Κουράριο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Με την ονομασία κουράριο αποκαλείται το πολύπλοκο εκχύλισμα των φλοιών των βλαστών του Strychnos toxifera και Chondrodenron tomentosum της Νοτίου Αμερικής, που χρησιμοποιείτο από τους Ινδιάνους ως δηλητήριο στα βέλη. Βασικό συστατικό του είναι η αλκαλοειδής τουβοκουραρίνη, η οποία τώρα παράγεται από εργοστάσια εγκατεστημένα στην κοιλάδα του Αμαζονίου. Χρησιμοποιείται ως αναισθητικό και μυοχαλαρωτικό, στη μαιευτική και ορθoπαιδική.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Γ. Φωκά, Μαθήματα Φαρμακογνωσίας, 1979,σελ.118