαλλοτριώσεις γης) στην ανθρώπινη μετανάστευση (σε συνδυασμό με τις κοινωνικές-οικονομικές-πολιτικές προεκτάσεις της) ήταν και είναι πολύ σημαντική. Παρόλα αυτά είναι αμφισβητήσιμο κατά πόσο ο περιβαλλοντικός παράγοντας μπορεί να εξεταστεί αποκομμένα ή/και να παρουσιαστεί ως έχοντας εξέχουσα θέση σε σχέση με όλο αυτό. Σε κάθε περίπτωση αυτό που κρίνεται καταλληλότερο είναι η ξεχωριστή τοπική εξέταση κάθε περίπτωσης για τη διερεύνηση των παραγόντων που επηρεάζουν την μετανάστευση και τον τρόπο που αλληλεπιδρούν.

Αν και το ζήτημα των περιβαλλοντικών προσφύγων αποκτάει όλο και περισσότερο τη συμπάθεια ατόμων και ομάδων με φιλοπεριβαλλοντικές και φιλομεταναστευτικές ευαισθησίες, η κινητήριος δύναμη μίας τέτοιας αναγνώρισης, σε πολιτικό επίπεδο, έχει ως βάση τα συμπαγή επιχειρήματα της περιβαλλοντικής ασφάλειας. Η βιβλιογραφία σχετικά με την περιβαλλοντική ασφάλεια παρουσιάζει το ζήτημα αποκομμένο από τις πολιτικές και κοινωνικές προεκτάσεις του, στο πλαίσιο μίας λογικής παρεμπόδισης-αποτροπής της μετανάστευσης. Τα επιχειρήματά της εκκινούν από ένα σκεπτικό που συνδέει άμεσα μεταξύ τους με σχέση αιτίας-αιτιατού την περιβαλλοντική υποβάθμιση και τη μετανάστευση με τον υπερπληθυσμό και την εμφάνιση εθνικών συγκρούσεων. Έτσι, παρόλο που οι περιβαλλοντικοί πρόσφυγες μετακινούνται ενδοσυνοριακά (Renaud and Bogardi, 2007) η σχετική βιβλιογραφία συχνά αναφέρεται στον κίνδυνο δημιουργίας μεγάλων περιβαλλοντικά προκαλούμενων μεταναστευτικών κινήσεων από το Νότο στον Βορρά. Μια τέτοια προσέγγιση είναι αμφισβητήσιμη αφού δεν εμπεριέχει ερωτήματα γύρω από τον τρόπο που έχουν διαμορφωθεί οι συνθήκες υπανάπτυξης και τους πραγματικούς παράγοντες που τις συντηρούν, καταλήγοντας τελικά να αντιμετωπίζει την περιβαλλοντική υποβάθμιση ως μία φυσική κατάσταση των χωρών του Νότου.


Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]