Λίντια Ρουντνίτσκα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Λίντια Ρουντνίτσκα
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση19  Φεβρουαρίου 1960
Σικάγο
Χώρα πολιτογράφησηςΠολωνία
Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΠολωνικά
Αγγλικά
Εκπαίδευσηπτυχίο επιστημονικού καθηγητή
Υφηγεσία
ΣπουδέςΙατρικό Πανεπιστήμιο της Βαρσοβίας (έως 1986)
Πανεπιστήμιο Τόμας Τζέφερσον (1991–1993)[1]
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταδερματολόγος
ερευνητής
ΕργοδότηςΙατρικό Πανεπιστήμιο της Βαρσοβίας (από 1987)
Narodowy Instytut Zdrowia Publicznego – Państwowy Zakład Higieny (1986–1987)[1]
Mirosław Mossakowski Institute of Experimental and Clinical Medicine (από 2009)[1]
Υπουργείο Εσωτερικών και Διοίκησης (Πολωνία) (1999–2002)[1]
Αξιώματα και βραβεύσεις
ΒραβεύσειςΑργυρός Σταυρός της Αξίας (2011)[1]
Χάλκινος Σταυρός της Αξίας (2000)
Ιστότοπος
www.lidiarudnicka.pl
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Η Λίντια Ρουντνίτσκα (πολωνικά: Lidia Rudnicka) (γενν. 19 Φεβρουαρίου 1960, Σικάγο) είναι Πολωνή-Αμερικανίδα δερματολόγος, με συνεισφορά στον τομέα της έρευνας για το σκληρόδερμα, των παθήσεων των μαλλιών και της πρόληψης του μελανώματος.[2][3][αυτοδημοσιευμένη πηγή ;][4]

Η Ρουντνίτσκα ήταν πρόεδρος του Τμήματος Δερματολογίας του Κεντρικού Κλινικού Νοσοκομείου του Υπουργείου Εσωτερικών Υποθέσεων στη Βαρσοβία της Πολωνίας (1998–2014).[5] Αυτή τη στιγμή (από το 2014) είναι πρόεδρος του Τμήματος Δερματολογίας στο Ιατρικό Πανεπιστήμιο της Βαρσοβίας. Είναι πρόεδρος της Πολωνικής Δερματολογικής Εταιρείας, πρώτη πρόεδρος της Διεθνής Κοινωνίας Τριχοσκόπησης, περιφερειακή συντάκτρια του Διεθνούς Περιοδικού της Τριχοσκόπησης και συνεργάτης συντάκτρια του Journal of the European Academy of Dermatology and Venereology. Από το 1990 έως το 1993, εργάστηκε σε αμερικανικά και ευρωπαϊκά ιδρύματα: Οργανισμός Τροφίμων και Φαρμάκων (ΗΠΑ), Πανεπιστήμιο της Λιέγης (Βέλγιο) και Πανεπιστήμιο Τόμας Τζέφερσον στη Φιλαδέλφεια (ΗΠΑ).[2][3]

Επιπλέον, η Ρουντνίτσκα έχει συγγράψει ή συν-συγγραφεί πάνω από 200 άρθρα και κεφάλαια βιβλίων, που αφορούν κυρίως αυτοάνοσες δερματικές παθήσεις, βιολογικές θεραπείες, βιντεοδερμοσκόπηση, τριχοσκόπηση, επιδημιολογία δερματικών παθήσεων και διαχείριση ιατρικών ιδρυμάτων.[3]

Βιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ακαδημαϊκή καριέρα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Ρουντνίτσκα αποφοίτησε από την Ιατρική Σχολή της Βαρσοβίας (έχοντας προηγουμένως σπουδάσει στη Βόννη και στην Κολωνία) το 1986. Συνέχισε με το διδακτορικό της στις ιατρικές επιστήμες το 1990 και το πτυχίο υφηγεσίας το 1994. Από το 1987 έως το 1998 εργάστηκε ως Επίκουρη Λέκτορας και Επίκουρη Καθηγήτρια στο Τμήμα Δερματολογίας της Ιατρικής Σχολής της Βαρσοβίας. Το 2001 έγινε Τακτική Καθηγήτρια στις ιατρικές επιστήμες. Από το 2008, η Ρουντνίτσκα είναι καθηγήτρια στη Σχολή Επιστημών Υγείας στο Ιατρικό Πανεπιστήμιο της Βαρσοβίας.[2]

Επαγγελματική καριέρα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Ρουντνίτσκα ξεκίνησε την επαγγελματική της σταδιοδρομία το 1986 στο Τμήμα Ανοσοπαθολογίας του Εθνικού Ινστιτούτου Υγιεινής. Το 1987 έγινε Βοηθός Λέκτορας στο Τμήμα Δερματολογίας του Ιατρικού Πανεπιστημίου της Βαρσοβίας. Το 1986 έγινε πρόεδρος του Τμήματος Δερματολογίας του Κεντρικού Κλινικού Νοσοκομείου του Υπουργείου Εσωτερικών Υποθέσεων (1998–2014). Από το 1990 έως το 1993 εργάστηκε σε αμερικανικά και ευρωπαϊκά ιδρύματα: Οργανισμός Τροφίμων και Φαρμάκων (1990), Πανεπιστήμιο της Λιέγης (ερευνητικό εργαστήριο του Τμήματος Δερματολογίας, 1991) και Πανεπιστήμιο Τόμας Τζέφερσον στη Φιλαδέλφεια (Τμήμα Δερματολογίας, 1991 - 1993). Από το 2007 η Ρουντνίτσκα είναι μέλος της Εθνικής Εξεταστικής Επιτροπής για τις δερματολογικές και αφροδισιολογικές εξετάσεις. Το 2014 διορίστηκε πρόεδρος του Τμήματος Δερματολογίας στο Ιατρικό Πανεπιστήμιο της Βαρσοβίας. Συμμετείχε σε εργασίες του Ινστιτούτου Κλινικής και Πειραματικής Ιατρικής της Πολωνικής Ακαδημίας Επιστημών.[2][3]

Έρευνα για το σκληρόδερμα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η πρώιμη εργασία της Ρουντνίτσκα σχετιζόταν με το ρόλο των φυσικών φονικών κυττάρων και των μορίων προσκόλλησης στη συστημική σκλήρυνση (σκληρόδερμα) και έδειξε ότι τα ενεργοποιημένα μονοπύρηνα κύτταρα περιφερικού αίματος ασθενών με σκληρόδερμα εμφανίζουν αυξημένη προσκόλληση στα αγγειακά ενδοθηλιακά κύτταρα, που είναι ένα πρώιμο συμβάν, που προηγείται του περιφερικού σχηματισμού λεμφοκυτταρικές διηθήσεις και ανάπτυξη ίνωσης του δέρματος.

Είναι η συγγραφέας της υπόθεσης που συνδέει την αιτιολογία της συστηματικής σκλήρυνσης με μια μετάλλαξη στο γονίδιο της τοποϊσομεράσης Ι και την ανώμαλη έκφραση της τοποϊσομεράσης Ι. Πιστεύει ότι η παρουσία αντισωμάτων αντι-τοποϊσομερών Ι σε ορούς ασθενών με σκληρόδερμα αντιπροσωπεύει μια προστατευτική αντίδραση σε αυτές τις ανωμαλίες. Αυτή η υπόθεση επιβεβαιώθηκε εν μέρει από τις μελέτες της.[6][7][8][9] Η μελέτη στην οποία βασίστηκε η διδακτορική διατριβή της Ουρσούλα Νοβίτσκα έδειξε μετάλλαξη στην 3' κωδικοποιητική περιοχή του γονιδίου της τοποϊσομεράσης στο 56% των ασθενών με αντι-τοπο I – θετική (Scl70-θετική) συστηματική σκλήρυνση.[6] Επίσης, υποδείχθηκε ότι ειδικά αντισώματα διεισδύουν στους πυρήνες των ινοβλαστών και αναστέλλουν τη δραστηριότητα της τοποϊσομεράσης Ι. Επιπλέον, οι μελέτες απέδειξαν ότι ο αναστολέας της τοποϊσομεράσης Ι, η καμπτοθεκίνη, ρυθμίζει προς τα κάτω την έκφραση του κολλαγόνου τύπου Ι στους ινοβλάστες ασθενών με σκληρόδερμα και αποδίδει ανοσοκατασταλτικά υπάρχοντα.[10][11][7][8] Ορισμένες κυτοκίνες αποδείχθηκε ότι αυξάνουν τη δραστηριότητα της τοποϊσομεράσης Ι στο δέρμα.[12]

Η υπόθεση της Ρουντνίτσκα συζητήθηκε κατά τη διάρκεια ιατρικών συνεδρίων, αλλά δεν επιβεβαιώθηκε ποτέ από άλλους ερευνητές. Ωστόσο, τα ευρήματα που σχετίζονται με τον ρόλο της καμπτοθεκίνης και την πιθανή θεραπευτική της χρήση επιβεβαιώθηκαν στη μελέτη των Ζανγκ και λοιπών που διεξήχθη σε ασθενείς με χηλοειδές.[13]

Μια άλλη παρατήρηση της Ρουντνίτσκα και των συνεργατών της, η οποία μπορεί να είναι δυνητικά ευεργετική όσον αφορά τη διαχείριση της συστηματικής σκλήρυνσης, ήταν η ασυνήθιστα υψηλή έκφραση προλακτίνης σε περιφερειακά μονοπύρηνα κύτταρα που ελήφθησαν από ασθενείς.[14]

Πρόληψη μελανώματος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Ρουντνίτσκα είναι η διοργανώτρια μιας πολωνικής εκστρατείας σε εθνικό επίπεδο για την προώθηση της πρόληψης και της έγκαιρης ανίχνευσης του μελανώματος (με δερμοσκόπηση και βιντεοδερμοσκόπηση). Η εκστρατεία "Stop-Melanoma", βασισμένη στην εξαιρετικά επιτυχημένη εμπειρία της Αυστραλίας, είναι ένα συνεχιζόμενο πρόγραμμα που ξεκίνησε το 2004.[15]

Αντιβιοτική θεραπεία φλεγμονωδών δερματικών παθήσεων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι κλινικές παρατηρήσεις που έγιναν από τη Ρουντνίτσκα και τους συνεργάτες της υποδεικνύουν τη λογική της μακροχρόνιας θεραπείας με χαμηλή δόση αντιβιοτικών σε χρόνιες φλεγμονώδεις δερματικές παθήσεις: Συστημικός ερυθηματώδης λύκος και ψωρίαση.

Διακρίσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 Ανακτήθηκε στις 5  Μαρτίου 2020.
  2. 2,0 2,1 2,2 2,3 «Prof. dr hab. med. Lidia Rudnicka». Lidiarudnicka.pl. Ανακτήθηκε στις 1 Νοεμβρίου 2010. 
  3. 3,0 3,1 3,2 3,3 «American Academy of Dermatology». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 10 Φεβρουαρίου 2009. Ανακτήθηκε στις 19 Φεβρουαρίου 2009. 
  4. «Nauka Polska». nauka-polska.pl. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 17 Ιουλίου 2011. 
  5. «Centralny Szpital Kliniczny MSWiA w Warszawie – Klinika Dermatologii». Cskmswia.pl 1998-2014. 15 Ιανουαρίου 2008. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 19 Αυγούστου 2010. Ανακτήθηκε στις 1 Νοεμβρίου 2010. 
  6. 6,0 6,1 «Nauka Polska». Nauka-polska.pl. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 17 Ιουλίου 2011. Ανακτήθηκε στις 1 Νοεμβρίου 2010. 
  7. 7,0 7,1 Czuwara, J; Nowicka, U ; Uhrynowska, I ; Gaciong, Z; Olszewska, M; Blaszczyk, M; Rudnicka, L (1998). The effect of topoisomerase I inhibitor – campthotecin- on expression of p53 in scleroderma fibroblasts. Journal of dermatological science Volume: 16, Supplement 1, March, 1998, pp. S124.
  8. 8,0 8,1 Makiela, B; Barusińska, A; Czuwara, J; Majewski, S; Jablonska, S; Rudnicka, L. (1995) "The effect of camptothecin, an apoptosis-inducing factor, on proliferation and activity of peripheral blood mononuclear cells in patients with systemic sclerosis". Journal of investigative dermatology Volume: 104, Issue: 4, April, 1995, p. 652
  9. Nowicka, U; Kurzawski, G; Lubiński, J; Uitto, J; Blaszczyk, M; Rudnicka, L (1998) "cDNA sequence analysis of the active site of topoisomerase I in patients with scleroderma. Expression and activity of the enzyme". Journal of dermatological science Volume: 16, Supplement 1, March, 1998, pp. S26
  10. Rudnicka, L; Czuwara, J; Barusińska, A; Nowicka, U; Makieła, B; Jabłonska, S (1996). "Implications for the use of topoisomerase I inhibitors in treatment of patients with systemic sclerosis". Annals of the New York Academy of Sciences 803: 318–20. doi:10.1111/j.1749-6632.1996.tb26405.x. PubMed.
  11. Czuwara-Ladykowska, J; Makiela, B; Smith, EA; Trojanowska, M; Rudnicka, L (2001). "The inhibitory effects of camptothecin, a topoisomerase I inhibitor, on collagen synthesis in fibroblasts from patients with systemic sclerosis". Arthritis research 3 (5): 311–8. doi:10.1186/ar321. PubMed.
  12. Rudnicka, L; Makiela, B; Majewski, S, Czuwara, J; Nowicka, U; Barusińska, A (1996). "Regulation of topoisomerase I expression and activity in dermal fibroblasts". Journal of investigative dermatology Volume: 106, Issue: 4, April, 1996, pp. 930
  13. Zhang, Guo-You; Gao, Wei-Yang; Li, Xuan; Yi, Cheng-Gang ; Zheng, Yan; Li, Yang; Xiao, Bo; Ma, Xian-Jie; Yan, Li; Lu, Kai-Hua; Han, Yan; Guo, Shu-Zhong. Effect of Camptothecin on Collagen Synthesis in Fibroblasts From Patients With Keloid. Annals of Plastic Surgery July 2009 – Volume 63 – Issue 1 – pp. 94–99
  14. Uhrynowska, I; Czuwara, J; Nowicka, U; Gaciong, Z; Olszewska, M; Majewski, S; Jablonska, S; Blaszczyk, M; Rudnicka, L. Peripheral blond mononuclear cells from patients with systemic sclerosis show abnormally high expression of prolactin.
  15. «Czerniak – stop. Skóra pod kontrolą». Czerniak-stop.pl. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 8 Αυγούστου 2011. Ανακτήθηκε στις 1 Νοεμβρίου 2010. 
  16. «Postanowienie Prezydenta Rzeczypospolitej Polskiej z dnia 6 listopada 2000 r. o nadaniu odznaczeń». prawo.sejm.gov.pl. Ανακτήθηκε στις 5 Μαρτίου 2020. [νεκρός σύνδεσμος]
  17. «Postanowienie Prezydenta Rzeczypospolitej Polskiej z dnia 1 sierpnia 2011 r. o nadaniu odznaczeń». prawo.sejm.gov.pl. Ανακτήθηκε στις 5 Μαρτίου 2020. [νεκρός σύνδεσμος]