Μπερλίνερ Ανσάμπλ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μπερλίνερ Ανσάμπλ

Το Μπερλίνερ Ανσάμπλ (Γερμανικά: Berliner Ensemble) είναι ένας παγκοσμίου φήμης γερμανικός θίασος που ιδρύθηκε από τον θεατρικό συγγραφέα Μπέρτολντ Μπρεχτ και τη σύζυγό του Χελένε Βάιγκελ το 1949 στο Ανατολικό Βερολίνο.

Ο θίασος επί Μπρεχτ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η δημιουργία ενός σταθερού δικού του θιάσου, για να ξεδιπλώσει στην πράξη τη δική του θεατρική αισθητική, ήταν το πρώτο μέλημα του Μπρεχτ όταν επέστρεψε το 1948 στο Βερολίνο, έπειτα από 15 χρόνια αυτοεξορίας. Η πρώτη παράσταση που ανέβασε ήταν το Μάνα Κουράγιο με πρωταγωνίστρια τη Βάιγκελ τον Ιανουάριο του 1949,[1] έργο που είχε γράψει το 1939. Το καλοκαίρι του ίδιου έτους ιδρύεται και επίσημα το Μπερλίνερ Ανσάμπλ, με τη Βάιγκελ γενική διευθύντρια και τον Μπρεχτ καλλιτεχνικό διευθυντή.[2] Αρχικά ο θίασος στεγάστηκε στο Deutsches Theatre και το 1954 μετακόμισε στο Τεάτερ αμ Σίφμπαουερνταμ (Theatre am Schiffbauerdamm), στο οποίο εδρεύει μέχρι τις ημέρες μας και έχει πλέον πάρει το όνομα του θιάσου, ενώ στην πλατεία μπροστά στο θέατρο έχει δοθεί το όνομα του Μπρεχτ. Το συγκεκριμένο θέατρο είχε χτιστεί το 1892 σε ρυθμό νεο-μπαρόκ, και σε αυτό είχαν δοθεί οι πρεμιέρες δυο έργων του Μπρεχτ, το 1928 Η όπερα της πεντάρας και το 1929 το Χάπι Εντ[1]. Η πρεμιέρα του θιάσου έγινε με το έργο Ο Αφέντης Πουντίλα κι ο υπηρέτης του Ματί. Ο Μπρεχτ δεν έγραψε νέα έργα για το Μπερλίνερ Ανσάμπλ, εστίασε το ενδιαφέρον του στη σκηνοθεσία, ανεβάζοντας ξανά δικά του έργα και διασκευάζοντας έργα άλλων δραματουργών, όπως τον Κοριολανό του Σαίξπηρ. την Αντιγόνη, μια νέα εκδοχή πάνω στο έργο του Σοφοκλή και τον Στρατολόγο του Τζωρτζ Φάρκιουαρ, στο οποίο δίνει τον τίτλο Ταμπούρλα και τρομπέτες. Οι διασκευές του, εμπνευσμένες από τη μαρξιστική φιλοσοφία,[3] ήταν τόσο διαφορετικές από τα πρωτότυπα ώστε είναι στην ουσία νέα έργα.[4] Ο θίασος πολύ σύντομα κέρδισε τα πρωτεία στα θεατρικά δρώμενα της Ανατολικής Γερμανίας αλλά εξασφάλισε και την παγκόσμια αναγνώριση.

Η επιτυχία του θιάσου δεν βασίστηκε μόνο στα κείμενα του Μπρεχτ, που υπηρετούσαν το Επικό θέατρο[5], αλλά προήλθε και μέσα από πολύωρες και σχολαστικές πρόβες, που συχνά διαρκούσαν αρκετούς μήνες. Οι μέθοδοι που χρησιμοποιούσε ο Μπρεχτ στις πρόβες του ήταν ιδιαίτερα καινοτόμες. Στο θέατρο του Μπρεχτ, ο σκηνοθέτης, ο συγγραφέας, ο σκηνογράφος/ενδυματολόγος και ο συνθέτης ήταν ισότιμοι συνδημιουργοί της παράστασης. Ο σκηνογράφος είχε ένα ειδικό καθήκον. Εκτός από τη σχεδίαση των σκηνικών και των κοστουμιών, παρήγαγε επίσης, για τις αρχικές πρόβες, μια σειρά από σκίτσα των βασικών στιγμών της δράσης. Οι πρόβες ήταν μια διαδικασία δοκιμής υποθέσεων για το έργο και το ανέβασμά του. Σημασία είχε η ιστορία ή ο μύθος. Όλοι μαζί συνεργάζονταν προκειμένου να αναδειχτεί η ιστορία και όλα τα στοιχεία της παραγωγής ήταν μια σύνθεση με σκοπό να ειπωθεί δημόσια αυτή η ιστορία. Σε κάποια σημεία η μουσική μετέφερε το νόημα, σε άλλα το σκηνικό ή οι κινήσεις των ηθοποιών ή οι λέξεις. Ο Μπρεχτ προσκαλούσε συχνά παρατηρητές στις πρόβες για να δοκιμάσει τη σαφήνεια της ιστορίας. Όταν τα μέλη του θιάσου είχαν φτάσει στο επιθυμητό αποτέλεσμα για το ανέβασμα του έργου, φωτογράφιζαν ολόκληρη την παραγωγή και ετοίμαζαν το λεγόμενο Modellbuch (βιβλίο-μοντέλο) ή άλμπουμ προεπισκόπησης, με 600 έως 800 φωτογραφίες που έδειχναν τη διάταξη των ηθοποιών στη σκηνή ανά πάσα στιγμή. Το Modellbuch, σε μια πιο προηγμένη μορφή από τα σκίτσα του σκηνογράφου, παρέμενε ως βάση για τυχόν επόμενες παραγωγές. Η λειτουργία του Modellbuch συχνά παρεννοήθηκε, δεν στόχευε στη στεγνή αναπαραγωγή των παραστάσεων αλλά σαν αφετηρία εκκίνησης για άλλους σκηνοθέτες να αναπτύξουν τις ιδέες τους, μεταμορφώνοντας και εμπλουτίζοντας τα έργα.[2]

Μνημείο του Μπ. Μπρεχτ μπροστά στο θέατρο

Επανειλημμένα ο Μπρεχτ είχε για συνεργάτες νέους ηθοποιούς, σκηνοθέτες και σκηνογράφους, οι οποίοι στο μέλλον διαμόρφωσαν την πορεία του γερμανικού θεάτρου. Στους μαθητές του Μπρεχτ συγκαταλέγονταν οι Benno Besson, Egon Monk, Peter Palitzsch και Manfred Wekwerth[6]. Οι σκηνογράφοι Caspar Neher και Karl von Appen, οι συνθέτες Paul Dessau και Hanns Eisler, καθώς και η δραματουργός Elisabeth Hauptmann, ήταν από τους πιο στενούς συνεργάτες του Μπρεχτ.

Η παγκόσμια αναγνώριση ήρθε και από τις παραστάσεις που έδωσε ο θίασος στο εξωτερικό: έγινε δεκτός με ενθουσιασμό στο Παρίσι το 1954 και 1955, ενώ επισκέφθηκε το Λονδίνο το 1956 (αμέσως μετά τον θάνατο του Μπρεχτ), το 1965 και το 1971.[7]

Οι παραστάσεις του Μπερλίνερ Ανσάμπλ δεν έβρισκαν πάντα σύμφωνο το καθεστώς της Ανατολικής Γερμανίας. Η ισορροπία ανάμεσα στις απαιτήσεις του κυβερνώντος κόμματος σύμφωνα με τις αντιλήψεις του υπαρκτού σοσιαλισμού και στις καλλιτεχνικές αναζητήσεις του Μπρεχτ και των συνεργατών του ήταν πολύ ευαίσθητη και οδήγησαν μέχρι και σε κατηγορίες για φορμαλισμό και σε απολογία του Μπρεχτ στην Ακαδημία των Τεχνών.[2]

Μετά τον θάνατο του συζύγου της το 1956, η Βάιγκελ συνέχισε να διευθύνει τον θίασο, μέχρι το θάνατό της το 1971, αναλαμβάνοντας και την καλλιτεχνική διεύθυνση με την υποστήριξη της πρώτης γενιάς των μαθητών του Μπρεχτ. Το 1959 δόθηκε η παγκόσμια πρεμιέρα του έργου Η Άνοδος του Αρτούρο Ούι, γραμμένο το 1941 από τον Μπρεχτ.[8]

Από τα μέσα τις δεκαετίας του '60 ο θίασος εμπλούτισε το ρεπερτόριό του με συγγραφείς Γερμανούς και μη, όπως ο Γκέοργκ Μπύχνερ, ο Τζορτζ Μπέρναρντ Σω, ο Φρανκ Βέντεκιντ και ο Χάινερ Μύλλερ[9], συνεχίζοντας παράλληλα ανεβάσματα έργων του Μπρεχτ.[7]

Ο θίασος μετά τον Μπρεχτ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Μπερλίνερ Ανσάμπλ άρχισε σταδιακά να μετατρέπεται σε μουσείο της θεατρικής τέχνης, μένοντας ασφυκτικά πιστό στα θεατρικά πρότυπα που είχε αναπτύξει ο Μπρεχτ. Από την άλλη, η ανέγερση του Τείχους του Βερολίνου το 1961, οι απόηχοι της Άνοιξης της Πράγας και οι φοιτητικές κινητοποιήσεις του 1968 σηματοδοτούν μια δύσκολη περίοδο για τον θίασο. Οι παρεμβάσεις από την πλευρά των κομματικών οργάνων ήταν διαρκείς. Η Βάιγκελ εξέφραζε την ορθόδοξη μπρεχτική παράδοση και είχε την υποστήριξη του καθεστώτος ενώ καλλιτέχνες με πειραματικές αναζητήσεις αντιμετώπιζαν με πιο κριτική διάθεση την πολιτική πραγματικότητα και θεωρούσαν ότι ο κρατικός έλεγχος θα οδηγούσε το θέατρο σε μαρασμό. Αυτές οι αντιπαραθέσεις οδήγησαν σε αποχώρηση κάποιους παλιούς συνεργάτες, ο Πάλιτς εγκαταστάθηκε στην Δυτική Γερμανία μετά το 1961, ο Βέκβερτ εγκατέλειψε τον θίασο το 1969.

Η Ρουθ Μπεργκχάους, που ανέλαβε το 1971 τα ηνία του θιάσου μετά τον θάνατο της Βάιγκελ, έφερε νέους σκηνοθέτες όπως ο Bernhard Klaus Tragelehn, ο οποίος κάλεσε τον Einar Schleef ως σκηνογράφο. Τρεις κοινές παραγωγές τους ανέβηκαν μεταξύ 1972 και 1975: Katzgraben του Έρβιν Στρίτματερ (1972), Το Ξύπνημα της Άνοιξης του Βέντεκιντ (1974) και Δεσποινίς Τζούλια του Άουγκουστ Στρίντμπεργκ (1975). Η πρεμιέρα του έργου Δεσποινίς Τζούλια τον Απρίλιο του 1975 προκάλεσε πολιτιστικό-πολιτικό σκάνδαλο. Το κύριο μήλο της έριδος ήταν το τέλος της παράστασης: η πρωταγωνίστρια, υποστηριζόμενη από το κοινό, σκαρφάλωνε πάνω από τις σειρές των καθισμάτων προς την έξοδο, δίνοντας μια εικόνα απόδρασης.[10] Η παράσταση ακυρώθηκε μετά από μόλις δέκα sold-out παραστάσεις. Ο Βέκβερτ επέστρεψε στο θίασο, αναλαμβάνοντας τη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή από το 1977 έως την Γερμανική επανένωση, σκηνοθετώντας και ο ίδιος έργα των Μπρεχτ, Μαξίμ Γκόρκι, Φόλκερ Μπράουν κ.ά.

Το 1992 η Γερουσία αποφάσισε το θέατρο να γίνει μια μη κερδοσκοπική εταιρεία με δημόσια κάλυψη και ετήσια επιδότηση και να διοικείται από μια επιτροπή 5 σκηνοθετών. Οι αντιπαραθέσεις μεταξύ των μελών δεν είχαν τέλος, τελικά μετά την πενταμελή επιτροπή, για ένα χρόνο, μέχρι τον θάνατό του, ανέλαβε την καλλιτεχνική διεύθυνση ο Χάινερ Μύλλερ και έπειτα για 8 μήνες ο Μάρτιν Βούτκε, όμως τα προβλήματα ρεπερτορίου και χρηματοδότησης δεν έλεγαν να λυθούν. Η κρίση του θεάτρου απασχολούσε μόνιμα τον Τύπο. Η κόρη του Μπρεχτ, Μπάρμπαρα Σαλ (και σύζυγος του Έκεχαρτ Σαλ, πρωταγωνιστή του θιάσου), έφτασε στο σημείο να αμφισβητήσει το δικαίωμα του θιάσου να φέρει την ονομασία Μπερλίνερ Ανσάμπλ, κατηγορώντας τη διεύθυνση για αλλοίωση των νοημάτων των έργων του πατέρα της και ότι το 1998, έτος του επίσημου εορτασμού των 100 χρόνια από τη γέννηση του μεγάλου δραματουργού, δεν θα ήταν «Έτος Μπρεχτ», αλλά λίγο-πολύ ένα σόου.[11]

Από το 1999 τη διεύθυνση ανέλαβε ο Γερμανός σκηνοθέτης Κλάους Πέιμαν, ο οποίος είχε διατελέσει διευθυντής του Μπούργκτεατερ της Βιέννης από το 1986 έως το 1999. Οι σημαντικότερες παραγωγές του θεάτρου υπό την καθοδήγησή του ήταν ο Ριχάρδος ο Β΄ του Ουίλιαμ Σαίξπηρ το 2000 και Ο θάνατος του Δαντόν του Γκέοργκ Μπύχνερ το 2011. Η διοίκησή του δεν υπήρξε πάντως ανέφελη, μάλιστα το 2013 ο θίασος απειλήθηκε με έξωση από τον ιδιοκτήτη του θεάτρου, τον όμιλο Χόχουθ, κάτι που τελικά απεφεύχθη.[12] Από τη σεζόν 2017/18 τη διεύθυνση ανέλαβε ο σκηνοθέτης και δραματουργός Όλιβερ Ρις. Το ρεπερτόριο του θιάσου εστιάζει, εκτός από τα έργα του Μπρεχτ, κυρίως σε σύγχρονα έργα εν ζωή συγγραφέων, όπως η Σίμπιλ Μπεργκ και η Άλις Μπιρτς, που ασχολούνται με τα πιεστικά ζητήματα της εποχής μας. Από τον Σεπτέμβριο του 2019, το Μπερλίνερ Ανσάμπλ έχει επίσης δύο νέους χώρους: το Neues Haus (180 θέσεις) και το Werkraum (99 θέσεις), ένα χώρο για συζητήσεις, αναγνώσεις, εργαστήρια κ.ά.[13]

Διευθυντές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • 1949–1971 : Χελένε Βάιγκελ
  • 1971–1977 : Ρουθ Μπεργκχάους
  • 1977–1991 : Μάνφρεντ Βέκβερτ
  • 1992–1993 : Matthias Langhoff, Fritz Marquardt, Heiner Müller, Peter Palitzsch, Peter Zadek
  • 1993–1994 : Fritz Marquardt, Heiner Müller, Peter Palitzsch, Peter Zadek
  • 1995 : Χάινερ Μύλλερ
  • 1996 : Μάρτιν Βούτκε
  • 1997–1999 : Stephan Suschke
  • 1999-2017 : Κλάους Πέιμαν
  • Από το 2017 : Όλιβερ Ρις

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]


Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 «Χρονολόγιο του Μπέρτολτ Μπρεχτ (1898-1956)». ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας. 30 Οκτωβρίου 2015. Ανακτήθηκε στις 5 Φεβρουαρίου 2024. 
  2. 2,0 2,1 2,2 Μπεάτε Τεμπρίδης (1999). «Το Μπερλίνερ Ανσάμπλ χωρίς τον "καλό άνθρωπο"». Σύγχρονα Θέματα 71-72: 60-62. http://pandemos.panteion.gr/index.php?lang=el&op=record&type=&q=&page=0&pid=iid:3947. 
  3. Μαρία Μυτιληνάκη. «Η θεατρική διασκευή στον Μπέρτολτ Μπρέχτ. Παραδείγματα από τέσσερα έργα του (Αντιγόνη, Κοριολανός, Δάσκαλος, Ταμπούρλα και τρομπέτες)». Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Ανακτήθηκε στις 6 Φεβρουαρίου 2024. 
  4. Phyllis Hartnoll, Peter Found (2000). «Μπερτολντ Μπρεχτ». Λεξικό του θεάτρου. Αθήνα: Εκδόσεις Νεφέλη. σελίδες 407–8. ISBN 960-211-563-7. 
  5. Μάρω Βασιλειάδου (27 Δεκεμβρίου 2023). «Μπέρτολτ Μπρεχτ – Ο κορυφαίος του «επικού θεάτρου»». Η Καθημερινή. Ανακτήθηκε στις 6 Φεβρουαρίου 2024. 
  6. «Πέθανε ο Γερμανός σκηνοθέτης Μάνφρεντ Βέκβερτ». Η Αυγή. 22 Ιουλίου 2014. Ανακτήθηκε στις 5 Φεβρουαρίου 2024. 
  7. 7,0 7,1 Phyllis Hartnoll, Peter Found (2000). «Μπερλίνερ Ανσάμπλ». Λεξικό του θεάτρου. Αθήνα: Εκδόσεις Νεφέλη. σελ. 381. ISBN 960-211-563-7. 
  8. «125 YEARS OF THEATER AM SCHIFFBAUERDAMM, THE HISTORY OF THIS THEATRE». Επίσημη ιστοσελίδα του Μπερλίνερ Ανσάμπλ. Ανακτήθηκε στις 5 Φεβρουαρίου 2024. 
  9. «Heiner Müller». βιβλιοnet. Ανακτήθηκε στις 5 Φεβρουαρίου 2024. 
  10. Henryk Goldberg. «Einar Schleef». Getidan. Ανακτήθηκε στις 3 Φεβρουαρίου 2024. 
  11. Θ. Βόρειος (12 Ιανουαρίου 1997). «Το "Μπερλίνερ Ανσάμπλ" σε κρίση». Ριζοσπάστης. Ανακτήθηκε στις 5 Φεβρουαρίου 2024. 
  12. «ΓΙΑ ΛΟΓΟΥΣ... ΡΕΠΕΡΤΟΡΙΟΥ / Με έξωση απειλείται το Μπερλίνερ Ανσάμπλ». Η Αυγή. 12 Ιουνίου 2013. Ανακτήθηκε στις 5 Φεβρουαρίου 2024. 
  13. «NEUER SPIELRAUM, ENTDECKEN SIE DAS NEUE HAUS UND DEN WERKRAUM». Επίσημη ιστοσελίδα του Μπερλίνερ Ανσάμπλ. Ανακτήθηκε στις 5 Φεβρουαρίου 2024. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]