Μέτσοβο (Οροσειρά)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ο P. Sustal αναφέρει ότι, σύμφωνα με τον Ιωάννη Τζέτζη (βυζαντινό συγγραφέα του 12ου αιώνα), Μέτζοβον αποκαλούσαν εκείνη την εποχή την οροσειρά της Πίνδου. Δεν γνωρίζουμε κατά πόσο ισχύει αυτή η μαρτυρία σίγουρα όμως υποδεικνύει μία λαϊκή ονομασία της οροσειράς η οποία επιβεβαιώνεται και σε νεώτερες πηγές. Ο Αναστάσιος Γόρδιος παραφράζοντας (μεταξύ των ετών 1682/83 και 1689) σε δημώδη γλώσσα το αρχικό εγκώμιο του αγίου Βησσαρίωνος, το οποίο είχε συντάξει στα 1552 ο Παχώμιος Ρουσάνος, μεταξύ άλλων, αναφέρει: «Ένα βουνί είναι, οπού ονoμάζεται από τους Έλληνες Πίνδος, και τούτο είναι εκείνο, οπού λέγεται βαρβαρικά Μέτζοβον·» και παρακάτω στο ίδιο κείμενο αναφέρει «χωρίζει το βουνί τούτο το Μέτζοβον, τα μέρη των Ιωαννίνων και τα μέρη της Θεσσαλονίκης».

Ταύτιση με Πίνδο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ταύτιση της ονομασίας Μέτσοβο με την οροσειρά της Πίνδου αναπαράγεται και σε γαλλική εγκυκλοπαιδικά του 1756.Την ίδια άποψη συμμερίζεται το 1810 ο περιηγητής Hobhouse, o οποίος αναφέρει ότι «…τα βουνά, που τώρα είναι γνωστά με το όνομα  Μέτσοβο δεν μπορεί να είναι άλλα από την ίδια την Πίνδο…» ενώ σε πατριαρχικό σιγίλιο του 1818, μεταξύ άλλων, διαβάζουμε «Επειδή τοίνυν και το κατ’ Ήπειρον κείμενον υπερύψηλον όρος της Πίνδου, όπερ κοινότερον Μέσσοβον εκλήθη…».

Βουνά Μετσόβου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Επίσης σε μία σειρά πηγών η Πίνδος αναφέρεται και ως «βουνά του Μετσόβου». Παρατηρούμε, λοιπόν, ότι η λέξη Πίνδος αποτελεί κληρονομιά της λόγιας παράδοσης, ενώ η λαϊκή ονομασία της οροσειράς από τα μεσαιωνικά χρόνια έως και τον 19o αιώνα ήταν, είτε «Μέτσοβο» είτε η περιγραφική «βουνά του Μετσόβου». Πιθανόν αυτή η ονομασία δεν πρέπει να συμπεριλάμβανε όλη την σημερινή οροσειρά, αλλά το κεντρικό της τμήμα μεταξύ της περιοχής του Ασπροποτάμου και των πηγών του Αώου. Είναι δε αξιοπαρατήρητο ότι αυτό το τμήμα συμπίπτει με την ορεινή ζώνη που προσδιόριζαν οι αρχαίοι έλληνες ως Πίνδο.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Π. Αραβαντινός, Χρονογραφία της Ηπείρου, τόμ. Β΄, εκδ. Κουλτούρα, [χ.χ.], Αθήνα,σελ. 131.
  • Φ. Δασούλας, «Πίνδος, οι γεωγραφικές και ιστορικές διαστάσεις ενός ονόματος», Ηπειρωτικό Ημερολόγιο 31(2012), σελ. 241-243.
  • Κ. Θεσπρωτός-Α. Ψαλίδας,Γεωγραφία Αλβανίας και Ηπείρου, εκδ. ΕΗΜ, Ιωάννινα 1964, σελ. 52,  55, 56.
  • J.C. Hobhouse, A journey through Albania and other provinces of Turkey in Europe and Asia to Constantinople during the years 1809 and 1810, Vol. 1, επανέκδοσηArno Press & New York Times, New York -1971, σελ. 68.
  • K. Mέρτζιος, «Το εν Βενετία Κρατικόν Αρχείον», Ηπειρωτικά Χρονικά(1940), σελ. 25, 26.
  • Δ. Σοφιανού, «Ο άγιος Βησσαρίων μητροπολίτης Λαρίσης (1527-1540) και κτήτορας της μονής Δουσικού», Μεσαιωνικά και Νέα Ελληνικά 4 (1992), σελ. 275.
  • P. Sustal (με τη συνδρομή το Koder), Nikopolis und Kephallenia (TIB 3),Österreichischen Akademieder Wissenschaften, Bonn 1981, σελ. 207.
  • Μ. Τρίτος, Η Πατριαρχική εξαρχία Μετσόβου(1659-1924). Η θρησκευτική κ΄ κοινωνική της προσφορά, εκδ. ΙΒΜΤ, Ιωάννινα 1991, σελ. 179.
  • Δ. Φιλιππίδης-Γ. Κωσταντάς, Γεωγραφία Νεωτερική (επιμ. Α. Κουμαριανού), εκδοτική Ερμής Ε.Π.Ε,

Αθήνα 1970, σελ. 125.

  • Le grand dictionnaire historique, ou Le mélange curieux de l'histoire sacrée et profane. Tome 7, Éditeur :les libraires associés (Paris), σελ 523