Αθάνατος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η λέξη αθάνατος σημαίνει:

  • αυτός που δεν υπόκειται σε φυσικό θάνατο, ο αιώνιος, αυτός που δεν έχει ούτε αρχή, ούτε τέλος. Βλέπε: Αθανασία

Η λέξη μπορεί να αναφέρεται επίσης σε:

  • ένα φυτό (αγαύη η αμερικανική): Αθάνατος (φυτό)
  • ένα ειδικό νερό (το «Αθάνατο Νερό», κατά τη Λαογραφία),
  • όποιον δάγκωνε και έπινε το αίμα του (βλ. «απέθαντους») ένα vampire ή ένας βρικόλακας, σύμφωνα με κάποιους (λαϊκούς) θρύλους τής μεσαιωνικής (ανατολικής και δυτικής) Ευρώπης, και
  • διάφορα ελληνικά τοπωνύμια (π.χ. το χωριό Μελίβοια και ο οικισμός τού δήμου Ηρακλείου τής Κρήτης).

Στη Νεοελληνική, το ως άνω επίθετο αναφέρεται μεταφορικώς σε πρόσωπα αλησμόνητα (αείμνηστα) ή διακεκριμένα (π.χ. Ακαδημαϊκούς), σε επίλεκτα στρατιωτικά σώματα (βλ. απαθανατίζω ή/και αιωνίζω) και ανθεκτικά στον χρόνο έργα, πράγματα ή καταστάσεις.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Τσιτσίγκος Σ. Κ., «Αθάνατος», Μεγάλη Ορθόδοξη Χριστιανική Εγκυκλοπαίδεια, τ. Β’, Λουκάτος Δ. Σ.,
  • «Αθάνατος», ΘΗΕ 1 (1962) 588-589·
  • Vysheslavtsev B. P., The Eternal in Russian Philosophy, Grand rapids, MI and Cambridge, UK: Eerdmans, 2002·
  • ΠΛΜ 3 (1997) 252.