Αντιαρματική χειροβομβίδα No. 74
Αντιαρματική Χειροβομβίδα No. 74 | |
---|---|
Μία κοντινή ματιά στην παραγωγή της χειροβομβίδας | |
Τύπος | Αντιαρματική χειροβομβίδα |
Προέλευση | Ηνωμένο Βασίλειο |
Ιστορία υπηρεσίας | |
Υπηρεσία | 1940 - 1943; |
Χρήστες | Ηνωμένο Βασίλειο Γαλλική Αντίσταση |
Πόλεμοι | Β' Παγκόσμιος Πόλεμος |
Ιστορία παραγωγής | |
Σχεδιαστής | Μίλις Τζέφρις |
Κατασκευαστής | 1940 |
Ποσότητα | ~ 2,3 εκατομμύρια |
Τεχνικά χαρακτηριστικά | |
Βάρος | περ. 1,5 κιλά |
Μήκος | 241 χιλιοστά |
Χαρακτηριστικά λειτουργίας | |
Λειτουργία | Πυροκροτητής χρονικής υστέρησης των 5 δευτερολέπτων |
Αναχορηγία | Γόμωση νιτρογλυκερίνης |
Η αντιαρματική χειροβομβίδα Νο. 74 ST, γνωστή και ως η «κολλώδης βόμβα», ήταν μία βρετανική χειροβομβίδα, η οποία σχεδιάστηκε και παρήχθη κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ως ένα από τα αντιαρματικά όπλα που σχεδιάστηκαν εσπευσμένα για τον Βρετανικού Στρατού και την Εθνοφρουρά (British Home Guard), προκειμένου να αντιμετωπιστεί η αναμενόμενη Γερμανική εισβολή στην Μ. Βρετανία μετά την Εκκένωση της Δουνκέρκης. Σχεδιάστηκε από το MD1 (υπηρεσία έρευνας και ανάπτυξης όπλων για τον στρατό, γνωστή και ως «το κατάστημα παιχνιδιών του Τσώρτσιλ») υπό τον ταγματάρχη Μίλις Τζέφρις (Millis Jefferis).
Χρησιμοποιήθηκε κυρίως από την Βρετανική Εθνοφρουρά, αλλά και από τις δυνάμεις της Βρετανικής Κοινοπολιτείας στη Βόρεια Αφρική και από μονάδες του Αυστραλιανό Στρατό στις επιχειρήσεις της Νέας Γουινέας. Η Γαλλική Αντίσταση επίσης παρέλαβε κάποια κομμάτια από το όπλο αυτό.
Ανάπτυξη
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μετά το τέλος της Μάχης της Γαλλίας και την Εκκένωση της Δουνκέρκης από το Βρετανικό Εκστρατευτικό Σώμα μεταξύ της 26ης Μαΐου και της 4ης Ιουνίου 1940 μία γερμανική εισβολή στη Μεγάλη Βρετανία φαινόταν να είναι το επόμενο βήμα της Βέρμαχτ[1]. Ωστόσο, ο Βρετανικός Στρατός δεν ήταν καλά προετοιμασμένος για να υπερασπίσει το πάτριο έδαφος σε μία τέτοια περίπτωση. Λίγες εβδομάδες μετά την Εκκένωση της Δουνκέρκης στη Μ. Βρετανία βρίσκονταν μόνο 27 μεραρχίες[2]. Ο Βρετανικός Στρατός είχε σοβαρές ελλείψεις σε αντιαρματικά όπλα, 840 απ’ τα οποία είχαν αφεθεί στη Γαλλία και μόνο 167 ήταν διαθέσιμα στους Βρετανούς, ενώ ακόμα και τα πυρομαχικά για αυτά ήταν τόσο λίγα, ώστε κανονισμοί απαγόρευαν την πραγματοποίηση έστω και μιας βολής ακόμα και για εκπαιδευτικούς σκοπούς[2].
Δεδομένων αυτών των περιορισμών, ένας αριθμός ad hoc αντιαρματικών όπλων σχεδιάστηκαν και μπήκαν σε παραγωγή σαν προσωρινή λύση μέχρι να παραχθούν περισσότερα συμβατικά αντιαρματικά όπλα και πυρομαχικά για αυτά. Ο αντισυνταγματάρχης (Lieutenant Colonel) Στιούαρτ Μπλέικερ δημιούργησε την «Βομβάρδα Μπλέικερ», ένα είδος περιστρεφόμενου όλμου ο οποίος μπορούσε να εκτοξεύσει μία βόμβα βάρους 9,1 κιλών (20 λίβρες) σε απόσταση περίπου 91 μέτρων (3.600 ίντσες). Αν και οι βόμβες που έβαλε δεν μπορούσαν να διαπεράσουν την θωράκιση ενός άρματος, μπορούσαν να το αχρηστεύσουν. Έτσι το 1940 ένας μεγάλος αριθμός από «Βομβάρδες Μπλέικερ» δόθηκε στην Βρετανική Εθνοφρουρά[3]. Την εποχή που σχεδίαζε την βομβάρδα αυτή, ο Μπλέικερ δούλευε για το MD1, το οποίο είχε την αρμοδιότητα ανάπτυξης και παράδοσης όπλων σε αντάρτες και αντιστασιακούς εναντίον των Γερμανών στην κατεχόμενη Ευρώπη.
Ένα άλλο μέρος του τμήματος και φίλος του Μπλέικερ, ήταν ο ταγματάρχης Μίλις Τζέφερις[4]. Ο Τζέφερις και η ομάδα του σκέφτηκαν να δημιουργήσουν μία χειροβομβίδα η οποία θα μπορούσε να κολλήσει σε ένα τεθωρακισμένο όταν την έριχναν σε αυτό, για χρήση τόσο από στρατιώτες όσο και για πολίτες. Ο Τσώρτσιλ, ο οποίος γνώριζε για την κατάσταση της αντιαρματικής άμυνας της χώρας, έμαθε για την χειροβομβίδα και επέσπευσε την ανάπτυξη και την παραγωγή της μέσα στον Ιούνιο του 1940[5]. Η χειροβομβίδα αυτή, η οποία έλαβε το όνομα « αντιαρματική χειροβομβίδα Νο. 74» (αγγλ. Grenade, Hand, Anti-Tank No. 74) είχε αρκετά ελαττώματα και ήταν αναξιόπιστη. Σε δοκιμές απέτυχε να κολλήσει σε σκονισμένα ή λασπωμένα οχήματα[5], και αν ο χρήστης δεν ήταν αρκετά προσεκτικός στην απελευθέρωση της βόμβας από τη θήκη της, η βόμβα ήταν εύκολο να κολλήσει πάνω στη στολή του. Το Γραφείο Όπλων του Στρατού δεν ενέκρινε την υιοθέτηση της βόμβας για χρήση από τον Βρετανικό Στρατό[6], ωστόσο ο Τσώρτσιλ, παρακολουθώντας μία επίδειξη του εν λόγω όπλου, ενθουσιάστηκε, και διέταξε να αρχίσει άμεσα η βιομηχανική παραγωγή του όπλου[7]. Οι χειροβομβίδες του τύπου παράγονταν στην Εταιρία των αδερφών Κέι (Kay Brothers Company), μία μονάδα παραγωγής χημικών στο Στόκπορτ, και μεταξύ του 1941 και του 1943, περί τα 2,5 εκατομμύρια κομμάτια είχαν παραχθεί[8].
Σχεδίαση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]"Ενώ πραγματοποιούνταν δοκιμές [της βόμβας], η κολλώδης βόμβα κόλλησε στο παντελόνι ενός βομβιστή της Εθνοφρουράς και δε μπορούσε να την ξεκολλήσει. Ένας εύστροφος συνάδελφος έσκισε το παντελόνι και απαλλάχθηκε και από αυτά και απ’ τη βόμβα. Μετά την έκρηξη τα παντελόνια ήταν σε κάπως άσχημη κατάσταση, αν και δε νομίζω ότι ήταν σε καλύτερη πριν από την έκρηξη."
— Μπιλ Μάιλς, Μέλος της Εθνοφρουράς, αναφερόμενος στους κινδύνους της εκπαίδευσης με την κολλώδη βόμβα, [9]
Η αντιαρματική χειροβομβίδα Νο. 74 αποτελείτο από μία γυάλινη σφαίρα η οποία περιείχε περίπου 0.57 κιλά (1,25 λίβρες) μισο-υγρής νιτρογλυκερίνη. Η σφαίρα καλυπτόταν από «stockinette» και μία στρώση ξόβεργας, από την εξαιρετική κολλητικότητα της οποίας έλαβε το όνομά της η βόμβα. Η σφαίρα αυτή τοποθετείτο ανάμεσα σε δύο λεπτά μεταλλικά ημισφαίρια, τα οποία συγκρατούντο στη θέση τους από μία ξύλινη λαβή, μέσα στην οποία υπήρχε ένας πυροκροτητής πέντε δευτερολέπτων[10]. Στη λαβή υπήρχαν επίσης δύο περόνες και ένας μοχλός. Ο χρήστης τραβούσε την πρώτη περόνη για να απορριφθούν τα μεταλλικά ημισφαίρια. Μετά από αυτό, η χειροβομβίδα ήταν έτοιμη για χρήση και ο χρήστης τραβούσε την δεύτερη περόνη, η οποία ενεργοποιούσε το μηχανισμό πυροδότησης της χειροβομβίδας. Στο διάστημα αυτό, ο μοχλός κρατείτο προς τα κάτω έτσι ώστε να διασφαλιστεί ότι το φιτίλι του μηχανισμού πυροδότησης δε θα ενεργοποιείτο πριν το θελήσει ο χρήστης. Ο τελευταίος έπρεπε να κολλήσει τη βόμβα αυτή στο στόχο – π.χ. σε ένα άρμα μάχης, με τόση δύναμη ώστε η γυάλινη σφαίρα να σπάσει και να απελευθερώσει την παχύρρευστη μάζα της νιτρογλυκερίνης[6]. Ο χρήστης μπορούσε επίσης να πετάξει την χειροβομβίδα στο στόχο από απόσταση. Και έτσι, πάντως, ο μοχλός ελευθερωνόταν και ενεργοποιούσε το φιτίλι του πυροκροτητή, ο οποίος προκαλούσε της έκρηξη της χειροβομβίδας[11].
Όπως αναφέρθηκε, η χειροβομβίδα είχε αρκετά προβλήματα και μειονεκτήματα. Ο χρήστης έπρεπε να κολλήσει τη χειροβομβίδα πάνω στον στόχο από το να την πετάξει, διότι στην δεύτερη περίπτωση η ξόβεργα θα μπορούσε εύκολα να κολλήσει στη στολή του. Ο χρήστης τότε θα βρισκόταν στη δυσάρεστη κατάσταση να προσπαθήσει να ξεκολλήσει τη βόμβα από τη στολή του κρατώντας παράλληλα το μοχλό, κάτι όχι και τόσο εύκολο σε συνθήκες μάχης[6]. Αποδείχθηκε ακόμα ότι η νιτρογλυκερίνη αποσυντίθετο βραδέως με το χρόνο και γινόταν ασταθής. Έτσι ελλόχευε ο κίνδυνος πρόωρης έκρηξής της, δεδομένης της (κάπως υπερεκτιμημένης, μολαταύτα) ευαισθησίας της στην κρούση[6]. Ακόμη, αφού το όπλο ήταν μικρού βεληνεκούς, ο χρήστης έπρεπε να κρύβεται μέχρι ένα τεθωρακισμένο να περάσει από κοντά του, ώστε να μπορέσει να κολλήσει τη βόμβα στο πίσω μέρος του (όπου η θωράκιση ήταν πιο μικρή από οποιοδήποτε άλλο μέρος του τεθωρακισμένου), πράγμα που δεν ήταν πάντοτε δυνατό σε συνθήκες μάχης[12].
Επιχειρησιακή δράση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η βόμβα διατέθηκε πρώτα το 1940 σε μονάδες της Εθνοφρουράς, τα μέλη της οποίας φάνηκε να είναι ευχαριστημένα με αυτή παρ’ όλα τα μειονεκτήματά της[13]. Αν και το Γραφείο Όπλων του Στρατού, όπως αναφέρθηκε, δεν επέτρεψε την υιοθέτηση της βόμβας από τον τακτικό στρατό, παραχωρήθηκε μία ποσότητα για εκπαιδευτικούς σκοπούς[6]. Ακόμα και έτσι, όμως, η βόμβα αυτή διατέθηκε σε δυνάμεις της Βρετανίας και της Βρετανικής Κοινοπολιτείας που επιχειρούσαν στη Βόρεια Αφρική ως αντιαρματικά όπλα. Κατά την προώθηση του Γερμανικού Σώματος Αφρικής (γερμ. Deutsches Afrika Korps – DAK) στη Θάλα (Thala) το Φεβρουάριο του 1943, οι χειροβομβίδες αυτές ευθύνονται για την καταστροφή έξι γερμανικών αρμάτων[14]. Οι χειροβομβίδες Νο.74 χρησιμοποιήθηκαν και από τον Αυστραλιανό Στρατό κατά τις μάχες του Βάου[15] και του Μίλνε Μπέι[16]. Κάποια κομμάτια του όπλου αυτού χρησιμοποιήθηκαν και από τη Γαλλική Αντίσταση[17].
Χρήστες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Mackenzie, p. 20
- ↑ 2,0 2,1 Lampe, p. 3
- ↑ Hogg, pp. 42–43
- ↑ Hogg, p. 44
- ↑ 5,0 5,1 Churchill, p. 149
- ↑ 6,0 6,1 6,2 6,3 6,4 6,5 Weeks, p. 44
- ↑ Mackenzie, pp. 92-93
- ↑ «BBC - WW2 People's War». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 13 Νοεμβρίου 2009. Ανακτήθηκε στις 27 Απριλίου 2009.
- ↑ «BBC - WW2 People's War». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 11 Φεβρουαρίου 2011. Ανακτήθηκε στις 29 Απριλίου 2009.
- ↑ Weeks, p. 43
- ↑ Hogg, pp. 239-240
- ↑ Hogg, p. 241
- ↑ Mackenzie, p. 93
- ↑ Watson, p. 151
- ↑ 15,0 15,1 Bradley, p. 34
- ↑ Brune, p. 69
- ↑ 17,0 17,1 Bull, p. 30
Βιβλιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Bull, Stephen (2004). World War II Infantry Tactics. Osprey Publishing. ISBN 1841766631. Unknown parameter
|coauthors=
ignored (|author=
suggested) (βοήθεια) - Bradley, Phillip (2008). The Battle for Wau: New Guinea's Frontline, 1942-1943. Cambridge University Press. ISBN 0521896819.
- Brune, Peter (1998). The spell broken: exploding the myth of Japanese invincibility : Milne Bay to Buna-Sanananda 1942-43. Allen & Unwin. ISBN 1864486937.
- Churchill, Winston (1985). The Second World War Volume II. Houghton Mifflin Harcourt. ISBN 0395410568.
- French, David (2000). Raising Churchill's Army: The British Army and the War against Germany 1919-1945. Oxford University Press. ISBN 9780198206415. ISBN 0198206410.
- Hogg, Ian (1995). Tank Killers: Anti-Tank Warfare by Men and Machines. Pan Macmillan. ISBN 0330353160.
- Lampe, David (1968). The Last Ditch: Britain's Secret Resistance and the Nazi Invasion Plan. Greenhill Books. ISBN 9781853677304.
- Mackenzie, S.P. (1995). The Home Guard: A Military and Political History. Oxford University Press. ISBN 0198205775.
- Macrae, Stuart (1971). Winston Churchill's Toyshop. Roundwood. ISBN 9780900093227. ISBN 0900093226.
- Watson, Bruce (2007). Exit Rommel: The Tunisian Campaign, 1942-43. Stackpole Books. ISBN 0811733815.
- Weeks, John (1975). Men Against Tanks: A History of Anti-Tank Warfare. David & Charles. ISBN 0715369091.