Καμινάρης

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Καμινάρης ήταν το όνομα του υπεύθυνου για τη συλλογή φόρων με το διοικητικό σύστημα της Μολδοβλαχίας στις παραδουνάβιες ηγεμονίες. Τον 17ο αιώνα δημιουργήθηκε η διεύθυνση του μέγα καμινάρη. Ένα μεγάλο μέρος αυτών των εσόδων δινόταν στον ίδιο, ο οποίος εμφανιζόταν στη βασιλική συνθήκη με το όνομα căminărit.[1] Η έδρα του ονομαζόταν caminărit στη Μουντενία και camănă στη Μολδαβία. [2]

Η ελληνική λέξη "καμινάρης" προέρχεται από την ρουμανική căminar που με την σειρά της προέρχεται από τα παλαιά Σλαβικά (kamenĩ = πέτρα, λίθος). Ως εκ τούτου δεν έχει σχέση με την ελληνική λέξη "κάμινος/καμίνι" και τα παράγωγα της.

Αρχικά, τον Μεσαίωνα, ο καμινάρης ήταν επιφορτισμένος με τη συλλογή φόρων, αρχικά μόνο για την πώληση κεριού στη Μολδαβία και μετά στη Βλαχία.[3]

Την εποχή του Δημητρίου Καντερίρ, ο μέγας καμινάρης συγκαταλεγόταν στους μεγάλους βογιάρους, και το 1763, ο μέγας καμινάρης ήταν μέρος της διοικητικής δομής (από τον λογοθέτη στον μεγάλο καμινάρη), ήταν ο δωδέκατος βογιάρος του Ντιβάνιου ως ιεραρχία. [1]

Ο Gheorghe Eminovici, ο πατέρας του Μιχαήλ Εμινέσκου, ήταν καμινάρης.

Ο Κωνσταντίνος Δαπόντες, ήταν καμινάρης.

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 Despre Tudorache Ciurea și familia sa[νεκρός σύνδεσμος]
  2. Dicționarul etimologic român, Alexandru Ciorănescu, Universidad de la Laguna, Tenerife, 1958-1966
  3. Dicționarul explicativ al limbii române, ediția a II-a, Academia Română, Institutul de Lingvistică „Iorgu Iordan”, Editura Univers Enciclopedic, 1998