Λορνοξικάμη

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Λορνοξικάμη
Ονομασία IUPAC
(3E)-6-chloro-3-[hydroxy(pyridin-2-ylamino)methylene]-2-methyl-2,3-dihydro-4H-thieno[2,3-e][1,2]thiazin-4-one 1,1-dioxide
Κλινικά δεδομένα
Εμπορικές ονομασίεςXefo, Xefocam άλλες
AHFS/Drugs.comInternational Drug Names
Κατηγορία ασφαλείας κύησης
  • Δεν συνιστάται; αντενδείκνυται στους μήνες 7–9
Οδοί
χορήγησης
Από το στόμα, παρεντερικά
Κυκλοφορία
Κυκλοφορία
  • (Prescription only)
Φαρμακοκινητική
Βιοδιαθεσιμότητα90–100%
Πρωτεϊνική σύνδεση99%
ΜεταβολισμόςCYP2C9
Βιολογικός χρόνος ημιζωής3–4 ώρες
Απέκκριση2/3 ήπαρ, 1/3 νεφρά
Κωδικοί
Αριθμός CAS70374-39-9 YesY
Κωδικός ATCM01AC05
PubChemCID 5282204
DrugBankDB06725 YesY
ChemSpider10442760 N
UNIIER09126G7A YesY
KEGGD01866 YesY
ChEBICHEBI:31783 N
Χημικά στοιχεία
Χημικός τύποςC13H10ClN3O4S2
Μοριακή μάζα371,81 g·mol−1
  (verify)

Η λορνοξικάμη, γνωστή και ως χλωρτενοξικάμη, είναι μη στεροειδές αντιφλεγμονώδες φάρμακο (ΜΣΑΦ) της κατηγορίας της οξικάμης με αναλγητικές (ανακουφιστικές από τον πόνο), αντιφλεγμονώδεις και αντιπυρετικές ιδιότητες. Διατίθεται σε από του στόματος και παρεντερικά σκευάσματα.

Κατοχυρώθηκε με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας το 1977 και εγκρίθηκε για ιατρική χρήση το 1997.[1] Διατίθεται με τις εμπορικές ονομασίες Xefo και Xefocam, μεταξύ άλλων.

Ιατρικές χρήσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η λορνοξικάμη χρησιμοποιείται για τη θεραπεία διαφόρων τύπων πόνου, ειδικά που προκύπτουν από φλεγμονώδεις ασθένειες των αρθρώσεων, οστεοαρθρίτιδα, χειρουργική επέμβαση, ισχιαλγία και άλλες φλεγμονές.[2]

Αντενδείξεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το φάρμακο αντενδείκνυται σε ασθενείς που δεν πρέπει να λαμβάνουν άλλα ΜΣΑΦ, για πιθανούς λόγους, όπως ευαισθησία στα σαλικυλικά, γαστρεντερική αιμορραγία και αιμορραγικές διαταραχές και σοβαρή βλάβη της καρδιακής, ηπατικής ή νεφρικής λειτουργίας. Η λορνοξικάμη δεν συνιστάται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και του θηλασμού και αντενδείκνυται κατά το τελευταίο τρίτο της εγκυμοσύνης.[2]

Παρενέργειες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η λορνοξικάμη έχει παρενέργειες παρόμοιες με άλλα ΜΣΑΦ, πιο συχνά ήπιες όπως γαστρεντερικές διαταραχές (ναυτία και διάρροια ) και κεφαλαλγία. Οι σοβαρές αλλά σπάνιες ανεπιθύμητες ενέργειες περιλαμβάνουν αιμορραγία, βρογχόσπασμο και το εξαιρετικά σπάνιο σύνδρομο Στίβεν-Τζόνσον.[2]

Αλληλεπιδράσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακα είναι χαρακτηριστικές των ΜΣΑΦ. Ο συνδυασμός με ανταγωνιστές της βιταμίνης Κ όπως η βαρφαρίνη αυξάνει τον κίνδυνο αιμορραγίας. Ο συνδυασμός με κυκλοσπορίνη μπορεί να οδηγήσει σε επιδείνωση της νεφρικής λειτουργίας και σε οξεία νεφρική βλάβη σε σπάνιες περιπτώσεις. Η λορνοξικάμη μπορεί επίσης να αυξήσει τις παρενέργειες του λιθίου, της μεθοτρεξάτης και της διγοξίνης και των παραγώγων της. Η επίδραση των διουρητικών, των αναστολέων ΜΕΑ και των ανταγωνιστών των υποδοχέων της αγγειοτενσίνης ΙΙ μπορεί να μειωθεί, αλλά αυτό ισχύει μόνο σε ασθενείς με συννοσηρότητες όπως η καρδιακή ανεπάρκεια. Όπως και με την πιροξικάμη, η σιμετιδίνη μπορεί να αυξήσει τα επίπεδα λορνοξικάμης στο πλάσμα, αλλά είναι απίθανο να προκαλέσει σχετικές αλληλεπιδράσεις.[3]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Analogue-based Drug Discovery (στα Αγγλικά). John Wiley & Sons. 2006. σελ. 519. ISBN 9783527607495. 
  2. 2,0 2,1 2,2 Austria-Codex (στα German) (2009/2010 έκδοση). Vienna: Österreichischer Apothekerverlag. 2009. ISBN 978-3-85200-196-8. CS1 maint: Μη αναγνωρίσιμη γλώσσα (link)
  3. Arzneimittel-Interaktionen (στα German) (2010/2011 έκδοση). Arbeitsgemeinschaft für Pharmazeutische Information. 2010. ISBN 978-3-85200-207-1. CS1 maint: Μη αναγνωρίσιμη γλώσσα (link)