Αφίδα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Αφίδα

Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Αρθρόποδα (Arthropoda)
Ομοταξία: Έντομα (Insecta)
Υφομοταξία: Πτερυγωτά
Τάξη: Ημίπτερα
Υποτάξη: Στερνόρρυγχα (Sternorrhyncha)
Υπεροικογένεια: Αφιδοειδή (Aphidoidea)
Οικογένειες

Η αφίδα (αγγλ.: aphid, γαλλ.: puceron) είναι γενική ονομασία διαφόρων παρασιτικών εντόμων, από τα οποία γνωστότερο είναι η «φυλλοξήρα του αμπελιού». Οι αφίδες αναφέρονται επίσης με τα κοινά ονόματα μελίγκρες και φυτόψειρες. Το σώμα τους, μεγέθους κεφαλής καρφίτσας, είναι μαλακό και φέρει ένα ζευγάρι σωληνόμορφες αποφύσεις στα νώτα της κοιλίας, που λέγονται κεράτια ή σίφωνες. Οι αφίδες μοιάζουν με μικρές μπάλες από άσπρο μαλλί· η εμφάνισή τους αυτή οφείλεται σε εκκρίσεις των κηρωδών αδένων τους.

Πρόκειται για σοβαρούς εχθρούς των καλλιεργειών γιατί όχι μόνο ανακόπτουν την ανάπτυξη των φυτών, αλλά προκαλούν υπερπλασίες (όγκους) και μεταδίδουν στα παρασιτούμενα φυτά ασθένειες (ιώσεις). Επίσης παραμορφώνουν τα φύλλα, τα λουλούδια και τα άνθη.

Τα γνωστότερα και πιο επιβλαβή είδη αφίδων αναφέρονται παρακάτω:

  • Η αφίδα της μηλιάς (είδος Aphis pomi)· τα ενήλικα είναι κιτρινοπράσινα με σκουρόχρωμα πόδια και κεφάλι. Φέρουν «κεράτια», και στο στάδιο του αυγού, που είναι μαύρο, διαχειμάζουν στον μοναδικό ξενιστή τους, την μηλιά. Η αφίδα αυτή προκαλεί κατσάρωμα των φύλλων και παραμόρφωση των μήλων. Πάνω στις μελιτώδεις εκκρίσεις τους αναπτύσσεται καπνιά.
Τα στάδια της ζωής της αφίδας της μηλιάς (Aphis pomi)
  • Η αφίδα του λαχάνου (είδος Brevicoryne brassicae)· τα ενήλικα είναι μικρά, γκριζοπράσινα και καλύπτονται με σκόνη από κηρώδεις εκκρίσεις. Οι αφίδες αυτές συγκροτούν ομάδες στην κάτω επιφάνεια του φύλλου του λαχάνου, του κουνουπιδιού, του λαχάνου των Βρυξελλών και των ραδικιών. Στις βόρειες περιοχές το είδος διαχειμάζει στα λάχανα, με την μορφή μαύρων αυγών, ενώ στις νότιες, θερμότερες περιοχές δεν εμφανίζεται φυλετικό στάδιο και οι αφίδες πολλαπλασιάζονται παρθενογενετικά. Παράγουν μέχρι 30 γενιές τον χρόνο. Καταπολεμώνται με σκόνη ή με ράντισμα με εντομοκτόνα.
  • Η αφίδα του ελάτου (είδος Adelges cooleyi συνώνυμο Chermes cooleyi)· προκαλεί την δημιουργία όγκων (υπερπλασιών) σε σχήμα κώνου με μήκος 7 εκατοστομέτρων, στα άκρα των κλάδων του ελάτου. Στα μέσα του καλοκαιριού οι κώνοι αυτοί ανοίγουν και τα ενήλικα μεταναστεύουν σε άλλο είδος ελάτου, όπου γεννούν τα αυγά τους· ο βιολογικός κύκλος μπορεί να συνεχιστεί είτε στο αρχικό είδος, είτε στο νέο. Καταπολεμάται με ψεκασμούς εντομοκτόνων, αφαίρεση υπερπλασιών ή υλοτόμηση των δύο διαδοχικών ξενιστών.
  • Η αφίδα του ελάτου της Ανατολής (είδος Adelges abietis συνώνυμο Chermes abietis)· προκαλεί την ανάπτυξη υπερπλασιών (όγκων), σε σχήμα ανανά, μήκους 1-2,5 εκατοστομέτρων. Στο εσωτερικό του ο όγκος διαχωρίζεται σε πολυάριθμα κελλιά, το καθένα από τα οποία στεγάζει 12 περίπου προνύμφες αφίδων· αυτές προσβάλλουν είτε το ίδιο είτε άλλο δέντρο. Οι νέες υπερπλασίες είναι πράσινες, με κόκκινες ή πορφυρές γραμμές, ενώ οι παλιές έχουν χρώμα καφέ. Όσοι κλάδοι έχουν προσβληθει συνήθως νεκρώνονται, ενώ η ανθεκτικότητα ολόκληρου του δέντρου ποικίλλει. Αποτελεσματική καταπολέμηση επιτυγχάνεται με ψεκασμό εντομοκτώνων.
  • Η αφίδα των ριζών του καλαμποκιού (είδος Anuraphis maidi-radicis)· βλ. Ανούραφις.
  • Η ροζ αφίδα της μηλιάς (είδος Anuraphis roseus)· βλ. Ανούραφις.
  • Η αφίδα του αμπελιού, η πασίγνωστη φυλλοξήρα (είδος Phylloxera vastatrix)· βλ. Φυλλοξήρα.
  • Η πράσινη αφίδα (είδος Toxoptera graminum)· ένας από τους μεγαλύτερους εχθρούς των σιτηρών, και ιδίως της βρώμης. Εμφανίζεται με την μορφή κίτρινων κηλίδων και προσβάλλει καλλιεργούμενες εκτάσεις. Τα ανοιχτοπράσινα ενήλικα έχουν μια βαθυπράσινη λωρίδα στην πλάτη τους. Κάθε θηλυκό γεννά με ζωοτοκία 50-60 νεαρά σε κάθε γενιά· υπάρχουν συνολικά 20 γενιές τον χρόνο. Καταπολεμάται με παράσιτα και με ψεκασμούς εντομοκτόνων.
  • Η πράσινη αφίδα της ροδακινιάς (είδος Myzus persicae συνώνυμο Myzodes persicae)· τα ενήλικα είναι κιτρινοπράσινα με 3 σκουρόχρωμες γραμμές στην πλάτη. Ο βιολογικός κύκλος εξελίσσεται σε δύο φυτά-ξενιστές, την ροδακινιά κατά την άνοιξη και την πατάτα ή τον καπνό το καλοκαίρι. Τα θηλυκά, τα οποία σ' όλη την διάρκεια του καλοκαιριού αναπαράγονται παρθενογενετικά, παράγουν το φθινόπωρο αρσενικά και θηλυκά άτομα. Αποτελεί μάστιγα για τα δέντρα, όπου προσβάλλει τα τρυφερά βλαστάρια, και για τα ποώδη φυτά, στα οποία μεταδίδει διάφορες εκφυλιστικές ιώσεις.
  • Η αφίδα του πεπονιού ή του βαμβακιού (είδος Aphis gossypii)· το χρώμα της είναι πράσινο μέχρι μαύρο. Ολόκληρο το έτος στα θερμά κλίματα παράγει με ζωοτοκία νεαρά τέλεια Έντομα, ενώ στις ψυχρότερες περιοχές παρεμβάλλεται και το στάδιο του αυγού. Μεταξύ των 100 πιθανών ξενιστών συμπεριλαμβάνονται η πεπονιά, το βαμβάκι και η αγγουριά. Προκαλεί κατσάρωμα και νέκρωση των φύλλων. Συνήθως καταπολεμάται βιολογικά με παράσιτα και άλλους φυσικούς εχθρούς.
  • Η αφίδα του μπιζελιού (είδος Macrosiphum pisi)· το ενήλικο είναι ανοιχτοπράσινο και βρίσκεται σε διάφορα όσπρια, νεκρώνει όμως κυρίως τις μπιζελιές και μεταδίδει τον ιό του μωσαϊκού των μπιζελιών. Διαχειμάζει στο τριφύλλι και μεταναστεύει στις μπιζελιές την άνοιξη. Κάθε θηλυκό παράγει 50-100 νεαρά σε κάθε μία από τις 7-20 γενιές του έτους. Ελέγχεται με ψεκασμούς και από αντίξοες καιρικές συνθήκες.
  • Η αφίδα της πατάτας (είδος Macrosiphum euphorbiae)· τα μαύρα αυγά της εκκολάπτονται πάνω σε τριανταφυλλιές και δίνουν ροζ και πράσινα νεαρά άτομα, τα οποία τρέφονται με τα φύλλα και τα μπουμπούκια. Νωρίς την άνοιξη μεταναστεύουν στον κύριο ξενιστή του καλοκαιριού, την πατάτα. Κάθε 2-3 εβδομάδες εμφανίζεται μια νέα γενιά. Είναι φορέας ιώσεων της τομάτας και της πατάτας. Προκαλεί κατσάρωμα των φύλλων και νέκρωση των ανθέων.
  • Η αφίδα της τριανταφυλλιάς (είδος Macrosiphum rosae)· τα ενήλικα είναι μεγαλόσωμα, πράσινα, με μαύρα σωματικά εξαρτήματα και ροζ στίγματα. Πολύ συχνά βρίσκονται στον μοναδικό ξενιστή, την καλλιεργούμενη τριανταφυλλιά. Φυσικοί εχθροί της είναι οι πασχαλίτσες και τα Έντομα της οικογένειας Chrysopidae.
  • Η βαμβακάδα ή ματόψειρα της μηλιάς (είδος Eriosoma lanigerum)· είδος διαδεδομένο σε όλο τον κόσμο, οπουδήποτε καλλιεργείται η μηλιά. Προέρχεται από την βόρεια Αμερική, όπου ο βιολογικός της κύκλος ολοκληρώνεται στην αμερικανική φτελιά. Στην Ευρώπη αναπαράγεται μόνο παρθενογενετικά, ελλείψει του δεύτερου δέντρου-ξενιστή. Ζει στις ρίζες, τρυπά τον κορμό και τα κλαδιά, όπου δημιουργεί υπερπλασίες και μπορεί να νεκρώσει το δέντρο. Οι νεαρές αφίδες περικλείονται σε λευκές βαμβακώδεις μάζες. Καταπολεμάται βιολογικά, κυρίως με το Υμενόπτερο Aphelinus mali.


Διατροφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πολλά είδη αφίδων είναι μονοφάγα (δηλαδή τρέφονται μόνο με ένα είδος φυτού). Άλλα, όπως η αφίδα του πράσινου ροδάκινου τρέφονται με εκατοντάδες είδη φυτών σε πολλές οικογένειες. Περίπου το 10% των ειδών τρέφονται με διαφορετικά φυτά σε διαφορετικές περιόδους του έτους.

Ένα νέο φυτό ξενιστή επιλέγεται από έναν φτερωτό ενήλικα χρησιμοποιώντας οπτικά στοιχεία, ακολουθούμενο από οσφρητική χρήση των κεραιών. Εάν το φυτό μυρίζει σωστά, η επόμενη ενέργεια είναι η ανίχνευση της επιφάνειας κατά την προσγείωση. Η γραφίδα εισάγεται και το σάλιο εκκρίνεται, ο χυμός δειγματίζεται, το ξυλοειδές μπορεί να δοκιμαστεί και τελικά να δοκιμαστεί το φλόωμα. Το σάλιο αφίδας μπορεί να αναστέλλει τους μηχανισμούς σφράγισης των φλοιών και να έχει πηκτινάσες που διευκολύνουν τη διείσδυση. [32] Τα φυτά που δεν είναι ξενιστές μπορούν να απορριφθούν σε οποιοδήποτε στάδιο της ανίχνευσης, αλλά η μεταφορά ιών συμβαίνει νωρίς στη διαδικασία έρευνας, τη στιγμή της εισαγωγής του σάλιου, έτσι ώστε τα μη ξενιστικά φυτά να μπορούν να μολυνθούν.

Οι αφίδες συνήθως τρέφονται παθητικά με το χυμό των φλοιοφόρων αγγείων στα φυτά, όπως και πολλά άλλα ημίπτερα. Μόλις τρυπηθεί ένα δοχείο φλομής, ο χυμός, ο οποίος βρίσκεται υπό πίεση, ωθείται στο κανάλι τροφής της αφίδας. Περιστασιακά, οι αφίδες καταναλώνουν επίσης χυμό ξυλίου, το οποίο είναι μια πιο αραιά διατροφή από το χυμό φλοίσματος, καθώς οι συγκεντρώσεις των σακχάρων και των αμινοξέων είναι 1% από αυτές του φλοιού. Ο χυμός ξυλίου βρίσκεται υπό αρνητική υδροστατική πίεση και απαιτεί ενεργό πιπίλισμα, γεγονός που υποδηλώνει σημαντικό ρόλο στη φυσιολογία της αφίδας. Καθώς έχει παρατηρηθεί κατάποση χυμού ξυλίου μετά από μια περίοδο αφυδάτωσης, οι αφίδες πιστεύεται ότι καταναλώνουν χυμό ξυλίου για να αναπληρώσουν την ισορροπία τους στο νερό. την κατανάλωση του αραιού χυμού ξυλίου που επιτρέπει στις αφίδες να ενυδατώνονται. Ωστόσο, πρόσφατα στοιχεία έδειξαν ότι οι αφίδες καταναλώνουν περισσότερο χυμό ξυλίου από το αναμενόμενο και το κάνουν κυρίως όταν δεν αφυδατώνονται και όταν η γονιμότητα τους μειώνεται. Αυτό υποδηλώνει ότι οι αφίδες, και ενδεχομένως, όλα τα είδη σίτισης φλοοειδών της τάξης Ημίπτερα, καταναλώνουν χυμό ξυλίου για λόγους διαφορετικούς από την ανανέωση της ισορροπίας του νερού. Παρόλο που οι αφίδες παίρνουν παθητικά το χυμό του φλοιού, το οποίο βρίσκεται υπό πίεση, μπορούν επίσης να αντλήσουν υγρό σε αρνητική ή ατμοσφαιρική πίεση χρησιμοποιώντας τον μηχανισμό αντλίας της κεφαλής-φάρυγγας που υπάρχει στο κεφάλι τους.

Η κατανάλωση χυμού ξυλίου μπορεί να σχετίζεται με την οσμορ'υθμιση. Η υψηλή οσμωτική πίεση στο στομάχι, που προκαλείται από την υψηλή συγκέντρωση σακχαρόζης, μπορεί να οδηγήσει σε μεταφορά νερού από την αιμολύμφη στο στομάχι, οδηγώντας έτσι σε υπερωσμωτικό στρες και τελικά στο θάνατο του εντόμου. Οι αφίδες αποφεύγουν αυτή τη μοίρα μέσω της οσμορυθμίσεως μέσω πολλών διαδικασιών. Η συγκέντρωση σακχαρόζης μειώνεται άμεσα με την αφομοίωση της σακχαρόζης προς το μεταβολισμό και με τη σύνθεση ολιγοσακχαριτών από διάφορα μόρια σακχαρόζης, μειώνοντας έτσι τη συγκέντρωση της διαλυμένης ουσίας και κατά συνέπεια την οσμωτική πίεση. Οι ολιγοσακχαρίτες απεκκρίνονται στη συνέχεια μέσω του μελιτώματος, εξηγώντας τις υψηλές συγκεντρώσεις του σε σάκχαρα, οι οποίες μπορούν στη συνέχεια να χρησιμοποιηθούν από άλλα ζώα όπως τα μυρμήγκια. Επιπλέον, το νερό μεταφέρεται από το πίσω μέρος, όπου έχει ήδη μειωθεί η οσμωτική πίεση, στο στομάχι για να αραιωθεί η περιεκτικότητα του στομάχου. Τελικά, οι αφίδες καταναλώνουν χυμό ξυλίου για να αραιώσουν την οσμωτική πίεση του στομάχου. Όλες αυτές οι διεργασίες λειτουργούν συνεργικά και επιτρέπουν στις αφίδες να τρέφονται με χυμό φυτού υψηλής περιεκτικότητας σε σακχαρόζη, καθώς και να προσαρμόζονται σε διάφορες συγκεντρώσεις σακχαρόζης.

Ο φυτικός χυμός είναι μια μη ισορροπημένη διατροφή για τις αφίδες, καθώς στερείται ουσιαστικών αμινοξέων, τα οποία οι αφίδες, όπως όλα τα ζώα, δεν μπορούν να συνθέσουν και έχουν υψηλή οσμωτική πίεση λόγω της υψηλής συγκέντρωσης σακχαρόζης. Τα απαραίτητα αμινοξέα παρέχονται στις αφίδες από βακτηριακά ενδοσυμπιόντα, που βρίσκονται σε ειδικά κύτταρα, βακτηριοκύτταρα. Αυτά ανακυκλώνουν το γλουταμικό άλας, ένα μεταβολικό απόβλητο του ξενιστή τους, σε απαραίτητα αμινοξέα.