Κουένκα (Ισπανία)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 40°4′N 2°9′W / 40.067°N 2.150°W / 40.067; -2.150

Μνημείο Παγκόσμιας
Κληρονομιάς της UNESCO
Ιστορική Οχυρωμένη Πόλη της Κουένκα
Επίσημο όνομα στον κατάλογο μνημείων Π.Κ.
Χάρτης
Χώρα μέλος Ισπανία
ΤύποςΠολιτισμικό
Κριτήριαii, v
Ταυτότητα781
ΠεριοχήΕυρώπη και Βόρεια Αμερική
Ιστορικό εγγραφής
Εγγραφή1996 (20ή συνεδρίαση)

Η Κουένκα (ισπανικά: Cuenca) είναι πόλη στην αυτόνομη κοινότητα Καστίλλη-Λα Μάντσα, στην κεντρική Ισπανία, και πρωτεύουσα της επαρχίας Κουένκα. Η πόλη το 2013 είχε 56.107 κατοίκους. Η πόλη βρίσκεται στο κεντρικό ιβηρικό οροπέδιο, στην άκρη ενός γκρεμού ο οποίος σχηματίζεται από τα φαράγγια των ποταμών Χούκαρ και Ουέκαρ, σε υψόμετρο περίπου 950. Το οχυρωμένο τμήμα της πόλης, κτισμένο από τους Μαυριτανούς ανακηρύχθηκε το 1996 Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς από την UNESCO.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όταν η Ιβηρική Χερσόνησος ήταν μέρος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας υπήρξαν αρκετοί σημαντικοί οικισμοί στην επαρχία, όπως η Σεγόμπριγα, η Ερκάβικα και η Γκραν Βαλέρια. Ωστόσο, ο τόπος όπου βρίσκεται σήμερα η Κουένκα ήταν ακατοίκητος. Όταν οι Μουσουλμάνοι Άραβες κατέλαβαν την περιοχή το 714, σύντομα συνειδητοποίησαν την αξία αυτής της στρατηγικής τοποθεσίας και έχτισαν ένα φρούριο (που ονομάζεται Κούνκα) ανάμεσα στα φαράγγια των ποταμών Χούκαρ και Ουέκαρ, και έφτιαξαν ένα τείχος μήκους 1 χλμ. Η Κουένκα σύντομα έγινε γεωργική και κλωστοϋφαντουργική πόλη, απολαμβάνοντας την αυξανόμενη ευημερία.

Γύρω από το 12ο αιώνα οι Χριστιανοί, που ζούσαν στη βόρεια Ισπανία κατά τη διάρκεια της μουσουλμανικής παρουσίας, άρχισαν να ανακαταλαμβάνουν σιγά-σιγά την Ιβηρική χερσόνησο. Η Καστίλλη κατέλαβε δυτικές και κεντρικές περιοχές της Ισπανίας, ενώ η Αραγωνία επεκτάθηκε κατά μήκος της περιοχής της Μεσογείου. Το Μουσουλμανικό Βασίλειο, Αλ-Ανταλούς, άρχισε να σπάει σε μικρές επαρχίες (Reinos de Taifas) υπό χριστιανική πίεση, και η Κουένκα έγινε μέρος του Taifa του Τολέδο. Το 1076 πολιορκήθηκε από τον Σάντσο Ραμίρεθ της Αραγωνίας, αλλά δεν μπόρεσε να κατακτήσει τη πόλη. Το 1080, ο βασιλιάς Γιαχιά αλ-Καντίρ του Τολέδο έχασε τη Ταΐφα του, και ο βεζίρης του υπέγραψε στην Κουένκα μια συνθήκη με τον Αλφόνσο ΣΤ΄ της Καστίλλης και Λεόν και με την οποία του παραχώρησε μερικά φρούρια με αντάλλαγμα την παροχή στρατιωτικής βοήθειας.

Μετά την ήττα του Αλφόνσο στη μάχη του Σαγράχας (1086), η Κουένκα καταλήφθηκε από τον βασιλιά της Σεβίλλης, Αλ-Μουταμίντ ιμπν Αμπάντ. Ωστόσο, όταν τα εδάφη του δέχθηκαν επίθεση από τους Αλμοραβίδες, έστειλε τη νύφη του Ζάιντα στον Αλφόνσο, προσφέροντάς του την Κουένκα, σε αντάλλαγμα για τη στρατιωτική βοήθεια. Τα πρώτα χριστιανικά στρατεύματα εισήλθαν στην πόλη το 1093. Ωστόσο, οι Αλμοραβίδες την κατέλαβαν το 1108. Ο κυβερνήτης τους στην πόλη ανακήρυξε τον εαυτό του ανεξάρτητο το 1144, ακολουθούμενος από το σύνολο της Μούρθια το επόμενο έτος. Το 1147 ο Μοχάμεντ ιμν Μαρντανίς εξελέγη βασιλιάς της Κουένκα, Μούρθια και Βαλένθια. Έπρεπε να υπερασπιστεί τα εδάφη του από την εισβολή των Αλμοχάντ μέχρι το θάνατό του το 1172. Ο 17χρονος Αλφόνσο Η΄ της Καστίλλης προσπάθησε να καταλάβει την πόλη, αλλά μετά από πέντε μήνες πολιορκίας αναγκάστηκε να υποχωρήσει μετά την άφιξη των στρατευμάτων που αποστάλθηκαν από τον χαλίφη των Αλμοχάδων Αμπού Γιουσούφ Γιακούμπ. Ο Αλφόνσο υπέγραψε εφταετή εκεχειρία, αλλά όταν το 1176 στρατός από την Κουένκα κατέλαβε κάποια χριστιανικά εδάφη στο Ουέτε και το Ουκλές, ο Αλφόνσο παρενέβη επικεφαλής ενός συνασπισμού που περιλαμβάνει επίσης τον Φερδινάρδο Β΄ της Λεόν, τον Αλφόνσο Β΄ της Αραγωνίας και τις στρατιωτικές διαταγές του Καλατράβα, Σαντιάγο και Μόντεγαούδιο, η Κουένκα πολιορκήθηκε για μήνες, αρχής γενομένης τα θεοφάνια του 1177. Ο διοικητής της πόλης, Αμπού Μπακρ, ζήτησε και πάλι την υποστήριξη του Γιακούμπ Γιουσούφ, αλλά ο τελευταίος ήταν στην Αφρική και δεν απέστειλε καμία βοήθεια. Μετά από μια αποτυχημένη έξοδο της Κουένκα ενάντια στο χριστιανικό στρατόπεδο στις 27 Ιουλίου, η πολιορκημένη πόλη καταλήφθηκε από τα στρατεύματα του Αλφόνσο στις 21 Σεπτεμβρίου 1177, ενώ η μουσουλμανική φρουρά κατέφυγε στην ακρόπολη. Η τελευταία επέσε τον Οκτώβριο, θέτοντας τέλος στην αραβική κυριαρχία στην Κουένκα.

Κατά τη διάρκεια των επόμενων αιώνων, η Κουένκα απολάμβανε την ευημερία, χάρη στην κλωστοϋφαντουργία και την κτηνοτροφία. Ο καθεδρικός ναός άρχισε να χτίζεται εκείνη την εποχή, σε Αγγλονορμανδικό ρυθμό, με πολλούς Γάλλους εργάτες, αφού η γυναίκα του Αλφόνσο Η΄, Ελεονώρα των Πλανταγενέτων, ήταν Γαλλίδα. Είναι ο πρώτος γοτθικός καθεδρικός ναός στην Ισπανία.

Κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα, η βιομηχανία κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων παρήκμασε, ειδικά όταν ο Κάρλος Δ΄ απαγόρευσε τη δραστηριότητα αυτή στην Κουένκα, προκειμένου να αποφευχθεί ο ανταγωνισμός με τη Βασιλική Ταπητουργική Εταιρία, και η οικονομία της Κουένκα συρρικνώθηκε, με αποτέλεσμα δραματική μείωση του πληθυσμού (5.000 κάτοικοι). Κατά τη διάρκεια του πολέμου της ανεξαρτησίας εναντίον των στρατευμάτων του Ναπολέοντα, η πόλη υπέστη μεγάλες καταστροφές. Η πόλη αναπτύχθηκε ξανά μόνο με την άφιξη των σιδηροδρόμων τον 19ο αιώνα, μαζί με τη βιομηχανία ξυλείας, και ο πληθυσμός αυξήθηκε σε 10.000 κατοίκους.

Ο 20ός αιώνας ξεκίνησε με την κατάρρευση του πύργου Χιράλδο του καθεδρικού ναού το 1902, η οποία επηρέασε και την πρόσοψη. Ανακατασκευάστηκε από τον Βιθέντε Λάμπερεθ, με δύο νέους δίδυμους πύργους και στα δύο άκρα της πρόσοψης, οι οποίοι παραμένουν ημιτελείς. Η πόλη άρχισε να αναπτύσσεται κατά τη δεκαετία 1960-1970, επεκτεινόμενη στην κοντινή πεδιάδα, πέρα από τα φαράγγια.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]