Μονή Ρεοντινού Αρκαδίας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 37°16′31.40″N 22°44′28.75″E / 37.2753889°N 22.7413194°E / 37.2753889; 22.7413194

Μονή Ρεοντινού Αρκαδίας
Χάρτης
Είδοςμοναστήρι
Γεωγραφικές συντεταγμένες37°16′31″N 22°44′29″E
ΘρήσκευμαΕλληνική Ορθόδοξη Εκκλησία
Θρησκευτική υπαγωγήΙερά Μητρόπολις Μαντινείας και Κυνουρίας
Διοικητική υπαγωγήΔήμος Βόρειας Κυνουρίας
ΧώραΕλλάδα
Έναρξη κατασκευής1634
Προστασίαδιατηρητέο κτήριο στην Ελλάδα[1]

Η Μονή Ρεοντινού Αρκαδίας, είναι μία ιστορική, εγκαταλελειμμένη σήμερα, μονή. Βρίσκεται χτισμένη σε απόσταση 12 χλμ από τον Πραστό και ανάμεσα στα μοναστήρια της Αρτοκωστάς και Καρυάς. Η μονή αυτή, ήταν από ιστορικότερα και σημαντικότερα μοναστήρια της Τσακωνιάς.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η μονή πήρε το όνομά της από την κοντινή μεσαιωνική πόλη του Οριόντα, που παραφθαρμένα ονομαζόταν Ρεοντινό. Η πόλη του Οριόντα, γνώρισε μεγάλη ακμή από την Βυζαντινή περίοδο έως και τον 17ο αιώνα, οπότε και εγκαταλείφθηκε, με αποτέλεσμα ο Πραστός, να αποκτήσει δύναμη και να γίνει πρωτεύουσα της Τσακωνιάς. Το μοναστήρι υπαγόταν στην Επισκοπή Ρέοντος - Πραστού. Σύμφωνα με κτητορική επιγραφή, η μονή χτίστηκε το 1634, από τον Εμμανουήλ Αλαγιούτζη και υπήρξε σταυροπηγιακό από την ίδρυση του. Η μονή, αναφέρεται για πρώτη φορά το 1698, όταν ο πραστιώτης Γεώργιος Καραμάνος έδωσε χρήματα για την ανακαίνισή του. Το 1734, σύμφωνα με επιγραφή, ανακαινίστηκε για άλλη μια φορά, από τον πραστιώτη προύχοντα Εμμανουήλ Καραμάνο. Η μονή αναφέρεται επίσης το 1792, το 1812 και το 1825, όταν ηγούμενος της μονής ήταν ο Παρθένιος.

Στην προσπάθεια του Ιωάννη Καποδίστρια το 1829 για την ανέγερση σχολείων, η μονή προσέφερε χρήματα στον μεγάλο έρανο του Λεωνιδίου για τον ίδιο σκοπό. Το 1834, η μονή διαλύθηκε με διάταγμα του βασιλιά Όθωνα και οι μοναχοί της εγκαταστάθηκαν στην γειτονική Μονή Αρτοκωστάς. Μετά από πολλές προσπάθειες, οι μοναχοί επέστρεψαν στο Ρεοντινό, μέχρι το 1853 οπότε και διαλύθηκε οριστικά.

Η μονή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η μονή, βρίσκεται χτισμένη σε μια κατάφυτη ρεματιά σε υψόμετρο περίπου 700 μ. Από την μονή, σώζεται το καθολικό και ερείπια των κελιών. Το καθολικό της μονής, έχει χτιστεί σε ρυθμό σταυροειδούς εγγεγραμμένου με τρούλο, ενώ το δάπεδό του, έχει στρωθεί με μεγάλες πλάκες, φέροντας παραστάσεις λέοντος και δικέφαλου αετού, όπως σε πολλά μοναστήρια της Κυνουρίας. Ο ναός του Αγίου Δημητρίου, αγιογραφήθηκε το 1698. Οι αγιογραφίες του διακρίνονται για την θερμότητα των χρωμάτων τους και τις ελεύθερες και ζωντανές εκφράσεις στις μορφές των αγίων.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Πέτρος Σαραντάκης, Αρκαδία: Τα μοναστήρια και οι εκκλησίες της, οδοιπορικό 10 αιώνων, Εκδόσεις Οιάτης, Αθήνα 2000, ISBN 960-91420-0-1
  • Θάνου Κ. Βεγενά, Ιστορικά Τσακωνιάς και Λεωνίδιου, Δαπάνη Δήμου Λεωνιδίου, Αθήνα 1971

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]