Ζούλιου Πουμάρ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ζούλιου Πουμάρ
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Júlio Artur da Silva Pomar (Πορτογαλικά)
Γέννηση10  Ιανουαρίου 1926[1][2]
Λισαβόνα
Θάνατος22  Μαΐου 2018[3]
Λισαβόνα
Χώρα πολιτογράφησηςΠορτογαλία
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΠορτογαλικά[4]
ΣπουδέςΠανεπιστήμιο του Πόρτο
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταγλύπτης
εικονογράφος
ζωγράφος
Οικογένεια
ΤέκναAlexandre Pomar
ΣυγγενείςRosa Pomar
Αξιώματα και βραβεύσεις
ΒραβεύσειςΜεγαλόσταυρος του Τάγματος της Αξίας της Πορτογαλίας[5]
Μεγαλός Ταξιάρχης του Τάγματος της Ελευθερίας[5]
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Ζούλιου Αρτούρ ντα Σίλβα Πουμάρ (Júlio Artur da Silva Pomar, 10 Ιανουαρίου 192622 Μαΐου 2018[6]) ήταν Πορτογάλος ζωγράφος και συγγραφέας. Θεωρείται από αρκετούς ο μεγαλύτερος Πορτογάλος ζωγράφος της γενιάς του.

Ξεκίνημα και πρώτη περίοδος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ζούλιου Πουμάρ γεννήθηκε στη Λισαβόνα και εισάχθηκε στην εκεί Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών το 1942. Το ίδιο κιόλας έτος οργάνωσε την πρώτη του έκθεση, μαζί με μια ομάδα πρώην συμμαθητών του, σε ηλικία 16 ετών. Μεταξύ των επισκεπτών της ήταν και ο καλλιτέχνης Ζουζέ ντε Αλμάντα Νεγκρέιρους, που αγόρασε τον σήμερα χαμένο πίνακα του Πουμάρ «Saltimbancos». Το 1944, απογοητευμένος με την εκπαίδευση στη σχολή της Λισαβόνας, ο Πουμάρ εγγράφηκε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών του Πόρτο, την οποία επίσης εγκατέλειψε δύο χρόνια αργότερα. Ασχολήθηκε με τη διεύθυνση της καλλιτεχνικής σελίδας της ημερήσιας εφημερίδας A Tarde του Πόρτο το 1945 και κατόπιν συνεργάσθηκε με περιοδικά. Το 1945 εντάχθηκε στη νεολαία του, παράνομου τότε, Πορτογαλικού Κομμουνιστικού Κόμματος.[7]

Το έργο του Πουμάρ ήταν συζευγμένο με την πολιτική και την ιδεολογία του κατά τη νεορεαλιστική φάση του, που διήρκεσε από το 1945 μέχρι το 1957. Το 1946 άρχισε να φιλοτεχνεί μια τοιχογραφία στον Κινηματογράφο «Batalha» του Porto, η οποία καταστράφηκε για πολιτικούς λόγους το 1948. Από το 1946 έως το 1956 ο Πουμάρ ήταν ένας από τους βασικούς οργανωτές και εκθέτες των «Γενικών Εκθέσεων Πλαστικών Τεχνών», που αποτελούσαν τότε τις κυριότερες εκθέσεις πορτογαλικής ρεαλιστικής ζωγραφικής. Μια από τις ζωγραφιές του, με τίτλο «Αντίσταση» (Resistência) κατασχέθηκε από την Πολιτική Αστυνομία το 1947, στη δεύτερη έκθεσή του, καθώς θεωρήθηκε «πολιτικώς ανατρεπτική». Το ίδιο έτος έκανε την πρώτη ατομική του έκθεση στην γκαλερί «Portugália» του Πόρτο. Επειδή ήταν μέλος της οργανώσεως MUD, συνελήφθη και κρατήθηκε επί τετράμηνο.

Το πρώτο πραγματικά νεορεαλιστικό έργο του Πουμάρ ήταν το «Gadanheiro» (1945), ενώ το πλέον εμβληματικό έργο του είναι «Το γεύμα του τρόλεϊ» (εκτέθηκε για πρώτη φορά το 1947).

Σε αυτή τη νεανική περίοδο, ο καλλιτέχνης εργάσθηκε επίσης στην εικονογράφηση και στην αγγειοπλαστική. Με την πάροδο των ετών άρχισε να μη συμβιβάζεται πλέον με το νεορεαλιστικό κίνημα, και τα τελευταία σημαντικά έργα του σε αυτό το στιλ ήταν εκείνα με τον συλλογικό τίτλο «Κύκλος του ρυζιού» (1952-1955), τα οποία εμπνεύσθηκε από αρκετά ταξίδια του στους ορυζώνες της πορτογαλικής επαρχίας Ριμπατέζου μαζί με τον συγγραφέα Άλβες Ρεντόλ. Κατά τον ιστορικό της τέχνης Αλεξάντρε Πουμάρ: «Περί το 1956, χωρίς ένα συγκεκριμένο σημείο ρήξεως στην εικαστική παραγωγή του, ή μια εκπεφρασμένη απόκλιση από τις προηγούμενες πολιτικές του θέσεις, το δρομολόγιο του Πουμάρ αρχίζει να προσανατολίζεται σε άλλες κατευθύνσεις».[8]

Δεύτερη περίοδος (μετά το 1960)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Πουμάρ είχε ήδη εγκαταλείψει τον ρεαλισμό όταν εγκαταστάθηκε στο Παρίσι τον Ιούνιο του 1963. Επέστρεψε αρκετές φορές στην Πορτογαλία τα επόμενα είκοσι χρόνια. Στο Παρίσι δεν εντάχθηκε σε κάποια καλλιτεχνική ομάδα, ούτε δημιούργησε στις καλλιτεχνικές «διαλέκτους» της εποχής, διατηρώντας μια κριτική απόσταση από τα σύγχρονά του καλλιτεχνικά ρεύματα. Αυτή η αυτονομία τον βοηθάει να παραμείνει πιστός στην έκφραση των χειρονομιών, στην εξερεύνηση της γραμμής, στο άνοιγμα της συνθέσεως σε μια ανεπίσημη παραστατική γλώσσα. Το 1967 δημιούργησε τα πρώτα assemblages με απορρίμματα και το επόμενο έτος άρχισε δύο παράλληλες σειρές, τη μία με θέμα τους σπασμούς του Μάη του '68.

Η Επανάσταση των Γαριφάλων και η πτώση της πορτογαλικής χούντας το 1974 βρήκε τον Πουμάρ στη Λισαβόνα, όπου παρέμεινε αρκετούς μήνες. Κατά τη δεκαετία του 1970 δημοσίευσε ποίηση, συμμετείχε σε σημαντικές διεθνείς εκθέσεις, με πλέον αξιοσημείωτη την Μπιενάλε του Σάο Πάολο το 1976, και είχε σημαντικές ατομικές εκθέσεις, από τις οποίες μπορούμε να ξεχωρίσουμε την πρώτη ρετροσπεκτίβα του έργου του στο Ίδρυμα Καλούστ Γκουλμπενκιάν στη Λισαβόνα το 1978.

Στη δεύτερη και τελευταία περίοδό της, η ζωγραφική του Πουμάρ χαρακτηρίζεται από μια απόδοση των μορφών που διασχίζει την έκπληξη της διαδικασίας συσχετισμού με εικόνες μαθημένες από τον σουρεαλισμό και την κληρονομιά του αφηρημένου εξπρεσιονισμού. Απορρέει από μια έντονη δραστηριότητα και έναν μόνιμο πόθο για θεματική ποικιλομορφία. Σε αυτή υπάρχουν τίγρεις, πίθηκοι, αλλά και προσωπογραφίες. Κάποτε διαφαίνεται καθαρά η θέλησή του να αναζητήσει τις καλλιτεχνικές ρίζες του, όπως στο φημισμένο έργο του «Lusitânia no Bairro Alto» (1985), όπου ενυπάρχουν προσωπογραφίες των καλλιτεχνών Μάριου ντε Σα Καρνέιρου, Σάντα-Ρίτα Πιντόρ και Αμαντέου ντε Σόουζα-Καρντόζου.

Ο Πουμάρ ως συγγραφέας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Πουμάρ δημοσίευσε τρία βιβλία δοκιμίων για τη ζωγραφική, τα Discours sur la Cécité des Peintres (1985), Da Cegueira dos Pintores (1986) και Então e a Pintura? (2003). Επίσης, δύο ποιητικές συλλογές, τις Alguns Eventos (1992) και TRATAdoDITOeFeito (2003).

Το Ατελιέ-μουσείο Ζούλιου Πουμάρ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το «Ατελιέ-μουσείο Ζούλιου Πουμάρ» εγκαινιάσθηκε στη Λισαβόνα το 2013, σε κτήριο που αγοράσθηκε από τον Δήμο το 2000 και ανακαινίσθηκε από τον διάσημο αρχιτέκτονα Άλβαρου Σίζα Βιέιρα. Στεγάζει εκατοντάδες έργα του Πουμάρ, πίνακες, σχέδια και γλυπτά, που δωρήθηκαν από τον ίδιο στο «Ίδρυμα Ζούλιου Πουμάρ».[9]

Δημόσιες συλλογές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γενικότερα, έργα του Πουμάρ βρίσκονται σε αρκετά μουσεία και πινακοθήκες σε όλη την Πορτογαλία, καθώς και στο εξωτερικό. Οι σημαντικότερες συλλογές έργων του βρίσκονται στη Λισαβόνα (Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης «José de Azeredo Perdigão», Μουσείο Συλλογής Μπεράρντου), στο Πόρτο (Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης του Σεράλβες), στις Βρυξέλλες (Βασιλικά Μουσεία Καλών Τεχνών του Βελγίου), στο Ρίο ντε Τζανέιρο (Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης), και στο Σάο Πάολο (Μουσείο Τέχνης του Σάο Πάολο).


Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας: (Γαλλικά) καθιερωμένοι όροι της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας. catalogue.bnf.fr/ark:/12148/cb11920196d. Ανακτήθηκε στις 31  Δεκεμβρίου 2019.
  2. 2,0 2,1 «Artists of the World Online» (Γερμανικά, Αγγλικά) K. G. Saur Verlag, Walter de Gruyter. Βερολίνο. 2009. 00610978.
  3. (Ολλανδικά) RKDartists. rkd.nl/explore/artists/130823. Ανακτήθηκε στις 6  Απριλίου 2023.
  4. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας: (Γαλλικά) καθιερωμένοι όροι της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας. data.bnf.fr/ark:/12148/cb11920196d. Ανακτήθηκε στις 10  Οκτωβρίου 2015.
  5. 5,0 5,1 www.ordens.presidencia.pt?idc=153.
  6. Group, Global Media (22 Μαΐου 2018). «Morreu Júlio Pomar» (στα πορτογαλικά). JN. https://www.jn.pt/artes/interior/morreu-julio-pomar-9367119.html. Ανακτήθηκε στις 22 Μαΐου 2018. 
  7. Alexandre Pomar: Júlio Pomar. O neo-realismo, e depois (1942-1968), στο Júlio Pomar: Catálogo "Raisonné", «I Éditions de la Différence», εκδ. Artemágica, Παρίσι και Λισαβόνα 2004 (στην πορτογαλική γλώσσα).
  8. Alexandre Pomar, Júlio Pomar. O neo-realismo, e depois (1942-1968), in Pomar, Júlio - Júlio Pomar, Catálogo "Raisonné". Paris; Lisboa: I Éditions de la Diference; Ed. Artemágica (2004) (στην πορτογαλική)
  9. Atelier-Museu Júlio Pomar, Público, 6 February 2013 (στην πορτογαλική)

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]