Ανακτορικός ρυθμός

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Αμφορέας του ανακτορικού ρυθμού από την Κνωσό, στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου (Αρ. Μ. 3884)

Ο αρχαιολογικός όρος Ανακτορικός ρυθμός επινοήθηκε από τον σερ Άρθουρ Έβανς για να δηλώσει έναν ιδιαίτερο μορφότυπο («ρυθμό») αγγείων, που παρουσιάσθηκε κατά τη Μεταανακτορική περίοδο του Μινωικού πολιτισμού (Υστερομινωική περίοδος), με ακμή κατά τη φάση LMII (1450 έως 1400 π.Χ.).

Ενώ κατά τη διάρκεια του 16ου αιώνα π.Χ. επικρατεί στη μινωική κεραμεική οι λεγόμενοι ρυθμός της Χλωρίδας και θαλάσσιος ρυθμός, με την αλλαγή του αιώνα περίπου αρχίζει να δημιουργείται μια υποτροπή στη διακοσμητική των αγγείων προς το πλέον σχηματικό («στιλιζαρισμένο») και διακοσμητικό στοιχείο της Καμαραϊκής κεραμεικής. Η ολοκλήρωση της υποτροπής αυτής χαρακτηρίζει την περίοδο 1450 έως 1400 π.Χ. και αποτελεί τον ανακτορικό ρυθμό. Τα διακοσμητικά θέματά του είναι ένας θησαυρός από ζωντανές μορφές εμπνευσμένες από τη φύση, με τη διαφορά ότι διαρκώς και περισσότερο οι μορφές αυτές ζωγραφίζονταν όλο και περισσότερο συμμετρικές, «χάνοντας» σε ζωντάνια. Ταυτοχρόνως εμφανίζεται ως βοηθητικό στοιχείο και η γραμμική διακόσμηση.

Ο ανακτορικός ρυθμός έχει να επιδείξει μεγάλα αγγεία, κυρίως αμφορείς και πίθους, ενώ στο «σχηματολόγιο» της εποχής χαρακτηριστικές είναι και οι πρόχοι[1]. Σε κάθε περίπτωση, όλα οι οποίοι βρέθηκαν μόνο στην Κνωσό, γεγονός που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι εκεί μόνο αναπτύχθηκε ο ρυθμός αυτός, αφού επιπλέον τα υπόλοιπα μινωικά ανάκτορα καταστράφηκαν περί το 1500 π.Χ. και μόνο το Ανάκτορο της Κνωσού συνέχισε να αποτελεί κέντρο δραστηριότητας για ακόμα 100 έως 150 χρόνια, και σε αυτή ακριβώς την περίοδο καλλιεργήθηκε ο ανακτορικός ρυθμός.

Ανάμεσα στα πιο χαρακτηριστικά δείγματα του ανακτορικού ρυθμού ξεχωρίζει αισθητικά ένας πίθος με ύψος 1,20 μέτρο, χρονολογούμενος στο 1425 π.Χ. περίπου, ο οποίος βρέθηκε στη βασιλική έπαυλη της Κνωσού, στο πλατύσκαλο του κεντρικού κλιμακοστασίου, και ίσως αποτελούσε διακοσμητικό αντικείμενο στη θέση αυτή. Απεικονίζονται επάνω του, λίγο ανάγλυφα, υδροχαρή φυτά, βασική μορφή των οποίων είναι ο πάπυρος. Η διακόσμηση του πίθου αυτού περιλαμβάνει επιπροσθέτως κυματοειδείς γραμμές που αναπαριστούν το νερό, καθώς και ομόκεντροι κύκλοι.

Καθώς ο ανακτορικός ρυθμός εξελισσόταν, οι μίσχοι των λουλουδιών στις απεικονίσεις τους έγιναν λεπτοί σαν νήματα, ενώ τα φύλλα αντικαταστάθηκαν από ρόδακες ή από άλλα ροδακοειδή σχήματα. Τελικώς, περί το 1400 π.Χ. ο ανακτορικός ρυθμός παρεχώρησε τη θέση του σε μία τελευταία περίοδο της μινωικής κεραμικής τέχνης, κατά την οποία τα διακοσμητικά θέματα εκφυλίζονται και χάνουν την οργανική τους ενότητα.


Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Δ.Ν. Μαρωνίτη, Λ. Πόλκα, Κ. Τουλούμη: Αρχαϊκή Επική Ποίηση - εγκυκλοπαιδικός οδηγός, ΣΤ 2.2: «Kεραμική και αγγειογραφία»

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Λίτσα Κ. Καραντσάβελου: «ανακτορικός ρυθμός» στο λήμμα «Ανακτορικός» στη Νέα Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια «Χάρη Πάτση», τόμ. 5, σελ. 390