Μάορι

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Μαορί)
Νεαρό κορίτσι Μάορι, σε επίδειξη χορού Poi.

Μάορι (Māori)[1] (επίσης Μαορί ή Μαόρι) είναι το όνομα ιθαγενούς πληθυσμού της Νέας Ζηλανδίας, και της γλώσσας του.

Η λέξη māori σημαίνει «κανονικός» ή «κοινός» στη Μάορι γλώσσα και διακρίνει τα θνητά όντα από τους θεούς. Η λέξη έχει συγγενείς όρους σε μερικές άλλες Πολυνησιακές γλώσσες όπως τα Χαβαϊανά στα οποία η λέξη maoli σημαίνει «ντόπιος, ιθαγενής, αληθινός ή πραγματικός». Είναι επίσης το όνομα των ανθρώπων και της γλώσσας των Νήσων Κουκ, που αναφέρονται ως Μάορι Νήσων Κουκ.

Καταγωγές των Μάορι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Χάρτης με τις περιοχές των διάφορων ομάδων (iwi) των Μάορι, στη Νέα Ζηλανδία

Η Νέα Ζηλανδία ήταν μία από τις τελευταίες περιοχές του πλανήτη που έφτασαν οι άνθρωποι. Πολυνήσιοι ταξιδιώτες πιστεύεται πως μετανάστευσαν στη σημερινή Νέα Ζηλανδία από την ανατολική Πολυνησία κατά το τελευταίο μέρος της 1ης χιλιετίας. Επομένως οι καταγωγές των Μάορι δεν μπορούν να διαχωριστούν από αυτές των Πολυνήσιων προγόνων τους. Αρχαιολογικά και γλωσσολογικά στοιχεία υποδηλώνουν πως πιθανότατα υπήρξαν διάφορα κύματα μετανάστευσης από την Ανατολική Πολυνησία στη Νέα Ζηλανδία μεταξύ του 800 και του 1300. Η προφορική ιστορία των Μάορι περιγράφει την άφιξή τους από την Χαγουαΐκι (μυθική πατρίδα στην τροπική Πολυνησία) με μεγάλα ωκεάνια κανό (waka).

Κατά τον 19ο και αρχές του 20ού αιώνα, αναπτύχθηκε η ιδέα πως οι Μάορι είχαν ταξιδεύσει στη Νέα Ζηλανδία με τον αποκαλούμενο "Μεγάλο Στόλο".

Οι μεταναστευτικές αφηγήσεις ποικίλουν ανάμεσα στις φυλές ή iwi Μάορι, των οποίων τα μέλη μπορούν να ταυτιστούν με διαφορετικά waka στις γενεαλογίες τους ή whakapapa. Δεν υπάρχει κανένα αξιόπιστο στοιχείο ανθρώπινης εγκατάστασης στη Νέα Ζηλανδία πριν από τους ταξιδιώτες Μάορι. Από την άλλη, δυνατά στοιχεία από την αρχαιολογία, τη γλωσσολογία και την φυσική ανθρωπολογία, υποδεικνύουν πως οι πρώτοι άποικοι ήταν Ανατολικοί Πολυνήσιοι που έγιναν οι Μάορι.

Αρχαίες διακοσμητικές μάσκες των Μαόρι

Οι Ανατολικοί Πολυνήσιοι πρόγονοι των Μάορι ήταν κυνηγοί, ψαράδες και καλλιεργητές. Μετά την άφιξή τους στη Νέα Ζηλανδία, οι Μάορι έπρεπε να προσαρμόσουν άμεσα τον υλικό τους πολιτισμό και τις γεωργικές πρακτικές, στο κλίμα της νέας γης, που ήταν κρύο και δριμύ σε σχέση με την τροπική Πολυνησία. Απαιτήθηκε μεγάλη ιδιοφυία για να καλλιεργήσουν τα τροπικά φυτά που είχαν φέρει μαζί τους από την Πολυνησία, όπως τα τάρο, κουμάρα, κολοκύθες και γιαμ. Αυτό ήταν ιδιαίτερα δύσκολο στις ψυχρότερες νότιες περιοχές της χώρας. Το χαρακέκε (λινάρι), χρησιμοποιήθηκε ως υποκατάστατο των φύλλων φοίνικα και των ινών ιβίσκου για την κατασκευή ψαθών, καλαθιών, σχοινιού, αλιευτικών διχτυών και ρουχισμού. Στις εποχικές δραστηριότητες περιλαμβάνονταν η καλλιέργεια κηπευτικών, το ψάρεμα και το κυνήγι πτηνών. Βασικά καθήκοντα ήταν χωρισμένα για άντρες και γυναίκες, αλλά υπήρχαν επίσης πολλές ομαδικές δραστηριότητες όπως η συλλογή τροφής και η καλλιέργεια τροφής, και οι πολεμικές δραστηριότητες. Η τέχνη ήταν και είναι προεξέχον μέρος του πολιτισμού όπως μαρτυρείται από τη σμίλευση σπιτιών, κανό, όπλων και άλλων αντικειμένων. Οι άνθρωποι φορούσαν επίσης πολύ διακοσμημένα προσωπικά κοσμήματα, και οι υψηλόβαθμοι είχαν συχνά σε μεγάλο βαθμό τατού.

Το marae είναι ένα κοινοτικό τελετουργικό κέντρο όπου λαμβάνουν χώρα συναντήσεις και τελετές σύμφωνα με τα παραδοσιακά πρωτόκολλα. Το μάραε συμβολίζει την ενότητα της ομάδας και γενικά αποτελείται από μια ανοιχτή περιοχή με γρασίδι μπροστά από ένα μεγάλο σμιλευμένο σπίτι συνάντησης, μαζί με μία αίθουσα τραπεζαρίας και άλλες εγκαταστάσεις, απαραίτητες για να παρέχουν άνετη παραμονή στις επισκέπτριες ομάδες. Στη μάραε λαμβάνουν χώρα επίσημες λειτουργίες όπως επίσημα καλοσωρίσματα, γιορτές, γάμοι, βαπτίσεις, επανενώσεις φυλών, και tangihanga (κηδείες). Οι γηραιότεροι έχουν την εξουσία στη μάραε, και μεταλαμπαδεύουν στους νεώτερους παραδόσεις και πολιτιστικές πρακτικές όπως μύθους, τραγούδια, ή τις τέχνες της υφαντικής ή σμίλευσης. Οι ντόπιοι και οι επισκέπτες πρέπει να σεβαστούν συγκεκριμένους κανόνες, ιδιαίτερα κατά τα τελετουργικά της συνάντησης.

Η ιστορία των ξεχωριστών φυλετικών ομάδων διατηρείται μέσω αφηγήσεων, τραγουδιών και ψαλμωδιών, εξ ου και η σημαντικότητα της μουσικής, της ιστορίας και της ποίησης. Η ρητορική, η κατασκευή λόγων, είναι ιδιαίτερα σημαντικά στα τελετουργικά συνάντησης, και θεωρείται σημαντικό για έναν ομιλητή να περιλάβει παραπομπές από παραδοσιακές αφηγήσεις και από ένα σύνθετο σύστημα παροιμιών, που ονομάζεται whakataukī.

Θρησκεία και ταπού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Χορός Μάορι από τις Νήσους Κουκ

Η θρησκεία των Μάορι είναι στενά συνδεδεμένη με τη φύση και τους προγόνους, και όλα τα πράγματα θεωρείται πως έχουν μια δύναμη ζωής ή mauri, αφού όλα τα ζώντα όντα συνδέονται από μία κοινή καταγωγή μέσω της whakapapa ή γενεαλογίας. Μερικοί άνθρωποι ή αντικείμενα, περιέχουν mana - πνευματική δύναμη ή ουσία. Σε συμφωνία με την Πολυνησιακή παράδοση, ο Τανγκαρόα (Tangaroa) είναι ο θεός του ωκεανού και η καταγωγή όλων των ψαριών. Ο Τάνε (Tane) είναι ο θεός του δάσους και η καταγωγή όλων των πτηνών, και ο Ρόνγκο (Rongo) είναι ο θεός των ειρηνικών δραστηριοτήτων και της γεωργίας. Σύμφωνα με κάποιους ο ανώτατος θεός των Μάορι είναι ο Ιό (Io), ωστόσο η ιδέα αυτή είναι αμφισβητήσιμη. Το tapu μπορεί να ερμηνευθεί ως "ιερό", ως "πνευματικός περιορισμός" ή "συνεπαγόμενη απαγόρευση". Περιλαμβάνει κανόνες και απαγορεύσεις. Υπάρχουν δύο είδη ταπού, το ιδιωτικό (σε σχέση με τα άτομα) και το κοινό ταπού (σχετικό με τις κοινότητες). Ένα πρόσωπο, ένα αντικείμενο ή ένα μέρος, που είναι ταπού, δεν πρέπει να αγγιχτεί από άνθρωπο, σε μερικές περιπτώσεις, ούτε καν να πλησιάσει σε κοντινή απόσταση (εξ ου και η λέξη μας "ταμπού"). Ένα πρόσωπο, ένα αντικείμενο ή ένα μέρος μπορεί να αποκτήσει "αγιοσύνη" με ταπού για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Στις παλαιότερες εποχές, τα υψηλόβαθμα μέλη της φυλής δεν θα άγγιζαν αντικείμενα που ανήκαν σε χαμηλόβαθμα μέλη. Αυτό θεωρείτο "μόλυνση" και τα χαμηλόβαθμα άτομα δεν μπορούσαν να αγγίξουν τα αποκτήματα ενός υψηλόβαθμου ατόμου. Η ποινή ήταν ο θάνατος. Μια παραβίαση του ταπού μπορούσε να είχε φρικτές συνέπειες, περιλαμβανομένων του θανάτου του παραβάτη μέσω αρρώστιας ή στα χέρια αυτού που επηρεάστηκε από την προσβολή. Σε παλαιότερες εποχές το φαγητό που μαγειρευόταν για έναν υψηλόβαθμο δεν μπορούσε να καταναλωθεί από έναν κατώτερο. Το σπίτι ενός αρχηγού ήταν ταπού, και ακόμα και ο αρχηγός δεν μπορούσε να φάει φαγητό στο εσωτερικό του σπιτιού του. Όχι μόνο τα σπίτια των υψηλόβαθμων θεωρούνταν ταπού αλλά ακόμα και τα αντικείμενα που είχαν στην κατοχή τους όπως ο ρουχισμός. Οι χώροι ταφής και τα μέρη θανάτου ήταν πάντα ταπού, και οι τοποθεσίες αυτές συχνά περιβάλλονταν από προστατευτικό φράκτη. Στην προ-επαφής κοινωνία το ταπού ήταν μια από τις ισχυρότερες δυνάμεις στη ζωή των Μάορι. Ωστόσο, στις αρχές της δεκαετίας του 1800, οι Μάορι δέχτηκαν με ενθουσιασμό τον Χριστιανισμό και τις αρχές του και τις προσάρμοσαν στον πολιτισμό τους. Σήμερα, το ταπού τηρείται ακόμη σε θέματα σχετικά με αρρώστια, θάνατο και ταφή.

Χάκα (haka)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Χάκα, από την εθνική ομάδα ράγκμπυ της Νέας Ζηλανδίας.

Το χάκα (haka) είναι ένα από τα πολλά είδη ομαδικού χορού ή παράστασης. Εκτελούνται διάφορα χάκα σε σχέση με την περίπτωση. Υπάρχουν χάκα τραγουδιού και χαράς, και πολεμικά χάκα. Υπάρχουν διάφορου τύποι πολεμικού χάκα - ένα που εκτελείται χωρίς όπλα, συνήθως για να εκφράσει δημόσια ή ιδιωτικά αισθήματα, είναι γνωστό ως "haka taparahi". Ένα άλλο, το peruperu, εκτελείται με όπλα. Σε παλαιότερες εποχές, το περουπέρου εκτελείτο πριν από τη μάχη. Σκοπός του ήταν να επικληθεί τον θεό του πολέμου και να προειδοποιήσει τους εχθρούς για τη μοίρα που τους περίμενε. Περιλάμβανε άγριες εκφράσεις προσώπου και γκριμάτσες, το βγάλσιμο της γλώσσας, φούσκωμα των ματιών, γρυλίσματα και κραυγές, και το κούνημα των όπλων. Αν το χάκα δεν εκτελείτο με πλήρη ομοφωνία, αυτό θεωρείτο κακός οιωνός για τη μάχη. Συχνά οι πολεμιστές πήγαιναν γυμνοί στη μάχη, πέρα από μία πλεκτή από λινάρι ζώνη, γύρω από τη μέση. Σκοπός των πολεμιστών ήταν να σκοτώσουν όλα τα μέλη από την εχθρική πολεμική ομάδα, ώστε να μην παραμείνει κανείς επιζών που να πάρει εκδίκηση. Στο σημερινό περιβάλλον ωστόσο, το χάκα εκτελείται ως σημάδι σεβασμού για εκλεκτούς επισκέπτες, ή για να εκφράσει την σημαντικότητα της περίστασης. Η εθνική ομάδα ράγκμπυ της Νέας Ζηλανδίας, οι Ολ Μπλακς, εκτελούν ένα χάκα πριν από τους διεθνείς αγώνες ως αντανάκλαση, όχι μόνο της σημαντικότητας του παιχνιδιού που θα γίνει, αλλά επίσης για να κινητοποιήσουν τους εαυτούς τους και τους υποστηρικτές τους σε μεγαλύτερες προσπάθειες. Έπειτα έμμεσα, όπως στις μέρες των παλιών στα πεδία μάχης των Μάορι, κάνουν μια φιλοφρόνηση στις διακριτές ικανότητες του αντιπάλου τους.

Τα μόκο (ta moko)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ένας άνδρας Μάορι

Ως πολιτιστική πρακτική το τατουάζ (tā moko) ήρθε με τους Μάορι από την Ανατολική Πολυνησιακή εστία και τα μέσα και οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται, είναι παρόμοια με αυτά που χρησιμοποιούνται σε άλλα μέρη της Πολυνησίας (βλέπε τον Buck 1974:296, που παρατίθεται παρακάτω στο τμήμα παραπομπών). Πιστεύεται ότι στην παραδοσιακή κοινωνία, πολλοί ή οι περισσότεροι από τους υψηλόβαθμους, είχαν τατουάζ και αυτοί που δεν διέθεταν καθόλου, θεωρούνταν άτομα κατώτερου κοινωνικού στάτους. Όμως ο Σίμμονς (1997), παρέχει αναφορές για υπηρέτες που είχαν τατουάζ, με σχέδια που δήλωναν ότι ήταν σκλάβοι ενός ανώτερου αρχηγού. Η απόκτηση των τατουάζ αποτελούσαν σημαντικό ορόσημο για το ταξίδι ενός ανθρώπου στην ωριμότητα και συνοδευόταν από πολλά τελετουργικά και ιεροτελεστίες. Πέρα από τη δήλωση της θέσης και του βαθμού, ένας άλλος λόγος για την πρακτική στην παραδοσιακή εποχή, ήταν να καταστήσει το άτομο ελκυστικότερο στο αντίθετο φύλο. Οι γυναίκες δεν είχαν σε τόσο μεγάλο βαθμό τατουάζ: με μερικές εξαιρέσεις, ήταν διακοσμημένα μόνο τα χείλη τους και το πηγούνι τους. Τα πρόσφατα χρόνια έχει σημειωθεί μια αναγέννηση της πρακτικής των τατουάζ και από άντρες και από γυναίκες, ως σημάδι πολιτιστικής ταυτότητας και αντανάκλαση της γενικότερης αναζωογόνησης της γλώσσας και του πολιτισμού.

Αναγέννηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Κούπε Γουέκε

Με την απώλεια του μεγαλύτερου μέρους της γης τους από τους Ευρωπαίους αποίκους, οι Μάορι εισήλθαν σε μια περίοδο παρακμής και μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα θεωρήθηκε πως ο πληθυσμός των Μάορι θα έπαυε να υπάρχει ως ξεχωριστή φυλή και θα αφομοιωνόταν από τον Ευρωπαϊκό πληθυσμό. Η προβλεπόμενη παρακμή δεν συνέβη, και τα επίπεδα πληθυσμού συνήλθαν. Παρά τον μεγάλο βαθμό ανάμειξης μεταξύ των Μάορι και Ευρωπαϊκών πληθυσμών, οι Μάορι μπόρεσαν να διατηρήσουν την πολιτιστική τους ταυτότητα και κατά τις δεκαετίες 1960 και 1970 υπέστη πολιτιστική αναζωογόνηση. Κανένας Μάορι δεν ζει σήμερα κατά τον παραδοσιακό, προ-Ευρωπαϊκής επαφής, τρόπο ζωής.

Κάποιες ευνοϊκές κυβερνήσεις και ο πολιτικός ακτιβισμός, οδήγησαν στην αποζημίωση για συγκεκριμένες ιστορικές περιπτώσεις άδικης δήμευσης και παραβίασης άλλων δικαιωμάτων ιδιοκτησίας. Ένα ειδικό δικαστήριο, το Δικαστήριο Γουαϊτάνγκι, εγκαθιδρύθηκε για να ερευνήσει και να κάνει συστάσεις για τέτοια θέματα. Ως αποτέλεσμα των αποζημιώσεων, οι Μάορι σήμερα έχουν σημαντικά συμφέροντα στην αλιευτική και δασική βιομηχανία.

Σε πολλές περιοχές της Νέας Ζηλανδίας, η Μάορι γλώσσα έπαυσε να χρησιμοποιείται ως ζωντανή κοινοτική γλώσσα (από σημαντικό αριθμό ανθρώπων), στα μεταπολεμικά χρόνια. Η αναζωογονητική προσπάθεια βοηθάται από γενναιόδωρες κρατικές χρηματοδοτήσεις. Ο Μάορι πολιτισμός και γλώσσα διδάσκονται στα περισσότερα Νεοζηλανδικά σχολεία, και προ-σχολικά kohanga reo ή γλωσσικές φωλιές, διδάσκουν tamariki ή νέα παιδιά αποκλειστικά Μάορι. Η Μάορι Τηλεόραση, ένας κρατικά επιχορηγούμενος τηλεοπτικός σταθμός που ξεκίνησε στις 28 Μαρτίου 2004, είναι δεσμευμένος να μεταδίδει κυρίως σε Μάορι γλώσσα. Η Μάορι γλώσσα έχει ισοδύναμη θέση με τα Αγγλικά στην κυβέρνηση και τον νόμο. Οι Μάορι πολιτικοί έχουν επτά οριζόμενες Μάορι έδρες στο Κοινοβούλιο της Νέας Ζηλανδίας (και μπορούν να καταλάβουν Γενικές έδρες), και πολλά Νεοζηλανδικά συμβούλια και κυβερνητικές οργανώσεις έχουν ως συνηθισμένη υποχρέωση να μελετήσουν και να συμβουλευτούν μαζί με τους Μάορι.

Παρά τις σημαντικές κοινωνικές και οικονομικές προόδους κατά τον 20ο αιώνα, οι Μάορι έχουν ακόμα φτωχά αποτελέσματα στις περισσότερες στατιστικές υγείας και εκπαίδευσης, στην εργατική συμμετοχή ενώ υπερ-εκπροσωπούνται σε στατιστικές εγκλημάτων και τιμωρίας.

Οι Μάορι και η μάχη της Κρήτης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ήρθαν στην Ευρώπη από τη μακρινή Νέα Ζηλανδία, την Πολυνησία και τα νησιά Κούκ, μαζί με το εκστρατευτικό σώμα των Αυστραλών και των Νεοζηλανδών για να πολεμήσουν στο πλευρό των συμμάχων. Πολέμησαν με πάθος, με δύναμη και με εξαιρετικό θάρρος και πολλοί από αυτούς αναδείχθηκαν σαν ήρωες πολέμου. Υπερασπίστηκαν ξένα για αυτούς εδάφη, σαν να είναι η πατρίδα τους.

Το πρωί της 20ής Μαΐου 1941, μετά από σφοδρό βομβαρδισμό και πολυβολισμό από αεροσκάφη της Λουφτβάφφε, άρχισε η κατά κύματα ρίψη των αλεξιπτωτιστών και η προσγείωση ανεμοπλάνων στην δυτική Κρήτη. Οι ελληνοβρετανικές δυνάμεις αμέσως άρχισαν την εκτόξευση αντιαεροπορικών πυρών, ενώ οι μονάδες πεζικού προσέβαλαν με δραστικά πυρά τους αλεξιπτωτιστές στον αέρα και στο έδαφος. Στο Μάλεμε, η ομάδα Κομήτης υπό τον Υποστράτηγο Μάιντλ, κατέλαβε την γέφυρα του ποταμού Ταυρωνίτη και το στρατόπεδο της ΡΑΦ, αλλά δεν μπόρεσε να καταλάβει το αεροδρόμιο. Μέχρι τις απογευματινές ώρες η μάχη για το ύψωμα 107, που δέσποζε του αεροδρομίου, ήταν σκληρή, με τους Νεοζηλανδούς να προτάσσουν σθεναρή άμυνα. [...] Τα ξημερώματα της 25ης Απριλίου του 1941 ο Χίτλερ υπέγραψε την διαταγή υπ' αριθμόν 28. Η νήσος Κρήτη, έπρεπε να καταληφθεί από τις δυνάμεις της Βέρμαχτ. ...

Οι Νεοζηλανδοί πολέμησαν ηρωϊκά πλάϊ στους Κρητικούς μαχητές το 1941, απέναντι στους ναζί. Τον Μάιο του 1941 η άμυνα αποτελείτο από περίπου 9.000 Έλληνες: τρία τάγματα της V Μεραρχίας του Ελληνικού Στρατού, την Κρητική Χωροφυλακή (μια δύναμη με μέγεθος τάγματος), τη Φρουρά Ηρακλείου (τάγμα άμυνας που αποτελούνταν κυρίως από προσωπικό για μεταφορικές και διοικητική μέριμνα) και υπολείμματα του 12ου και του 20ου ελληνικού τμήματος στρατού ( που είχαν καταφύγει στην Κρήτη και είχαν οργανωθεί υπό βρετανική διοίκηση).

Το στρατιωτικό απόσπασμα της Βρετανικής Κοινοπολιτείας αποτελούνταν από την αρχική βρετανική φρουρά και 25.000 ακόμα στρατιώτες, που είχαν εγκαταλείψει την ηπειρωτική χώρα. Αυτοί οι 25.000 στρατιώτες ήταν ένα μείγμα από ακέραιες μονάδες κάτω από δική τους διοίκηση, πρόχειρες μονάδες φτιαγμένες βιαστικά από διοικητές, στρατιώτες κάθε είδους χωρίς ηγεσία, και λιποτάκτες. Οι περισσότεροι από αυτούς δεν είχαν βαρύ εξοπλισμό.

Οι μονάδες-κλειδιά ήταν η 2η Νεοζηλανδική Μεραρχία (εκτός από την 6η ταξιαρχία και την διοίκηση του τμήματος, που είχε σταλεί στην Αίγυπτο), η αυστραλιανή 19η ταξιαρχία και η βρετανική 14η ταξιαρχία πεζικού. Οι συμμαχικές δυνάμεις είχαν στη διάθεση τους 16 άρματα μάχης τύπου Cruiser Mk I. Υπήρχαν ακόμα περίπου 85 πυροβόλα διαφόρων διαμετρημάτων. Πολλά από αυτά ήταν ιταλικά που είχαν περιέλθει σε ελληνικά χέρια και δεν διέθεταν στόχαστρα βομβαρδισμού.

Στις 30 Απριλίου 1941, ο Νεοζηλανδός στρατηγός Μπέρναρντ Φράιμπεργκ διορίστηκε διοικητής των συμμαχικών δυνάμεων στην Κρήτη. Η κατοχή του νησιού παρείχε στο βρετανικό Βασιλικό Ναυτικό άριστα λιμάνια για την ανατολική Μεσόγειο.

Οι Μάορι είχαν έναν επιπλέον λόγο να πολεμούν ενάντιά τους. Το χρώμα και η φυλή τους στη ρατσιστική κλίμακα των Ναζί, τους κατέτασσε μαζί με τους Ρώσους, στην τελευταία βαθμίδα του ανθρώπινου γένους, στους “υπανθρώπους» (untermenschen). Συνολικά στο πλευρό των συμμάχων, πολέμησαν 16.000 Μάορι. Το βάπτισμα του πυρός το πήραν στην Ελλάδα. Στην αρχή μαζί με άλλους Νεοζηλανδούς, είχαν διαταγές να καθυστερήσουν την κάθοδο των Γερμανών και να κρατήσουν τα στενά του Ολύμπου, μέχρι τις Θερμοπύλες.

Οι Άγγλοι είδαν πως τίποτε δεν μπορούσε να σταματήσει την κάθοδο της γερμανικής πολεμικής μηχανής και τους διέταξαν να εγκαταλείψουν θέσεις και να υποχωρήσουν στην Κρήτη. Εκεί πολέμησαν ηρωικά και αγαπήθηκαν από τους Κρητικούς.

Βλέπε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. «Home : Oxford English Dictionary» (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 6 Μαρτίου 2018. [νεκρός σύνδεσμος]
  • Australian Bureau of Statistics (2004). Australians' Ancestries: 2001. Canberra: Australian Bureau of Statistics, Catalogue Number 2054.0. [1]
  • Biggs, Bruce (1994). Does Maori have a closest relative? In Sutton (Ed.)(1994), pp. 96–-105.
  • Hiroa, Te Rangi (Sir Peter Buck)(1974). The Coming of the Maori. Second Edition. First Published 1949. Wellington: Whitcombe and Tombs.
  • Irwin, Geoffrey (1992). The Prehistoric Exploration and Colonisation of the Pacific. Cambridge: Cambridge University Press.
  • Simmons, D.R. (1997). Ta Moko, The Art of Maori Tattoo. Revised Edition. First published 1986. Auckland: Reed.
  • Statistics Canada (2003). Ethnic Origin (232), Sex (3) and Single and Multiple Responses (3) for Population, for Canada, Provinces, Territories, Census Metropolitan Areas and Census Agglomerations, 2001 Census - 20% Sample Data.. Ottawa: Statistics Canada, Cat. No. 97F0010XCB2001001. [2] Αρχειοθετήθηκε 2009-07-25 στο Wayback Machine.
  • Statistics New Zealand (2005). Estimated resident population of Māori ethnic group, at 30 June 1991-2005, selected age groups by sex. Wellington: Statistics New Zealand. [3]
  • Sutton, Douglas G. (Ed.) (1994). The Origins of the First New Zealanders. Auckland: Auckland University Press.
  • United States Census Bureau (2003). Census 2000 Foreign-Born Profiles (STP-159): Country of Birth: New Zealand. Washington, D.C.: U.S. Census Bureau. [4]
  • Walrond, Carl (2005). Māori overseas, Te Ara - the Encyclopedia of New Zealand. [5]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]