Ενέχυρο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Το ενέχυρον (εν+εχυρός= ασφαλής[1]) λατ. (pignus-oris) είναι παρεπόμενο (ακολουθεί τη νομική τύχη της απαίτησης) εμπράγματο δικαίωμα επί αλλοτρίου (ξένου) κινητού πράγματος «για την εξασφάλιση της απαίτησης με την προνομιακή ικανοποίηση του δανειστή από το πράγμα» (αρ. 1209 ΑΚ), που μπορεί να είναι μελλοντική ή υπό αίρεση (αρ. 1210 ΑΚ).

Στην αρχαία Αθήνα λογίζονταν ως «ενέχυρον» όλη η περιουσία των αρχόντων για τριάντα ημέρες από τη λήξη της αρχής μέχρι πέρατος της δόσης των ευθυνών τους (εύθυνα) ενώ στο Ρωμαϊκό Δίκαιο δεν επιτρέπονταν η ενεχυρίαση των ενδυμάτωνβ[›] και των εργαλείων άροσης (οργώματος).

Πλασματικό ενέχυρο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σύμφωνα με τον νόμο σε ορισμένες περιπτώσεις υπάρχει η δυνατότητα σύναψης ενεχύρου με μόνη τη συμφωνία, δηλαδή χωρίς παράδοση της νομής του κινητού πράγματος στον ενεχυρούχο δανειστή, οπότε πρόκειται για ενέχυρο που αναγνωρίζεται από το νόμο κατά πλάσμα. Η δυνατότητα σύστασης πλασματικού ενέχυρου προβλέφθηκε για κοινωνικούς και οικονομικούς λόγους και για την ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας. Περιπτώσεις πλασματικού ενέχυρου έχουν προβλεφθεί με τον Ν. 2184/1920 «περί γεωργικού ενεχυρογράφου» και τον Ν. 1954/1920 «περί ενέχυρον καπνού». [2]

Ειδικές περιπτώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα πλοία, τα αεροσκάφη και τα αυτοκίνητα σε ορισμένες τους σχέσεις θεωρούνται ακίνητα γι΄ αυτό σε περιπτώσεις εμπράγματης ασφάλειας εγγράφεται υποθήκη (εμπορ. Νόμος 3816/1958 άρθ. 227 εδ. 1, Ν. 5017/1931 και Ν. 4841/1930[3]

Τα εκτός συναλλαγής[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα ιερά σκεύη και άμφια όσα από αυτά καθηγιάσθησαν στη θεία λειτουργία με την προσήκουσα ιεροπραξία δεν αποτελούν αντικείμενο συναλλαγής επομένως δεν μπορεί να συσταθεί σε αυτά ενέχυρο.[4]

Ενέχυρο επί ανωνύμων τίτλων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το ενέχυρο επί των παραδοθέντων εις τον ενεχυρούχον δανειστή ανωνύμων τίτλων εκτείνεται και επί των προσαρτημένων τοκομεριδίων και μερισματογράφων Α.Κ. 1244 εδ.1.

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

^ α: Ως πράγματα λογίζονται και οι φυσικές δυνάμεις ή ενέργειες ειδικότερα το ηλεκτρικό ρεύμα και η θερμότητα, εφόσον περιοριζόμενες εντός ορισμένου χώρου υπόκεινται σε εξουσίαση.[5]

^ β: Στο σύγχρονο δίκαιο τα ενδύματα δεν θεωρούνται αναλωτά γιατί η χρήση τους συνίσταται στη παρατεταμένη ωφέλεια της οποίας μελλοντική συνέπεια θα είναι η κατανάλωση. Η πρακτική σημασία των αναλωτών συνίσταται στο ότι, αν τυχόν συμφωνηθεί η παράδοση της χρήσης αυτών με απόδοση, μπορεί να γίνει με άλλα της αυτής ποιότητας και ποσότητας ή της αξίας αυτών.

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Αναστάσιος Γιάνναρης, Επίτομον Ελληνικό Λεξικόν, σ.707, 1888
  2. Κωνσταντίνος Βαβούσκος, σελ. 397 -398, Εμπράγματον δίκαιον, στ' έκδοσις αναθεωρηθείσα και συμπληρωθεία, εκδ. Σάκκουλα 1986
  3. Κωνσταντίνος Βαβούσκος, ό.π. σ. 24
  4. Κωνσταντίνος Βαβούσκος, ο.π. σ .58
  5. Α.Κ. άρθρ. 947 εδ. 2 «όπου ο Αστ. Κώδ. χρησιμοποιεί τους όρους λογίζονται καθιερώνει νομικό πλάσμα»