Η Φωνή του Δράκου

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Η Φωνή του Δράκου
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης φωτογραφημένος στη Δεξαμενή (Κολωνάκι), Αθήνα, το 1906
ΣυγγραφέαςΑλέξανδρος Παπαδιαμάντης
ΤίτλοςἩ Φωνὴ τοῦ Δράκου
ΓλώσσαΕλληνική
Ημερομηνία δημοσίευσης15  Ιουνίου 1904
ΜορφήΔιήγημα
Πρώτη έκδοσηΕκδοτικός οίκος Γ. Φέξη
ΠροηγούμενοΟ Αλιβάνιστος
ΕπόμενοΤα δυο κούτσουρα
Δημοσιεύθηκε στοΠαναθήναια
Αριθμός Σελίδων14

Η φωνή του Δράκου είναι διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Παναθήναια, στις 15 Ιουνίου 1904. Κατατάσσεται στα διηγήματα του Παπαδιαμάντη που αναφέρονται στην παιδική και εφηβική ηλικία και περιλαμβάνει πολλά ηθογραφικά και λαογραφικά στοιχεία που πλαισιώνουν την αφήγηση.[1] Σε βιβλίο κυκλοφόρησε πρώτη φορά το 1912 στη συλλογή «Πρωτοχρονιάτικα διηγήματα», από τις εκδόσεις Γ. Φέξη. [2]

Το διήγημα αναφέρεται στην τραγική μοίρα μιας γυναίκας που συκοφαντήθηκε για μοιχεία και του γιού της που έφερε το στίγμα του νόθου.

Όπως και άλλα έργα του συγγραφέα, έχει διασκευαστεί για το θέατρο.[3]

Υπόθεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η οικογενειακή τραγωδία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά τον θάνατο των γονιών τους, η Κρατήρα ανέθρεψε και συμπαραστάθηκε στη μικρότερη αδελφή της Σοφούλα σαν μάνα. Την πάντρεψε δίνοντάς της προίκα τη μισή οικογενειακή περιουσία και επιπλέον υποθήκευσε τα δικά της κτήματα για να ανταποκριθεί στις οικονομικές απαιτήσεις του γαμπρού. Εννιά μήνες και τρεις μέρες μετά την αναχώρηση του άνδρα της που ήταν ναυτικός, η Σοφούλα γέννησε ένα αγόρι, τον Κώτσο. Ωστόσο, η καθυστέρηση του τοκετού δημιούργησε σχόλια και οι κακές γλώσσες την συκοφάντησαν για μοιχεία, ότι είχε σχέσεις με έναν νέο θείο της που τις επισκέπτονταν. Όταν επέστρεψε ο άνδρας της, κίνησε διαδικασία διαζυγίου και τη χώρισε, έτσι η Σοφούλα, πληγωμένη ανεπανόρθωτα, μαζί με το παιδί της γύρισε στο σπίτι της αδελφής της, η οποία ανέλαβε χρέη προστάτη της οικογένειας. [4]

Ο Κώτσος μεγαλώνει φέροντας το κοινωνικό στίγμα του νόθου και αντιμετωπίζει την περιφρόνηση, την κοροϊδία και τη βία από τους συνομήλικούς του που τον αποκαλούν «μούλο», λέξη που δεν καταλαβαίνει - ρωτάει τη θεία του που αρχικά του αποκρύπτει την πραγματικότητα, σύντομα όμως του αποκαλύπτει την αλήθεια - αλλά που τον στοιχειώνει και τον τραυματίζει βαθιά, τελικά εγκαταλείπει το σχολείο. Μεγαλώνει με τη φροντίδα της θείας του, καθώς η μάνα του, άρρωστη και ηθικά καταρρακωμένη βρίσκεται στο κρεβάτι. Η Κρατήρα τον παίρνει μαζί της στις αγροτικές ασχολίες της, όπου η ηρεμία της φύσης και η απουσία ανθρώπινης παρουσίας τον κάνει να αισθάνεται ασφαλής. Ο Κώτσος μεγαλώνοντας γίνεται ένα ρωμαλέο μεγαλόσωμο παιδί, ατρόμητο και με περιπετειώδες πνεύμα.

Μετά την παρουσίαση της οικογενειακής κατάστασης, ο αφηγητής μας αναφέρει ότι ο Κώτσος σκοτώνεται σε ηλικία 15 ετών όταν έπεσε από ένα ψηλό δέντρο που είχε σκαρφαλώσει. Βρισκόταν στην κορυφή όταν ένα παιδί που περνούσε από κάτω τον κορόιδεψε «μούλο», έχασε την ψυχραιμία του και έπεσε. Η μάνα του πεθαίνει από τον καημό της λίγες εβδομάδες αργότερα.[5]

Το κεντρικό επεισόδιο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στη συνέχεια, ο αφηγητής αφηγείται το κύριο επεισόδιο του διηγήματος, την είσοδο του Κώτσου στη Δρακοσπηλιά όπου άκουσε «φωνή του Δράκου»: Ένα βράδυ, ο 13χρονος Κώτσος, διανυκτερεύει με τη θεία του την Κρατήρα στον ελαιώνα. Μέσα στη νύχτα φεύγει κρυφά και πηγαίνει στη Δρακοσπηλιά για να βρει τον θησαυρό που είχε ακούσει ότι υπήρχε εκεί, μια σπηλιά στην οποία όποιος μπαίνει ακούει μια βοή που έλεγαν ότι είναι η «φωνή του Δράκου». Ο Κώτσος κάνει όνειρα, θέλει τον θησαυρό για να ξεχρεώσει η θεία του την υποθήκη, θέλει να αφήσει χρήματα στη θεία και στη μάνα του για να μην έχουν πρόβλημα και αυτός να αγοράσει καράβι και να ταξιδέψει, κι όταν επιστρέψει στον τόπο του να είναι πλούσιος ώστε να μην τον περιφρονούν πια. Μέσα στη σπηλιά όμως, ένα ρεύμα αέρα σβήνει το κερί του και μέσα στα σκοτάδια ακούει τη «φωνή του Δράκου» να τον αποκαλεί «μούλο», το παιδί φεύγει γρήγορα απογοητευμένο και πιστεύει πλέον ότι ακόμη και ο Δράκος τον κατηγορεί:

«Λοιπόν, ως και τα φαντάσματα ήξευραν την δυστυχίαν του! Λοιπόν και τα ξωτικά όλα γνώριζαν το τρωτόν μέρος του! Και ο Δράκος διά της φωνής του επεκύρωνε τας φωνάς των μοχθηρών παιδίων!»

Στο μεταξύ, η Κρατήρα που ξύπνησε μέσα στη νύχτα δεν τον βρήκε να κοιμάται δίπλα της και άρχισε να τον ψάχνει. Ο Κώτσος επέστρεψε πολύ ταραγμένος και της διηγήθηκε τι του συνέβη στη σπηλιά. Η Κρατήρα προσπάθησε να τον παρηγορήσει εξηγώντας του ότι «η φωνή του Δράκου» επαναλαμβάνει στους ανθρώπους αυτό που τους βασανίζει. [6]

Το τέλος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά τον πρόωρο θάνατο του Κώτσου, οι βαρυπενθούσες Κρατήρα και Σοφούλα συναντούν τον περιπλανώμενο μοναχό Ιωακείμ, ο οποίος απευθύνεται στις γυναίκες με λόγια αινιγματικά, λέει ότι η πιο κακιά ώρα είναι η ώρα της αμαρτίας, η αμαρτία τιμωρείται και αυτή είναι η αιτία του θανάτου του παιδιού. Συμπληρώνει, ωστόσο, ότι πιστεύει πως η δυστυχής γυναίκα θα βρει μετά θάνατον έλεος από τον Θεό, ανεξαρτήτως του αν απάτησε ή όχι τον σύζυγό της (γεγονός που ποτέ δεν αναφέρεται ρητά στο διήγημα).

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]