Άηχο διπλοχειλικό στιγμιαίο σύμφωνο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Το άηχο διπλοχειλικό στιγμιαίο σύμφωνο αποτελεί ένα από τα ευρέως χρησιμοποιούμενα σύμφωνα ανά τον κόσμο. Στο Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο συμβολίζεται ως [p], ενώ το αντίστοιχο σύμβολο στο X-SAMPA είναι p. Ελληνικά, το εν λόγω σύμφωνο, γράφεται 'Π' ή 'π'.

Ήχος: [1]

Χαρακτηριστικά γνωρίσματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Τρόπος αρθρώσεως
Ανακοπτικό, και ειδικότερα στιγμιαίο ή έκκροτο. Αυτό σημαίνει ότι εμποδίζεται εν όλω η φωνητική και η ρινική οδός.
  • Θέση αρθρώσεως
Διπλοχειλικό, αρθρώνεται δηλαδή από αμφότερα τα χείλη.
  • Είναι στοματικό σύμφωνο, καθώς η μοναδική διέξοδος του αέρα είναι το στόμα.
  • Αρθρωτική διαδικασία

Άηχη, που σημαίνει ότι οι φωνητικές χορδές δεν δονούνται κατά την άρθρωσή του.

  • Μηχανισμός ρεύματος αέρος

Πνευμονικός, όπως η πλειονότητα των φωνημάτων και ήχων εν γένει.

Μορφές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

[p]=απλό p, []= εκπνεόμενο p, το οποίο αντιστοιχεί στο αρχαιοελληνικό Φ, []= ουρανικοποιημένο p, []= χειλικοποιημένο p, []= with ανελευθέρωτο p, []= ηχηρό p, []= εξωθούμενο p, δηλαδή bilabial ejective.

Συχνότητα εμφανίσεως[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το φώνημα /p/ είναι πολύ συνηθισμένο διαγλωσσικά. Μάλιστα, η πλειονοψηφία των γλωσσών έχουν τουλάχιστον το απλό /p/, ενώ κάποιες αναγνωρίζουν και διαφορετικές εκδοχές του (βλέπε πιο πάνω πίνακα), με τυπικό παράδειγμα τα αρχαία ελληνικά. Περί το 10% των γλωσσών που έχουν το φώνημα /b/ -το αντίστοιχο ελληνικό 'μπ' και στα αρχαία ελληνικά 'Β'-, δεν εμπεριέχουν το /p/.

Σημεία ιδιαιτέρου ενδιαφέροντος του /p/ στην ελληνική γλώσσα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • 1.

Στις αμιγώς ελληνικές και τελείως αφομοιωμένες ξένες λέξεις, στον δίφθογγο 'μπ' που υπάρχει εντός αυτών, το 'π' μετατρέπεται στο αντίστοιχο ηχηρό στιγμιαίο /b/. Παράδειγμα: <έμπορος>[émboros̠ , [kambos̠]<κάμπος>. Το ίδιο συμβαίνει και εκτός λέξεως, με τις προσωπικές αντωνυμίες "αυτόν, αυτήν, αυτών", τα οριστικά άρθρα "τον, την" και τα αρνητικά μόρια "μη(ν)" και "δεν". Η μοναδική διαφορά έγκειται στο ότι στην δεύτερη περίπτωση υπάρχει συνεκφορά, δηλαδή ταυτόχρονη μετατροπή του φατνιακού ή φατνιοδοντικού έρρινου /n/ (αναλόγως τον ομιλητή και τα περιβάλλοντα φωνήματα),σε έρρινο διπλοχειλικό /m/.Π.χ.:<τον πατέρα>[tombatéra],<δεν πρέπει>[ðembrépi].

Παρά τον ισχύοντα αυτόν κανόνα, πολλοί σύγχρονοι ομιλητές της ελληνικής υποπίπτουν σε απορρινικοποίηση του προαναφερθέντος διφωνημικού συμπλέγματος (/mb/</b/) ή, σπανιότερα, σε αηχοποίηση (/mb/</np/, το οποίο, όμως, ισχύει μόνο στη δεύτερη περίπτωση). Σύμφωνα με τον συντελεστή ακουστικής ποιότητος κάθε φωνήματος και τους τρεις δείκτες ακουστικής ποιότητας, η προτιμητέα προφορά είναι η /mb/.

  • 2.

Ο άηχος συνοδίτης χ (/ç/):Πρόκειται περί ενός φωνήματος που εμφανίζεται αποκλειστικά ως προϊόν συνεκφοράς των άηχων /p,t,ts,f,s,θ/, και των καταχρηστικών -ή κατερχομένων- διφθόγγων /ia,ie,ii,io,iu/. Ορίζεται ως απαλός μεταβατικός -ή παρασιτικός- φθόγγος. Παράδειγμα:<πια, ποιος, ποια (το ποίος, ποία είναι ορθότερο αλλά πιο σπάνιο), αυτιά, παπούτσια, σπαθιά>[pça,pços̠ ,pça,aftça,s̠paθça]. Ωστόσο, τα παραπάνω συμπλέγματα δεν είναι πάντοτε κατερχόμενοι δίφθογγοι. Αυτό εξαρτάται από το πώς συλλαβίζεται η εξεταζόμενη λέξη. Σημειωτέον ότι πολλοί γνωστοί παλαιοί δάσκαλοι της ορθοφωνίας, όπως ο Σ. Καραντηνός, συνιστούσαν την αποφυγή των συνοδιτών εξ ολοκλήρου.

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]