Μέλι μάνουκα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
μεταφορά από το πρόχειρο |
(Καμία διαφορά)
|
Έκδοση από την 13:28, 6 Απριλίου 2020
Το Μέλι μάνουκα (αγγλικά: Mānuka honey), είναι μονοφλοραϊκό μέλι [Σημ. 1] που παράγεται από το νέκταρ του δένδρου μάνουκα (mānuka tree, επιστ. Leptospermum scoparium). Το μέλι συνήθως πωλείται ως εναλλακτικό φάρμακο. Δεν υπάρχουν τεκμηριωμένα αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τη φαρμακευτική ή διαιτητική αξία για τη χρήση του μέλιτος μάνουκα (mānuka) εκτός από αυτή της γλυκαντικής ουσίας. Η λεξη μάνουκα προέρχεται από την Μάορι γλώσσα για το δέντρο· η ορθογραφία της λέξης manuka (χωρίς το σήμα του μακρού) είναι η συνήθης στα Αγγλικά.
Ταυτοποίηση
Το μέλι μάνουκα παρασκευάζεται από μέλισσες Apis mellifera, οι οποίες τρυγούν το άνθος μάνουκα (mānuka - Leptospermum scoparium), όπου οι μαρτυρίες υποδηλώνουν ότι προήλθαν στην Αυστραλία πριν από την έναρξη της Μειόκαινου (Miocene) ξηρασίας.[1] Αναπτύσσεται χωρίς καλλιέργεια σε όλη τη Νοτιοανατολική Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία.[1][2][3]
Το μέλι μάνουκα είναι εμφανώς παχύρρευστο. Αυτή η ιδιότητα οφείλεται στην παρουσία πρωτεΐνης ή κολλοειδούς και είναι το κύριο οπτικό καθοριστικό χαρακτηριστικό του, μαζί με το τυπικό σκούρο κρεμ έως σκούρο καφέ χρώμα του.[4][5]
Το μέλι μάνουκα για εξαγωγή από τη Νέα Ζηλανδία, πρέπει να υποβληθεί σε ανεξάρτητο έλεγχο και να περάσει τον έλεγχο Προσδιορισμού Επιστήμης του Μελιού Μάνουκα (Mānuka Honey Science Definition), όπως προσδιορίζεται από το Υπουργείο Πρωταρχικών Βιομηχανιών (Ministry for Primary Industries [MPI]). Ο έλεγχος περιλαμβάνει πέντε γνωρίσματα. Τα τέσσερα (4) είναι χημικά και το ένα (1) είναι το DNA του Leptospermum scoparium.[2] Το μέλι πρέπει να περάσει και τους πέντε ελέγχους προκειμένου να εγκριθεί ως μάνουκα (mānuka). Αυτός ο έλεγχος τέθηκε σε ισχύ στις 5 Ιανουαρίου 2018.[6]
Το MPI δεν έχει ορισμό για το μάνουκα το οποίο πωλείται στην εγχώρια αγορά της Νέας Ζηλανδίας. Οι πέντε έλεγχοι του MPI είναι το μοναδικό πρότυπο το οποίο αναγνωρίζεται από τη νομοθεσία της Νέας Ζηλανδίας.
Ο Αυστραλιανός Συνεταιρισμός Μελιού Μάνουκα (Australian Manuka Honey Association [AMHA]), έχει θεσπίσει ένα σύνολο προτύπων για το αυθεντικό Αυστραλιανό μέλι μάνουκα. Το μέλι το οποίο φέρει το Σήμα Αυθεντικότητας του AMHA πρέπει να είναι γνήσιο, φυσικό μέλι μάνουκα, το οποίο παράγεται εξ ολοκλήρου στην Αυστραλία και να ελέγχεται από ανεξάρτητο, εγκεκριμένο εργαστήριο για να εξασφαλίσει ότι πληροί τα ελάχιστα πρότυπα φυσικής προέλευσης μεθυλγλυοξάλης (methylglyoxal [MGO]),[Σημ. 2] διυδροξυακετόνης (dihydroxyacetone [DHA])[Σημ. 3] και λεπτοσπερίνης (leptosperin).[7]
Το δέντρο μάνουκα ανθίζει ταυτοχρόνως με το Kunzea ericoides, ένα άλλο είδος των Μυρτίδων ή Μυρτοειδών (Myrtaceae) το οποίο επίσης ονομάζεται κάνουκα (kānuka) και το οποίο συχνά μοιράζεται τις ίδιες καλλιεργητικές περιοχές. Ορισμένου μελισσοκόμοι δεν μπορούν εύκολα να διαφοροποιήσουν αυτά τα είδη, καθώς και τα δύο άνθη έχουν παρόμοια μορφολογία και η διαφορές στη γύρης μεταξύ των δύο ειδών είναι δύσκολη. Ως εκ τούτου, η μελισσοπαλονολογία (melissopalynology)[Σημ. 4] ως αναγνώριση για τον τύπο του μελιού ισχύει μόνο σε συνδυασμό με άλλους ελέγχους ταυτοποίησης. Συγκεκριμένα, το μέλι Leptospermum scoparium είναι σκούρο, ενώ, το μέλι Kunzea ericoides είναι αχνό κίτρινο και διαυγές, με ένα άρωμα "λεπτό, γλυκό, ελαφρώς αρωματικό" και μια γεύση "γλυκιά, ελαφρώς αρωματική" και δεν είναι παχύρευστο.
Το μέλι ερείκης (Heather - Calluna vulgaris), είναι επίσης παχύρευστο, αλλά το φυτό ανθίζει τα τέλη του καλοκαιριού και η ορεινή κατανομή του στη βόρεια εύκρατη Ευρώπη και την κεντρική Ασία δεν αντιστοιχεί με εκείνη του Leptospermum scoparium. Ως εκ τούτου, η συγκομιδή του δεν μπορεί να συγχέεται με εκείνη του μέλιτος μάνουκα.
Τρόφιμο
Το μέλι μάνουκα έχει μια πολύ έντονη γεύση,[4] η οποία χαρακτηρίζεται ως "γήινη, ελαιώδης βοτανώδης"[8] και "ανθηρή, πλούσια και σύνθετη".[9] Από τη βιομηχανία μελιού της Νέας Ζηλανδίας, περιγράφεται ότι έχει ένα άρωμα "υγρής γης, ερείκης, αρωματικό" και μια γεύση "ορυκτού, ελαφρώς πικρή".
Έρευνα
Η μεθυλγλυοξάλη (methylglyoxal [MGO]), ένα συστατικό του μέλιτος μάνουκα, είναι υπό μελέτη για τη δυνητική δραστηριότητά του κατά των E. coli και S. aureus.[10] Το μέλι μάνουκα δεν μειώνει τον κίνδυνο μετά από τη θεραπεία για την ονυχοκρύπτωση (ingrown toenails).[11]
Νόθευση
Ως αποτέλεσμα της υψηλής πριμοδότησης η οποία καταβάλλεται για το μέλι μάνουκα, ένας αυξανόμενος αριθμός προϊόντων που έχει τώρα πλέον επισημανθεί ως τέτοιος παγκοσμίως, είναι παραποιημένος ή νοθευμένος. Σύμφωνα με έρευνα του Unique Manuka Factor Honey Association (UMFHA), τον κύριο εμπορικό σύλλογο των παραγωγών μελιού μάνουκα της Νέας Ζηλανδίας, ενώ 1.700 τόνοι μελιού μάνουκα πραγματοποιούνται ετησίως και αντιπροσωπεύουν σχεδόν όλη την παγκόσμια παραγωγή, περίπου 10.000 τόνοι προϊόντων πωλούνται διεθνώς ως μέλι μάνουκα, συμπεριλαμβανομένων 1.800 τόνων στο Ηνωμένο Βασίλειο.[12] Σε ελέγχους κυβερνητικών αντιπροσωπειών στο Ηνωμένο Βασίλειο μεταξύ του 2011 και 2013, η πλειοψηφία των μελίτων μάνουκα που είχαν σημανθεί, δεν περιείχε την μη-υπεροξειδική αντιμικροβιακή δράση του μελιού μάνουκα. Ομοίως, από τα 73 δείγματα τα οποία ελέχθησαν από το UMFHA στη Βρετανία, Κίνα και Σιγκαπούρη κατά το 2012-13, τα 43 βρέθηκαν αρνητικά. Ξεχωριστοί έλεγχοι του UMFHA στο Χονγκ Κονγκ, διαπίστωσαν ότι τα 14 από τα 56 μέλια μάνουκα που είχαν υποβληθεί στη δειγματοληψία, είχαν νοθευτεί με σιρόπι. Το 2013, η Υπηρεσία Προτύπων για τα Τρόφιμα του Ηνωμένου Βασιλείου (UK Food Standards Agency), ζήτησε τις αρχές των εμπορικών προδιαγραφών να προειδοποιήσουν τους πωλητές του μελιού μάνουκα για την ανάγκη συμμόρφωσης με το νόμο.[12] Υπάρχει ένα συγχεχυμένο φάσμα συστημάτων για την αξιολόγηση της δύναμης των μελιών μάνουκα. Το 2013, σε μια αλυσίδα καταστημάτων του Ηνωμένου Βασιλείου, δυο προϊόντα με την αντίστοιχη επισήμανση "12+ active" και "30+ total activity" για "φυσική απαντώμενη δραστηριότητα υπεροξειδίου" και άλλο "active 12+" σε δύναμη για "συνολική δραστικότητα φαινόλης", ωστόσο, κανένα από τα τρία δεν επισημάνθηκε για την αντοχή του στην μη-υπεροξειδική αντιμικροβιακή δραστικότητα, ειδικά για το μέλι μάνουκα.[12]
Έχουν υπάρξει αυξανόμενες διαμάχες μεταξύ των παραγωγών, οι οποίοι λειτουργούν πλησίον σε μεγάλες συστάδες δέντρων μάνουκα και επίσης έχουν αναφερθεί περιστατικά πολλών κυψελών οι οποίες έχουν ποικιλοτρόπως δολιοφθαρεί, δηλητηριαστεί ή κλαπεί.[13][14]
Οφέλη για την υγεία
Οι αντιβακτηριδιακές ιδιότητες του μελιού μάνουκα είναι αυτές που το ξεχωρίζουν από το παραδοσιακό μέλι.[15] Η μεθυλγλυοξάλη (Methylglyoxal [MGO]) είναι το ενεργό συστατικό της και πιθανώς υπεύθυνη για αυτά τα αντιβακτηριακά αποτελέσματα.[15] Επιπλέον, το μέλι μάνουκα έχει αντιιικά, αντιφλεγμονώδη και αντιοξειδωτικά οφέλη.[15]
- Ενιχύει στην επούλωση των πληγών
- Προωθεί την υγιεινή του στόματος
- Απαλύνει τον πονόλαιμο
- Βοηθά στην αποφυγή των γαστρικών ελκών
- Βελτιώνει τα πεπτικά συμπτώματα
- Δυνατότητα αντιμετώπισης των συμπτωμάτων κυστικής ίνωσης
- Θεραπεία της ακμής[15]
Δείτε επίσης
Σημειώσεις
- ↑ Το μονοφλοραϊκό μέλι (αγγλικά: monofloral honey) είναι ένα είδος μελιού το οποίο έχει μια χαρακτηριστική γεύση ή άλλο χαρακτηριστικό, λόγω του ότι είναι κυρίως από το νέκταρ ενός φυτικού είδους.[Παρ. Σημ. 1]
- ↑ Η μεθυλγλυοξάλη (methylglyoxal [MGO]) είναι η οργανική ένωση με τον τύπο CH3C(O)CHO. Είναι ένα μειωμένο παράγωγο του πυρουβικού οξέος. Είναι μια δραστική ένωση η οποία εμπλέκεται στη βιολογία του διαβήτη. Η μεθυλγλυοξάλη παράγεται βιομηχανικά με αποικοδόμηση υδατανθράκων χρησιμοποιώντας υπερεκφραζόμενη συνθάση μεθυλγλυοξάλης (methylglyoxal synthase).[Παρ. Σημ. 2]
- ↑ Η διυδροξυακετόνη (DHA), επίσης γνωστή ως γλυκερόλη, είναι ένας απλός σακχαρίτης (μια τριόζη) του τύπου C3H6O3. Η DHA χρησιμοποιείται κυρίως ως συστατικό σε προϊόντα αντηλιακού μαυρίσματος. Συχνά προέρχεται από φυτικές πηγές όπως ζαχαρότευτλα, ζαχαροκάλαμο και από τη ζύμωση της γλυκερίνης.
- ↑ Η μελισσοπαλονιολογία (αγγλικά: melissopalynology) είναι η μελέτη της γύρης η οποία περιέχεται στο μέλι και, ειδικότερα, η πηγή της γύρης.[Παρ. Σημ. 3]
- Παραπομπές σημειώσεων
- ↑ Monofloral honey types Αρχειοθετήθηκε 2007-06-20 στο Wayback Machine.
- ↑ Lichtenthaler, Frieder W. (2010). Carbohydrates as Organic Raw Materials. doi: .
- ↑ {{[Harmonized methods of melissopalynology, Werner VON DER OHE, Livia PERSANO ODDO, Maria Lucia PIANA, Monique MORLOT, Peter MARTIN, 2004]}}
Παραπομπές
- ↑ 1,0 1,1 Stephens, JMC; Molan, PC; Clarkson, BD (2005). «A review of Leptospermum scoparium (Myrtaceae) in New Zealand». New Zealand Journal of Botany 43 (2): 431–449. doi: . ISSN 0028-825X.
- ↑ 2,0 2,1 Matheson, Andrew· Reid, Murray (2011). Practical beekeeping in New Zealand, 4th Edition. Exisle Publishing. σελ. 80. ISBN 9781877568527.
- ↑ Tanguy, C. Marina Marchese & Kim Flottum ; illustrations by Elara (2013). The honey connoisseur : selecting, tasting, and pairing honey, with a guide to more than 30 varietals. ISBN 9781579129293.
It (Leptospermum scoparium) is native to New Zealand and Australia"
- ↑ 4,0 4,1 Jon Morgan (5 March 2009). «Money from honey - a family affair». Dominion Post. http://www.stuff.co.nz/dominion-post/business/farming/1999278/Money-from-honey-a-family-affair. Ανακτήθηκε στις 12 March 2011.
- ↑ Ministry for Primary Industries. «Interim Labelling Guide for Manuka Honey». New Zealand Government. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 13 Ιανουαρίου 2015. Ανακτήθηκε στις 22 Δεκεμβρίου 2014.
- ↑ «Mānuka honey». Ministry of Primary Industry. 5 Φεβρουαρίου 2018.
- ↑ «Australian Manuka Honey Association - Our Quality Standards». Australian Manuka Honey Association (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 9 Ιουλίου 2019.
- ↑ Julie Biuso, Sizzle: Sensational Barbecue Food, Monterey, Cal.: Julie Biuso Publications, 2008, p. 154
- ↑ Crescent Dragonwagon, Passionate Vegetarian, New York: Workman Publishing Co., 2002, p. 958
- ↑ Israili, ZH (2014). «Antimicrobial properties of honey.». American Journal of Therapeutics 21 (4): 304–23. doi: . PMID 23782759. https://semanticscholar.org/paper/07edecc2ca82bc6d695c88568b016fc5544e3c1f.
- ↑ Eekhof, JA; Van Wijk, B; Knuistingh Neven, A; van der Wouden, JC (Apr 18, 2012). «Interventions for ingrowing toenails». Cochrane Database of Systematic Reviews 4 (4): CD001541. doi: . PMID 22513901.
- ↑ 12,0 12,1 12,2 Jonathan Leake (26 August 2013). «Food fraud buzz over fake manuka honey». The Times (London). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2013-09-15. https://web.archive.org/web/20130915094346/http://www.theaustralian.com.au/news/world/food-fraud-buzz-over-fake-manuka-honey/story-fnb64oi6-1226704038619. Ανακτήθηκε στις 28 December 2013.
- ↑ Mike Barrington (7 November 2012). «Honey fights: Millions of bees slaughtered». The New Zealand Herald. http://www.nzherald.co.nz/nz/news/article.cfm?c_id=1&objectid=10845682. Ανακτήθηκε στις 28 December 2013.
- ↑ Roy, Eleanor Ainge (4 Νοεμβρίου 2016). «Honey wars: crime and killings in New Zealand's booming manuka industry». the Guardian (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 29 Οκτωβρίου 2018.
- ↑ 15,0 15,1 15,2 15,3 Kaitlyn Berkheiser (29 Μαρτίου 2018). «7 Health Benefits of Manuka Honey, Based on Science». healthline.com. Ανακτήθηκε στις 30 Μαρτίου 2020.