Η πρόωρη ταφή (Πόε)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Η πρόωρη ταφή
Εικονογράφηση του 1935
ΣυγγραφέαςΈντγκαρ Άλλαν Πόε
ΤίτλοςThe Premature Burial
ΓλώσσαΑγγλικά
Ημερομηνία δημιουργίας1844
Ημερομηνία δημοσίευσης1835
Μορφήδιήγημα
Θέμαpremature burial
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Η πρόωρη ταφή (πρωτότυπος τίτλος:The Premature Burial) είναι διήγημα τρόμου του Αμερικανού συγγραφέα Έντγκαρ Άλαν Πόε που δημοσιεύτηκε το 1844 στην εφημερίδα The Philadelphia Dollar.

Ο αφηγητής, θύμα συχνών κρίσεων καταληψίας, έχει έμμονους φόβους και φρικτούς εφιάλτες ότι θα ταφεί ζωντανός ενώ βρίσκεται σε κώμα. Προληπτικά, εξοπλίζει τον τάφο του με μέσα διαφυγής και προμήθειες. Ωστόσο δεν αποφεύγει τον χειρότερο φόβο του, αν και τον ζει με τη μορφή παραίσθησης. [1]

Ο φόβος μιας τόσο τρομακτικής εμπειρίας ήταν διάχυτος στην εποχή του συγγραφέα και ο Πόε εκμεταλλεύτηκε λογοτεχνικά το ενδιαφέρον του κοινού. Η ιστορία έχει διασκευαστεί σε ταινία.[2]

Υπόθεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το διήγημα αρχίζει σαν δοκίμιο με σχόλια με τα οποία ο ανώνυμος αφηγητής εισάγει και ενισχύει την ιστορία του. Απαριθμεί μια σειρά από καταστροφές όπως ο σεισμός της Λισαβόνας και η Μεγάλη Πανούκλα του Λονδίνου, δηλώνοντας ότι «η πιο τρομερή καταστροφή [...] πλήττει το άτομο, όχι την κοινότητα».

Ο μεγαλύτερος τρόμος, γράφει, είναι να θαφτεί κάποιος ζωντανός. Η πίεση στους πνεύμονες, η μυρωδιά της υγρής γης, το στενό φέρετρο, το σκοτάδι και η σιωπή, «η αόρατη αλλά απτή παρουσία των σκουληκιών» - τίποτα δεν είναι πιο φρικτό. Καθώς τα όρια που χωρίζουν τη ζωή από τον θάνατο είναι ασαφή, αυτό συμβαίνει συχνά στην περίπτωση της νεκροφάνειας. Για να το τεκμηριώσει, ο αφηγητής αναφέρει παραδείγματα περιπτώσεων πρόωρων ταφών, από τις οποίες μπορούσε εύκολα να απαριθμήσει «πάνω από εκατό».[3]

Για παράδειγμα, η σύζυγος ενός αξιοσέβαστου βουλευτή υπέστη την «φοβερότερη ψυχική οδύνη» όταν, μετά από χρόνια ασθένεια, μια μέρα θεωρήθηκε νεκρή. Με τα χείλη της χλωμά σαν μάρμαρο, το σώμα της κρύο και τους παλμούς της να χτυπούν σιωπηλά, δεν φαινόταν να υπάρχει πια αμφιβολία, και μετά από τρεις ημέρες φαινομενικής ακαμψίας θάφτηκε στον οικογενειακό τάφο. Όταν ο σύζυγος άνοιξε τον τάφο τρία χρόνια αργότερα, ένας σκελετός ντυμένος στα λευκά έπεσε πάνω του. Όπως απέδειξε η έρευνα, η γυναίκα δύο μέρες μετά την κηδεία ξύπνησε, βγήκε από το φέρετρο και χτυπούσε τη σιδερένια πύλη με ένα κομμάτι από το φέρετρο. Τελικά πέθανε σε απόλυτη απελπισία καθώς χτυπούσε ελπίζοντας ότι κάποιος θα την άκουγε.

Η πρόωρη ταφή, Αντουάν Βιέρτς (1854)

Επίσης: ένα ιατρικό περιοδικό ανέφερε ότι ένας αξιωματικός που έπεσε από το άλογό του υπέστη σοβαρό τραυματισμό στο κεφάλι, θεωρήθηκε νεκρός και λίγες μέρες αργότερα θάφτηκε. Την επόμενη Κυριακή, ένας επισκέπτης ένιωσε τη γη να κινείται παράξενα κάτω από τον τάφο, σαν κάποιος να πάλευε να βγει από εκεί. Όταν, μετά από κάποιο δισταγμό, έσκαψε με φτυάρι, εμφανίστηκε το κεφάλι του πρόωρα θαμμένου άνδρα που είχε θαφτεί ζωντανός.[4]

Ο αφηγητής αναφέρει αυτά και άλλα παραδείγματα για να δώσει το πλαίσιο για την φοβία του ότι και ο ίδιος θα ταφεί ζωντανός. Όπως εξηγεί, υποφέρει για πολλά χρόνια από κρίσεις, μια ασθένεια που «οι γιατροί έχουν συμφωνήσει να ονομάσουν καταληψία», δηλαδή πέφτει σε μια «κατάσταση ημισυνείδησης» που μοιάζει με θάνατο: έχει επιληπτικές κρίσεις ή έκσταση που ακολουθούνται από απώλεια συνείδησης και ακαμψία του σώματος. Μερικές φορές μένει σ'αυτή την κατάσταση για εβδομάδες και σιγά σιγά ξυπνά. Σωματικά υγιής, υποφέρει όλο και περισσότερο από ψυχική οδύνη και νοσηρή φαντασία και επιδίδεται σε «όνειρα θανάτου». Όταν ξαπλώνει για ύπνο, φοβάται μήπως ξυπνήσει μέσα σε ένα φέρετρο. Μέσα στους πολλούς εφιάλτες του, είχε ένα όραμα που του αποκάλυψε ότι λίγοι από τους θαμμένους αναπαύονται ειρηνικά στη γη. Οι περισσότεροι βρίσκονται σε διαφορετική θέση από την αρχική και ακούγονται θρήνοι από τους τάφους.

Καθώς αυτός ο φόβος του έγινε εμμονή, δεν βγαίνει πια έξω από το σπίτι του, αφού θα μπορούσε να τον θεωρήσουν λανθασμένα νεκρό και να τον θάψουν άγνωστοι που δεν γνωρίζουν την ασθένειά του. Έχει τροποποιήσει τον οικογενειακό τάφο, ώστε να είναι εύκολο να ανοίξει και πρόσθεσε αεραγωγό και προμήθειες τροφίμων. Το άνετο φέρετρό του ανοίγει εύκολα από το εσωτερικό και συνδέεται με ένα σχοινί με κουδούνι στην οροφή του κτιρίου του τάφου.

Όλα όμως φαίνονται μάταια. Μια μέρα ξυπνά σε μια σκληρή επιφάνεια και νομίζει ότι έχει πάθει κρίση. Τον πιάνει φρίκη, παραμένει παγωμένος για λίγο. Όταν τελικά ανοίγει τα μάτια του, παραμένει στα σκοτεινά, σαν σε μια «μαύρη, χωρίς ακτινοβολία νύχτα που διαρκεί για πάντα». Δεν μπορεί να ουρλιάξει, νιώθει την πίεση στους πνεύμονές του και παρατηρεί ότι το πηγούνι του είναι δεμένο όπως στην περίπτωση των νεκρών. Μετά από πολύ δισταγμό, σηκώνει τα χέρια του που είναι σταυρωμένα πάνω του και χτυπά ένα ξύλο ακριβώς πάνω από το πρόσωπό του. Όταν δεν βρίσκει το σχοινί για να χτυπήσει το κουδούνι και μυρίζει το υγρό χώμα, του φαίνεται ότι η μοίρα του ήταν προδιαγεγραμμένη και ότι τον έθαψαν σε ένα απλό φέρετρο μακριά από τον οικογενειακό τάφο. Προσπαθεί να ουρλιάξει ξανά και βγάζει μια διαπεραστική κραυγή.

Μετά ακούει θυμωμένες φωνές να του φωνάζουν για ησυχία και χέρια τον αρπάζουν και τον ταρακουνούν. Όπως αποδεικνύεται, είχε πάει για κυνήγι με φίλους του κοντά στον ποταμό και, για να προστατευθούν από μια καταιγίδα, αναζήτησαν καταφύγιο σε μια φορτηγίδα φορτωμένη με φρέσκο ​​χώμα κήπου και κοιμήθηκαν στις κουκέτες. Στη στενή, σαν φέρετρο, κουκέτα είχε δέσει ένα μαντίλι γύρω από το κεφάλι του για νυχτερινό σκουφάκι.

Το συγκλονιστικό γεγονός έχει σωτήρια αποτέλεσμα - ενίσχυσε την πνευματική του δύναμη, αναφέρει ότι κατάφερε να ταξιδέψει ξανά και συνήλθε από τις κρίσεις καταληψίας και την εμμονή του.[5]

Σχόλια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Ο φόβος της ζωντανής ταφής ήταν βαθιά ριζωμένος στη δυτική κουλτούρα τον 19ο αιώνα και ο Πόε, όπως και με άλλα ζητήματα της εποχής του (η γοητεία της μελαγχολίας ή το αερόστατο), τον εκμεταλλεύτηκε λογοτεχνικά. Εκατοντάδες περιπτώσεις αναφέρθηκαν στις οποίες οι γιατροί κατά λάθος διαπίστωσαν το θάνατο των ανθρώπων. Υπήρξαν περιπτώσεις που τα φέρετρα εξοπλίζονταν με συσκευές έκτακτης ανάγκης για να επιτρέψουν στο «πτώμα» να καλέσει σε βοήθεια, εάν ζούσε ακόμη. [6] Ήταν τόσο έντονη ανησυχία, που οι Βικτωριανοί οργάνωσαν ακόμη και μια Εταιρεία για την Πρόληψη των Ανθρώπων που Θάβονται Ζωντανοί. Εκείνη την εποχή πίστευαν στα βαμπίρ, ζωντανά πτώματα που παραμένουν στους τάφους τους τη μέρα και τρέφονται με τους ζωντανούς τη νύχτα. Αυτές οι δεισιδαιμονίες αύξαναν επίσης το ενδιαφέρον για την πρόωρη ταφή. Το διήγημα βασίζεται σ' αυτό το θέμα και ο αφηγητής δηλώνει ότι η αλήθεια μπορεί να είναι πιο τρομακτική από τη φαντασία, παραθέτοντας στη συνέχεια «πραγματικές» περιπτώσεις για να πείσει τον αναγνώστη να πιστέψει την κύρια ιστορία. [7]
  • Ο δοκιμιακός έως επιστημονικός τόνος και οι αναφορές σε «τεκμηριωμένες περιπτώσεις» και «ιατρικές εκθέσεις» στην αρχή του διηγήματος, είναι μια τεχνική με την οποία ο Πόε έφερε τον τρόμο αισθητά πιο κοντά. Πρότεινε ότι ο κίνδυνος ήταν υπαρκτός και ο φόβος βάσιμος, ώστε κάποιοι ευκολόπιστοι αναγνώστες ανησύχησαν μήπως συμβεί και σ' αυτούς.
  • Όπως και σε άλλα έργα του συγγραφέα, ο αφηγητής της Πρόωρης Ταφής είναι θύμα των πυρετωδών παραισθήσεων του. Η καταληψία, μαζί με τις φαντασιώσεις, τα οράματα και οι εμμονές του με τον θάνατο, δεν τον αφήνουν να ζήσει φυσιολογικά. Ωστόσο, γεγονός σπάνιο στα έργα του Πόε, τελικά θεραπεύεται, αν και μόνο μετά τη φρικτή του παραίσθηση.[8]
  • Το θέμα της ταφής εν ζωή βρίσκεται επίσης, με παραλλαγές, και σε άλλες ιστορίες του Πόε, όπως: Βερενίκη, Η πτώση του οίκου των Άσερ και Το βαρέλι του Αμοντιλάδο.

Μεταφράσεις στα ελληνικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Η πρόωρη ταφή, μετάφραση: Ν. Σπανδωνής (Παγκόσμιος Ανθολογία Διηγήματος)
  • Η πρόωρη ταφή, μετάφραση: Μιχάλης Παπαντωνόπουλος εκδόσεις Ars Nocturna, 2015 [9]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]