Φόσα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Ucucha (συζήτηση | συνεισφορές)
Reverted 1 edit by 199.17.4.236; Many people. (TW)
Egmontaz (συζήτηση | συνεισφορές)
Νέο, μετάφραση του en:Fossa (animal)
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
{{Ταξινομοπλαίσιο
{{About|the animal with the common name '''fossa'''|the taxonomic genus ''Fossa''|Malagasy civet|other uses|Fossa (disambiguation)}}
| name=Φόσα<ref name="MSW3">{{cite book| title = [http://books.google.com/?id=JgAMbNSt8ikC&printsec=frontcover Mammal Species of the World: A Taxonomic and Geographic Reference]| last = Wozencraft | first = W. Christopher| author-link = | chapter = Order Carnivora (pp. 532-628)| pages = 559–561| page = | ref = | edition = 3rd | editor = Wilson, Don E., and Reeder, DeeAnn M., eds| date = 16 November 2005| publisher = Johns Hopkins University Press, 2 vols. (2142 pp.)| location = Baltimore| isbn= 978-0-8018-8221-0| url = http://www.bucknell.edu/msw3/browse.asp?id=14000446|}}</ref>
{{Taxobox
| name=Fossa{{r|MSW3}}
| status = VU
| status = VU
| trend=down
| trend=down
| status_system=iucn3.1
| status_system=iucn3.1
| status_ref = <ref name="IUCN">{{IUCN2008 | assessors = Hawkins, A.F.A. & Dollar, L. | year = 2008 | id = 5760 | title = Cryptoprocta ferox | downloaded = 11 Μαΐου 2006}}</ref>
| status_ref = {{r|IUCN}}
| image = Cryptoprocta Ferox.JPG
| image = Cryptoprocta Ferox.JPG
| regnum = [[Animal]]ia
| regnum = [[Ζώα]] (Animalia)
| phylum = [[Chordate|Chordata]]
| phylum = [[Χορδωτά]] (Chordata)
| classis = [[Mammal]]ia
| classis = [[Θηλαστικά]] (Mammalia)
| ordo = [[Σαρκοφάγα (τάξη)|Σαρκοφάγα]] (Carnivora)
| ordo = [[Carnivora]]
| familia = [[Eupleridae]]
| familia = [[Ευπλερίδες]] (Eupleridae)
| genus = '''''Cryptoprocta'''''
| genus = '''''Cryptoprocta'''''
| genus_authority = [[Edward Turner Bennett|Bennett]], 1833
| genus_authority = [[Edward Turner Bennett|Bennett]], 1833
Γραμμή 20: Γραμμή 19:
*''typicus'' <small>A. Smith, 1834</small>
*''typicus'' <small>A. Smith, 1834</small>
| range_map = Crytoprocta ferox range map.svg
| range_map = Crytoprocta ferox range map.svg
| range_map_caption=Κατανομή της Φόσας<br>(''Cryptoprocta ferox'')<ref name="2007Garbutt211-214">{{Harvnb|Garbutt|2007|pp=211–214.}}</ref>
| range_map_alt = Range map showing the fossa's distribution in Madagascar. Areas in red mark its distribution and mostly run along the outer edge of the island.
| range_map_caption=Distribution of the fossa<br>(''Cryptoprocta ferox''){{r|2007Garbutt211-214}}
}}
}}


Η '''Φόσα''' (''Cryptoprocta ferox'') είναι αιλουρόμορφο, σαρκοφάγο [[θηλαστικό]], [[Ενδημισμός|ενδημικό]] της [[Μαδαγασκάρη]]ς. Είναι μέλος των [[Ευπλερίδες|Ευπλερίδων]] (''Eupleridae''), [[οικογένεια (βιολογία)|οικογένεια]] [[σαρκοφάγα|σαρκοφάγων]] που είναι στενοί συγγενείς της [[μαγκούστα]]ς (οικογένεια Ερπηστίδων). Η [[Συστηματική ταξινόμηση|ταξινόμησή]] της έχει τεθεί υπό αμφισβήτηση καθώς τα φυσικά χαρακτηριστικά της μοιάζουν με αυτά των [[Φελίδες|Φελίδων]] (''Felidae''), ωστόσο άλλα χαρακτηριστικά υποδεικνύουν πιο στενή σχέση με τις [[Βιβερίδες]] (κυρίως μοσχογαλές και οι συγγενείς τους). Η ταξινόμησή της, μαζί με αυτή άλλων μαλαγασικών σαρκοφάγων, επηρέασαν υποθέσεις για το πόσες φορές σαρκοφάγα θηλαστικά εποίκισαν το νησί. Αφότου γενετικές μελέτες έδειξαν ότι η Φόσα και όλα τα άλλα μαλαγασιανά σαρκοφάγα έχουν στενότερους συγγενικούς δεσμούς μεταξύ τους (σχηματίζοντας [[κλαδιστική|κλάδο]], την οικογένεια των Ευπλερίδων), είναι πλέον παραδεκτό ότι τα σαρκοφάγα αποίκησαν το νησί μία φορά πριν από περίπου 18 με 20 εκατομμύρια χρόνια πριν.
The '''fossa''' (''Cryptoprocta ferox'') ({{pron-en|ˈfuːsə}} or {{IPA|/ˈfɒsə/}}{{r|2000Croke}}) is a cat-like, carnivorous [[mammal]] that is [[endemic (ecology)|endemic]] to [[Madagascar]]. It is a member of the [[Eupleridae]], a [[family (biology)|family]] of [[carnivora]]ns closely related to the [[mongoose]] family (Herpestidae). Its [[biological classification|classification]] has been controversial because its physical traits resemble those of [[Felidae|cats]], yet other traits suggest a close relationship with [[Viverridae|viverrids]] (most civets and their relatives). Its classification, along with that of the other Malagasy carnivores, influenced hypotheses about how many times mammalian carnivores have colonized the island. With genetic studies demonstrating that the fossa and all other Malagasy carnivores are most closely related to each other (forming a [[Cladistics|clade]], recognized as the family Eupleridae), carnivores are now thought to have colonized the island once around 18 to 20 million years ago.


Η Φόσα είναι το μεγαλύτερο θηλαστικό σαρκοφάγο του νησιού της Μαδαγασκάρης και έχει συγκριθεί με μικρό Κούγκαρ. Τα ενήλικα άτομα έχουν μήκος σώματος (μαζί με το κεφάλι) 70-80 εκατοστά και ζυγίσουν από 5.5 έως 8.6 κιλά, ενώ τα αρσενικά είναι μεγαλύτερα από τα θυληκά. Έχει ημισυσταλτά νύχια και εύκαμπτους αστράγαλους που της επιτρέπουν να ανεβοκατεβαίνει από δέντρα με το κεφάλι μπροστά καθώς να πηδάει από δέντρο σε δέντρο. Η Φόσα είναι μοναδική στην οικογένειά της ως προς το σχήμα των [[γεννητικά όργανα|γεννητικών της οργάνων]], τα οποία έχουν κοινά χαρακτηριστικά με αυτά των [[ύαινα|υαινών]] και των αιλουροειδών.
The fossa is the largest mammalian [[carnivore]] on the island of Madagascar and has been compared to a small [[cougar]]. Adults have a head-body length of {{convert|70|-|80|cm|in|abbr=on}} and weigh between {{convert|5.5|-|8.6|kg|lbs|abbr=on}}, with the males larger than the females. It has semi-retractable claws and flexible ankles that allow it to climb up and down trees head-first, and also support jumping from tree-to-tree. The fossa is unique within its family for the shape of its [[genitalia]], which share traits with those of cats and [[hyena]]s.


Το είδος είναι ευρέως διαδεδομένο στο νησί, αν και η πυκνότητα του πληθυσμού του είναι συνήθως χαμηλή. Βρίσκεται αποκλειστικά σε δάση, ενώ κυνηγά και την ημέρα και την νύχτα. Πάνω από το 50% της δίατάς του αποτελείται από [[λεμούριος|λεμούριους]], ενδημικά πρωτεύοντα του νησιού, ενώ έχουν καταγραφεί ως θηράματά του [[τενρέκ]], [[τρωκτικά]], σαύρες, πουλιά και άλλα ζώα. Το ζευγάρωμα συνήθως γίνεται στα δέντρα, σε οριζόντια κλαδιά και μπορεί να κρατήσει αρκετές ώρες. Οι γέννες αποτελούνται από ένα έως έξι μικρά, τα οποία γεννιούνται τυφλά και χωρίς δόντια ([[φωλεόφιλπ|φωλεόφιλα]]). Τα μικρά απογαλακτίζονται μετά από 4,5 μήνες ενώ γίνονται ανεξάρτητα μετά από ένα χρόνο. Η [[σεξουαλική ωριμότητα]] εμφανίζεται περίπου σε ηλικία τριών η τεσσάρων ετών ενώ το προσδόκιμο ζωής στην αιχμαλωσία είναι 20 χρόνια. Η Φόσα είναι καταχωριμένη ως ''[[εκτεθειμένο είδος]]'' από την [[Παγκόσμια Ένωση Προστασίας της Φύσης]] (IUCN). Εν γένει οι Μαλαγάσιοι την φοβούνται και συχνά προστατεύεται από το [[ταμπού]] τους, γνωστό ως ''fady''. Η μεγαλύτερη απειλή για το είδος είναι καταστροφή του οικοτόπου της.
The species is widespread, although [[population density|population densities]] are usually low. It is found solely in forested habitat, and actively hunts both day and night. Over 50% of its diet consists of [[lemur]]s, the endemic [[primate]]s found on the island, though [[tenrec]]s, [[rodent]]s, lizards, birds, and other animals are also documented as prey. Mating usually occurs in trees on horizontal limbs and can last for several hours. Litters range from one to six pups, which are born blind and toothless ([[altricial]]). Infants wean after 4.5&nbsp;months and are independent after a year. [[Sexual maturity]] occurs around three to four years of age, and life expectancy in captivity is 20&nbsp;years. The fossa is listed as "[[Vulnerable species|Vulnerable]]" by the [[International Union for Conservation of Nature]] (IUCN). It is generally feared by the Malagasy people and is often protected by their [[taboo]], known as ''fady''. The greatest threat to the species is [[habitat destruction]].


== Taxonomy ==
== Ταξινομία ==


Η Φόσα περιγράφηκε επίσημα το 1833 από τον [[Έντουαρντ Τέρνερ Μπένετ]] (''Edward Turner Bennett''). Το όνομα του γένους, ''Cryptoprocta'', έχει να κάνει με το πως ο [[πρωκτός]] του ζώου είναι κρυμμένος από τον πρωκτικό θύλακά του.<ref name="1986Köhncke">{{cite journal | last1 = Köhncke | first1 = M. | last2 = Leonhardt | first2 = K. | title = Cryptoprocta ferox | journal = [[Mammalian Species]] | issue = 254 | pages = 1–5 | year = 1986 | url = http://www.science.smith.edu/departments/Biology/VHAYSSEN/msi/pdf/i0076-3519-254-01-0001.pdf | format = PDF | accessdate = 19 May 2010}}</ref> Το όνομα του είδους, ''ferox'', προέρχεται από τα λατινικά και σημαίνει ''άγριο''.<ref name="1960Borror">{{Harvnb|Borror|1960|p=39.}}</ref> Το κοινό όνομα, ''φόσα'', προέρχεται από την [[μαλαγασική γλώσσα]], και γράφεται ''fossa'' ή ''fosa''.<ref name="1986Köhncke"/> Είναι το ίδιο με το όνομα γένους της [[Μαλαγασιανή μοσχογαλή|μαλαγασιανής μοσχογαλής]] (''Fossa fossana''), αλλά πρόκειται για διαφορετικά είδη. Επειδή έχει κοινά χαρακτηριστικά με τις [[μοσχογαλή|μοσχογαλές]], τις [[μαγκούστα|μαγκούστες]] και τις [[Φελίδες]], η [[συστηματική ταξινόμηση|ταξινόμησή]] της έχει υπάρξει αμφιλεγόμενη. Αρχικά, ο Μπένετ, την κατέταξε ως μοσχογαλή στην οικογένεια των [[Βιβερίδες|Βιβερίδων]], ταξινόμηση που ήταν για καιρό δημοφιλής στους ειδικούς. Η συμπαγής [[κρανιακή κοιλότητα]], οι μεγάλες [[οφθαλμική κόγχη|οφθαλμικές κόγχες]], τα συσταλτά νύχια και ο εξειδικευμένος για σαρκοφαγία [[οδοντικός τύπος]] οδήγησαν κάποιους να την ταξινομίσουν στις Φελίδες.<ref name="2003NatHist-13b">{{Harvnb|Hawkins|2003|pp=1360–1363.}}</ref> Το 1939, ο [[Ουίλιαμ Κινγκ Γκρέγκορι]] (''William King Gregory'') και ο Μίλο Χέλμαν (''Milo Hellman'') τοποθέτησαν την Φόσα σε δική της υποοικογένεια εντός των Φελίδων, στις Κρυπτοπρωκτίνες (''Cryptoproctinae''). Ο [[Τζορτζ Γκέιλορντ Σίμπσον]] (''George Gaylord Simpson'') την τοποθέτησε ξανά στις Βιβερίδες το 1945, πάλι σε δική της υποοικογένεια, παραδεχόμενος ωστόσο ότι είχε πολλά χαρακτηριστικά των Φελίδων.<ref name="1986Köhncke"/><ref name="2003NatHist-13a">{{Harvnb|Yoder|Flynn|2003|pp=1253–1256.}}</ref>
The fossa was formally described in 1833 by [[Edward Turner Bennett]]. The [[name of a biological genus|genus name]] ''Cryptoprocta'' refers to how the animal's [[anus]] is hidden by its anal pouch, from the [[Ancient Greek]] words ''crypto-'' "hidden", and ''procta'' "anus".{{r|1986Köhncke}} The [[species name]] ''ferox'' is the [[Latin]] adjective "fierce" or "wild."{{r|1960Borror}} Its [[common name]] is [[Malagasy language|Malagasy]] and can be spelled ''fossa'' or ''fosa''.{{r|1986Köhncke}} The common name is the same as the generic name of the [[Malagasy civet]] (''Fossa fossana''), but they are different species. Because of shared physical traits with [[civet]]s, [[mongoose]]s, and cats ([[Felidae]]), its [[biological classification|classification]] has been controversial. Bennett originally placed the fossa as a type of [[civet]] in the family [[Viverridae]], a classification that long remained popular among taxonomists. Its compact [[braincase]], large [[Orbit (anatomy)|eye sockets]], retractable claws, and specialized carnivorous [[dentition]] have also led some taxonomists to associate it with the felids.{{r|2003NatHist-13b}} In 1939, [[William King Gregory]] and Milo Hellman placed the fossa in its own subfamily within Felidae, the Cryptoproctinae. [[George Gaylord Simpson]] placed it back in Viverridae in 1945, still within its own subfamily, yet conceded it had many cat-like characteristics.{{r|1986Köhncke|2003NatHist-13a}}


[[File:Cryptoprocta ferox.jpg|thumb|upright|left|The fossa has a cat-like appearance, resembling a small cougar.{{r|1986Köhncke}}]]
[[File:Cryptoprocta ferox.jpg|thumb|upright|left|Η Φόσα έχει φελιδόμορφη εμφάνιση και μοιάζει με μικρό [[κούγκαρ]].<ref name="1986Köhncke"/>]]

In 1993, Géraldine Veron and François Catzeflis published a [[DNA hybridization]] study suggesting that the fossa was more closely related to mongooses (family Herpestidae) than to cats or civets.{{r|2003NatHist-13b|2003NatHist-13a}} However, in 1995, Veron's [[morphology (biology)|morphological]] study once again grouped it with Felidae.{{r|2003NatHist-13a}} In 2003, [[molecular phylogenetics|molecular phylogenetic]] studies using [[Nuclear DNA|nuclear]] and [[Mitochondrial DNA|mitochondrial genes]] by [[Anne Yoder]] and colleagues showed that all native Malagasy carnivorans share a common ancestry that excludes other carnivores (meaning they form a [[Cladistics|clade]], making them [[Monophyly|monophyletic]]) and are most closely related to Asian and African Herpestidae.{{r|2003Yoder|2004Veron|2007Barycka}} To reflect these relationships, all Malagasy carnivorans are now placed in a single family, [[Eupleridae]].{{r|MSW3}} Within Eupleridae, the fossa is placed in the subfamily [[Euplerinae]] with the [[falanouc]] (''Eupleres goudoti'') and Malagasy Civet, but its exact relationships are poorly resolved.{{r|MSW3|2003Yoder|2007Barycka}}
Το 1993 η Géraldine Veron και ο François Catzeflis δημοσίευσαν μία μελέτη [[υβριδοποίηση DNA|υβριδοποίησης DNA]] που υποδείκνυε ότι η Φόσα έχει πιο στενή σχέση με τις μαγκούστες (οικογένεια Ερπηστίδες) παρά με τις Φελίδες και τις μοσχογαλές.<ref name="2003NatHist-13b"/><ref name="2003NatHist-13a"/> Ωστόσο το 1995 μια [[μορφολογία (βιολογία)|μορφολογική]] μελέτη της Veron τοποθέτησε για άλλη μια φορά την Φόσα στις Φελίδες.<ref name="2003NatHist-13a"/> Το 2003, μελέτες [[μοριακή φυλογενετική|μοριακής φυλογενετικής]] της [[Αν Γιόντερ]] (''Anne Yoder'') και συναδέλφων της, που χρησιμοποίησαν νουκλεϊκά και μιτοχονδριακά γονίδια, έδειξαν ότι όλα τα ιθαγενή σαρκοφάγα της Μαδαγασκάρης έχουν κοινή καταγωγή που αποκλείει τα υπόλοιπα σαρκοφάγα (σημαίνοντας ότι σχηματίζουν [[κλαδιστική|κλάδο]], κάνοντάς τα [[μονοφυλία|μονοφυλετικά]]) και έχουν μεγαλύτερη συγγένεια με της Ερπηστίδες της Ασίας και της Αφρικής.<ref name="2003Yoder"/><ref name="2004Veron">{{cite journal | last1 = Veron | first1 = G. | last2 = Colyn | first2 = M. | last3 = Dunham | first3 = A.E. | last4 = Taylor | first4 = P. | last5 = Gaubert | first5 = P. | title = Molecular systematics and origin of sociality in mongooses (Herpestidae, Carnivora) | journal = Molecular Phylogenetics and Evolution | volume = 30 | issue = 3 | year = 2004 | pmid = 15012940 | pages = 582–598 | doi = 10.1016/S1055-7903(03)00229-X | url = http://www.durban.gov.za/durban/discover/museums/nsm/pubs/recent-publications/Veron%20et%20al%202004%20MPEV.pdf | format = PDF | accessdate = 19 May 2010}}</ref><ref name="2007Barycka"/> Μετά από αυτό, όλα τα σαρκοφάγα της Μαδαγασκάρης τοποθετήθηκαν σε μία οικογένεια, τις [[Ευπλερίδες]].<ref name="MSW3"/> Εντός της οικογένειας των Επλερίδων, η Φόσα τοποθετήθηκε στην υποοικογένεια των Ευπλερίνων (''Euplerinae'') μαζί με το [[Φαλανούκ]] (''Eupleres goudoti'') και την Μαλαγασιανή μοσχογαλή, αλλά οι μεταξύ τους σχέσεις δεν έχουν μελετηθεί ακόμα αρκετά.<ref name="MSW3"/><ref name="2003Yoder"/><ref name="2007Barycka"/>

Ένας εξαφανισμένος συγγενής της Φόσας περιγράφηκε το 1902 από [[υποαπολίθωμα|υποαπολιθωμένα]] κατάλοιπα και αναγνωρίστηκε ως ξεχωριστό είδος, ''[[Cryptoprocta spelea]]'', το 1935. Το είδος ήταν πολύ μεγαλύτερο από την Φόσα, αλλά κατά τα άλλα παρόμοιο.<ref name="1986Köhncke"/><ref name="2004Goodman">{{cite journal | last1 = Goodman | first1 = S.M. | last2 = Rasoloarison | first2 = R.M. | last3 = Ganzhorn | first3 = J.U. | year = 2004 | url = http://www.mnhn.fr/museum/front/medias/publication/1334_z04n1a9.pdf | format = PDF | title = On the specific identification of subfossil ''Cryptoprocta'' (Mammalia, Carnivora) from Madagascar | journal = Zoosystema | volume = 26 | issue = 1 | pages = 129–143}}</ref> Κατά μήκος της Μαδαγασκάρης, οι άνθρωποι αναγνωρίζουν δύο είδη φόσας, ένα μεγάλο ''fosa mainty'' (μαύρη φόσα) και ένα μικρότερο ''fosa mena'' (κοκκινωπή φόσα), ενώ έχει αναφερθεί και μία λευκή στα νοτιοδυτικά. Δεν είναι ξεκάθαρο αν πρόκειται απλώς για λαϊκή παράδοση ή υπάρχει ποικιλία στο είδος που να έχει να κάνει με το φύλο, την ηλικία ή περιπτώσεις [[μελανισμός|μελανισμού]] και [[λευκισμός|λευκισμού]] ή αν όντως υπάρχουν παραπάνω από ένα είδη φόσας.<ref name="2004Goodman"/><ref name="2009HMWv1">{{Harvnb|Goodman|2009|loc=Family Eupleridae (Madagascar Carnivores)}}</ref><ref name="1986Köhncke"/>


An extinct relative of the fossa was described in 1902 from [[subfossil]] remains and recognized as a separate species, ''[[Cryptoprocta spelea]]'', in 1935. This species was much larger than the living fossa, but otherwise similar.{{r|1986Köhncke|2004Goodman}} Across Madagascar, people distinguish two kinds of fossa—a large ''fosa mainty'' ("black fossa") and the smaller ''fosa mena'' ("reddish fossa")—and a white form has been reported in the southwest. It is unclear whether this is purely folklore or individual variation&mdash;related to sex, age or instances of [[melanism]] and [[leucism]]&mdash;or whether there is indeed more than one species of living fossa.{{r|1986Köhncke|2004Goodman|2009HMWv1}}
{| align=center width=900px
{| align=center width=900px
|-
|-
|
|
{{κλαδόγραμμα|align=center|τίτλος=Φυλογενετική των Ευπλερίδων εντός των Αιλουρόμορφων<ref name="2007Barycka">{{cite journal | last = Barycka | first = E. | title = Evolution and systematics of the feliform Carnivora | journal = Mammalian Biology | volume = 72 | issue = 5 | year = 2007 | pages = 257–282 | doi = 10.1016/j.mambio.2006.10.011}}</ref>
{{cladogram|align=center|title=Phylogeny of Eupleridae within Feliformia{{r|2007Barycka}}
|clades={{Clade|style=font-size:75%; line-height:90%; width:32em;
|clades={{Κλάδος2|style=font-size:75%; line-height:90%; width:32em;
|label1=[[Feliformia]]&nbsp;
|label1=[[Feliformia]]&nbsp;
|1={{Clade
|1={{Κλάδος2
|1=(άλλα αιλουρόμορφα)
|1=(other feliforms)
|2={{Clade
|2={{Κλάδος2
|1=[[Viverridae]] ([[civet]]s, [[Genet (animal)|genets]], and their relatives)
|1=[[Βιβερίδες]] ([[μοσχογαλή|μοσχογαλές]], [[γκένετ]], και συγγενείς)
|2={{Clade
|2={{Κλάδος2
|1=[[Hyaenidae]] (hyenas)
|1=[[Hyaenidae]] (ύαινες)
|2={{Clade
|2={{Κλάδος2
|1=[[Herpestidae]] (mongooses)
|1=[[Herpestidae]] (μαγκούστες)
|2={{Clade
|2={{Κλάδος2
|1='''Eupleridae''' (Malagasy carnivores)
|1='''Eupleridae''' (Μαλαγασικά σαρκοφάγα)
}}
}}
}}
}}
Γραμμή 62: Γραμμή 62:
}}
}}
|
|
{{κλαδόγραμμα|align=center|τίτλος=Φυλογενετική των σαρκοφάγων της Μαδαγασκάρης (Eupleridae)<ref name="2003Yoder">{{cite journal | doi = 10.1038/nature01303 | last1 = Yoder | first1 = A.D. | last2 = Burns | first2 = M.M. | last3 = Zehr | first3 = S. | last4 = Delefosse | first4 = T. | last5 = Veron | first5 = G. | last6 = Goodman | first6 = S.M. | last7 = Flynn | first7 = J.J. | title = Single origin of Malagasy Carnivora from an African ancestor | journal = Nature | volume = 421 | issue = 6924 | year = 2003 | pages = 734–737 | url = http://www.biology.duke.edu/yoderlab/reprints/2003YoderBurnsNature.pdf | format = PDF | accessdate = 19 May 2010 | pmid = 12610623}}</ref>
{{cladogram|align=center|title=Phylogeny of Malagasy carnivores (Eupleridae){{r|2003Yoder}}
|clades={{Clade|style=font-size:75%; line-height:90%; width:41em;
|clades={{Κλάδος2|style=font-size:75%; line-height:90%; width:41em;
|label1=[[Eupleridae]]&nbsp;
|label1=[[Eupleridae]]&nbsp;
|1={{Clade
|1={{Κλάδος2
|1={{Clade
|1={{Κλάδος2
|label1='''''Cryptoprocta'''''
|label1='''''Cryptoprocta'''''
|1={{Clade
|1={{Κλάδος2
|1='''''C. ferox''''' ('''Fossa''')
|1='''''C. ferox''''' ('''Φόσα''')
|2=†''C. spelea'' ([[Cryptoprocta spelea|giant fossa]])
|2=†''C. spelea'' ([[Cryptoprocta spelea|Γιγάντια Φόσα]])
}}
}}
|2=''Fossa'' ([[Malagasy civet]])
|2=''Fossa'' ([[Μαλαγασική μοσχογαλή]])
}}
}}
|2=''[[Eupleres]]''|state2=dashed
|2=''[[Eupleres]]''|state2=dashed
|3={{Clade
|3={{Κλάδος2
|1=''Galidia'' ([[ring-tailed mongoose]])
|1=''Galidia'' ([[Μαγκούστα με δακτυλιδωτή ουρά]])
|2={{Clade
|2={{Κλάδος2
|1=''[[Galidictis]]''
|1=''[[Galidictis]]''
|2={{Clade
|2={{Κλάδος2
|1=''[[Salanoia]]''|state1=dashed
|1=''[[Salanoia]]''|state1=dashed
|2=''Mungotictis'' ([[narrow-striped mongoose]])
|2=''Mungotictis''
}}
}}
}}
}}
Γραμμή 90: Γραμμή 90:
|}
|}


== Description ==
== Περιγραφή ==


Η φόσα μοιάζει με μικρογραφία μεγάλου είδους φελίδων, όπως το κούγκαρ,<ref name="2009HMWv1"/> αλλά με πιο λεπτοκαμωμένο σώμα και μυώδη άκρα,<ref name="2003NatHist-13b"/> ενώ η ουρά της έχει σχεδόν όσο μήκος έχει το υπόλοιπο σώμα.<ref name="2009HMWv1"/> Έχει κεφάλι που μοιάζει με της [[μαγκούστα]]ς,<ref name="2003NatHist-13b"/> σχετικά μακρύτερο από αυτό της γάτας,<ref name="2009HMWv1"/> με πιο ευρύ<ref name="2003NatHist-13b"/> και κοντό<ref name="2009HMWv1"/> ωστόσο ρύγχος και μεγάλα αλλά στρογγυλεμένα αυτιά.<ref name="1986Köhncke"/><ref name="2009HMWv1"/> Έχει μέτρια καφέ μάτια σχετικά απομακρυσμένα μεταξύ τους με κόρες που συμβάλλουν σε σχισμές. Όπως πολλά σαρκοφάγα που κυνηγούν νύχτα, τα μάτια της αντανακλούν το φως, το οποίο έχει πορτοκαλί χροιά.<ref name="2003NatHist-13b"/>
The fossa appears as a diminutive form of a large felid, such as a cougar,{{r|2009HMWv1}} but with a slender body and muscular limbs,{{r|2003NatHist-13b}} and a tail nearly as long as the rest of the body.{{r|2009HMWv1}} It has a [[mongoose]]-like head,{{r|2003NatHist-13b}} relatively longer than that of a cat,{{r|2009HMWv1}} although with a muzzle that is broad{{r|2003NatHist-13b}} and short,{{r|2009HMWv1}} and with large but rounded ears.{{r|1986Köhncke|2009HMWv1}} It has medium brown eyes set relatively wide apart with pupils that contract to slits. Like many carnivorans that hunt at night, its [[Tapetum lucidum|eyes reflect light]]; the reflected light is orange in hue.{{r|2003NatHist-13b}}
Το μήκος του σώματος της μαζί με το κεφάλι έχει μήκος 70-80&nbsp;cm και η ουρά της 65-70&nbsp;cm. Το είδος έχει [[σεξουαλικός διμορφισμός|σεξουαλικός διμορφισμός]], με τα ενήλικα αρσενικά να ζυγίζουν 6,2-8,6&nbsp;kg, πιο πολύ από τα θηλυκά, τα οποία ζυγίζουν 5,5–6,8&nbsp;kg.<ref name="2009HMWv1"/> Τα μικρότερα άτομα βρίσκονται τυπικά στα βόρεια και τα ανατολικά της Μαδαγασκάρης, ενώ τα μεγαλύτερα στα νότια και δυτικά,<ref name="1986Köhncke"/> κατά πάσα πιθανότητα λόγω του [[κανόνας του Μπέργκμαν|κανόνα του Μπέργκμαν]]. Έχουν αναφερθεί ασυνήθιστα μεγάλα άτομα με βάρος έως και 20&nbsp;kg, αλλά υπάρχει κάποια αμφιβολία ως προς την αξιοπιστία των μετρήσεων.<ref name="2009HMWv1"/> Η φόσα έχει καλή όσφρηση, ακοή και όραση. Είναι εύρωστο ζώο και οι ασθένειες σε αιχμάλωτα ζώα είναι σπάνιες.<ref name="2003Winkler">{{cite journal | last1 = Winkler |first1 = A. | title = Neueste Erkenntnisse zur Biologie, Haltung und Zucht der Fossa (''Cryptoprocta ferox'') |year = 2003 | journal=Der Zoologische Garten | series= N.F. | volume =73 |issue=5|pages=296–311}}</ref>
Its head-body length is {{convert|70|-|80|cm|in|abbr=on}} and its tail is {{convert|65|-|70|cm|in|abbr=on}} long. There is some [[sexual dimorphism]], with adult males (weighing 6.2–8.6&nbsp;kg; 14–19&nbsp;lb) being larger than females (5.5–6.8&nbsp;kg; 12–15&nbsp;lb)).{{r|2009HMWv1}} Smaller individuals are typically found north and east on Madagascar, while larger ones to the south and west,{{r|1986Köhncke}} likely due to [[Bergmann's rule]]. Unusually large individuals weighing up to {{convert|20|kg|lb|abbr=on}} have been reported, but there is some doubt as to the reliability of the measurements.{{r|2009HMWv1}} The fossa can smell, hear, and see well. It is a robust animal and illnesses are rare in captive fossas.{{r|2003Winkler}}


[[image:Fossa (mammal) skulls.jpg|thumb|right|upright|Cranium (dorsal, ventral, and lateral views) and mandible (lateral and dorsal views)]]
[[image:Fossa (mammal) skulls.jpg|thumb|right|upright|Κρανίο (ραχιαία, κοιλιακή και πλευρική όψη) και κάτω γνάθος (πλευρική και ραχιαία όψη)]]
Both males and females have a short, straight [[pelage]] that is relatively dense and without spots or patterns. Both sexes are generally a reddish-brown dorsally and colored a dirty cream ventrally. When in rut, they may have an orange coloration to their [[abdomen]] from a reddish substance secreted by a chest [[gland]] secretions when in rut, but this has not been consistently observed by all researchers. The tail tends to be lighter in coloration than the sides. Juveniles are either gray or nearly white.{{r|1986Köhncke|2009HMWv1}}


Αμφότερα τα αρσενικά και τα θηλυκά έχουν κοντό και ίσιο [[τρίχωμα]] το οποίο είναι σχετικά πυκνό και χωρίς στίγματα ή μοτίβα. Και τα δύο φύλα έχουν εν γένει κοκκινωπό-καφέ τρίχωμα στην ράχη και μουντό κιτρινωπό στην κάτω πλευρά. Την περίοδο αναπαραγωγής ενδέχεται να έχουν πορτοκαλί χρωματισμό στην κοιλιακή χώρα εξαιτίας μιας κοκκινωπής ουσίας που εκκρίνεται από ένα αδένα του στήθους, αλλά αυτό δεν έχει παρατηρηθεί από όλους τους ερευνητές. Η ουρά τείνει να έχει πιο ανοιχτή απόχρωση από ότι οι πλευρές. Τα νεαρά άτομα είναι είτε γκρι είτε σχεδόν άσπρα.<ref name="1986Köhncke"/><ref name="2009HMWv1"/>
Several of the animal's physical features are adaptions to climbing through trees.{{r|2003NatHist-13b}} It uses its tail to aid in balance and has semi-retractable claws that it uses to climb trees in its search for prey.{{r|2009HMWv1}} It has [[plantigrade|semiplantigrade]] feet,{{r|1986Köhncke}} switching between a plantigrade-like gait (when [[arboreal]]) and a [[digitigrade]]-like one (when [[terrestrial animal|terrestrial]]).{{r|2007Mueller}} The soles of its paws are nearly bare and covered with strong pads.{{r|1986Köhncke}} The fossa has very flexible ankles that allow it to readily grasp tree trunks so as to climb up or down trees head first or to leap to another tree.{{r|2003NatHist-13b}} Captive juveniles have been known to swing upside down by their hindfeet from knotted ropes.{{r|2003NatHist-13b}}


Αρκετά από τα φυσικά χαρακτηριστικά του ζώου είναι προσαρμογές για να σκαρφαλώνει σε δέντρα.<ref name="2003NatHist-13b"/> Χρησιμοποιεί την ουρά του για ισορροπία ενώ έχει ημι-συσταλτά νύχια τα οποία χρησιμοποιεί στο σκαρφάλωμα και το κυνήγι της λείας.<ref name="2009HMWv1"/> Είναι [[πελματοβάμον|ημιπελματοβάμον]] ζώο,<ref name="1986Köhncke"/><ref group="Σημ.">Ζώο που περπατάει με ακουμπώντας όλο το πέλμα στο έδαφος, όπως για παράδειγμα ο άνθρωπος.</ref> όντας πελματοβάμον όταν βρίσκεται στα δέντρα και [[δακτυλοβάμον]]<ref group="Σημ.">Ζώο που περπατάει ακουμπώντας μόνο τα δάκτυλα του στο έδαφος, όπως για παράδειγμα τα πουλιά, οι γάτες και οι σκύλοι.</ref> όταν βρίσκεται στο έδαφος.<ref name="2007Mueller">{{cite journal | last1 = Mueller | first1 = J. | last2 = Sironen | first2 = A. | last3 = Lukas | first3 = K.E. | title = Infant development and behavior in the Fossa ''Cryptoprocta ferox'' | journal = Small Carnivore Conservation | volume = 37 | pages = 11–17 | year = 2007 | url = http://smallcarnivoreconservation.org/sccwiki/images/b/bf/SCC37_Mueller_et_al.pdf | format = PDF}}</ref> Η πατούσες του είναι σχεδόν γυμνές και καλύπτωνται από δυνατά μαξιλαράκια.<ref name="1986Köhncke"/> Η φόσα έχει πολύ ευέλικτους αστράγαλους που της επιτρέπουν να γραπώνει κορμούς έτσι ώστε να ανεβοκατεβαίνει στα δέντρα με το κεφάλι μπροστά ή να πηδάει από δέντρο σε δέντρο.<ref name="2003NatHist-13b"/> Ανήλικα άτομα σε αιχμαλωσία είναι γνωστό ότι κρέμονται ανάποδα από τα πίσω πόδια τους από σχοινιά με κόμπους.<ref name="2003NatHist-13b"/>
The fossa has several [[scent gland]]s, although the glands are less developed in females. Like herpestids it has a [[perianal]] skin gland inside an anal sac which surrounds the anus like a pocket. The pocket opens to the exterior with a horizontal slit below the tail. Other glands are located near the penis or vagina, with the penile glands emitting a strong odor. Like the herpestids, it has no [[prescrotal]] glands.{{r|1986Köhncke}}


Η φόσα έχει αρκετούς οσμηγόνους αδένες, οι οποίοι είναι λιγότερο αναπτυγμένοι στα θηλυκά. Όπως και οι ερπηστίδες έχει περιπρωκτικό δερματικό αδένα σε πρωκτικό σάκο ο οποίος περικλείει τον πρωκτό σαν θύλακας. Ο θύλακας ανοίγει προς τα έξω με μία οριζόντια σχισμή κάτω από την ουρά. Άλλοι αδένες βρίσκονται στην περιοχή του πέους ή του αιδοίου, οι αδένες που βρίσκονται στο πέος αναδίδουν ισχυρή οσμή. Όπως και οι επρηστίδες δεν έχει περιοσχεϊκούς αδένες.<ref name="1986Köhncke"/>
One of the more interesting physical features of this species is its external genitalia. Males have an unusually long penis and [[baculum]] (penis bone), reaching to between its forelegs when erect. The [[glans]] extends about halfway down the shaft and is spiny except at the tip. In comparison, the glans of felids is short and spiny, while that of viverrids is smooth and long.{{r|1986Köhncke}} The female fossa exhibits transient [[masculization]], starting at about 1–2 years of age, developing an enlarged, spiny [[clitoris]] that resembles a male's penis. The enlarged clitoris is supported by an [[os clitoridis]],{{r|2009HMWv1}} which decreases in size as the animal grows.{{r|2007Mueller}} Females do not have a pseudo-scrotum,{{r|2009HMWv1}} but they do secrete an orange substance that colors their underparts, much like the secretions of males.{{r|2009PEoM}} Hormone levels ([[testosterone]], [[androstenedione]], [[dihydrotestosterone]]) do not seem to play a part in this transient masculization, as those levels are the same in masculinized juveniles and nonmasculinized adults. It is speculated that the transient masculization either reduces sexual harassment of juvenile females by adult males, or reduces aggression from territorial females.{{r|2009HMWv1}} While females of other mammal species (such as the [[spotted hyena]]) have a [[pseudo-penis]],{{r|2002Drea}} none of them are known to have theirs diminish in size as the animal grows.{{r|2009PEoM}}


Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα φυσικά χαρακτηριστικά του είδους είναι τα εξωτερικά γεννητικά του όργανα. Τα αρσενικά έχουν ασυνήθηστα μακρύ πέος και οστό πέους (''baculum'') το οποίο σε στύση φτάνει στα μπροστινά του πόδια. Η [[βάλανος]] εκτείνεται στον μισό κορμό και είναι ακανθώδης εκτός από την άκρη. Συγκριτικά, η βάλανος των φελίδων είναι κοντή και ακανθώδης ενώ των βιβερίδων λεία και μακρυά.<ref name="1986Köhncke"/> Η θηλυκή φόσα εμφανίζει παροδική αρρενοποίηση, η οποία ξεκινά σε ηλικία 1–2 ετών, αναπτύσσοντας ακανθώδη [[κλειτορίδα]] που μοιάζει με το πέος των αρσενικών. Η μεγεθυμένη κλειτορίδα υποστηρίζεται από ένα οστό (''os clitoridis''),<ref name="2009HMWv1"/> το οποίο μειώνεται σε μέγεθος όσο το ζώο μεγαλώνει.<ref name="2007Mueller"/> Τα θηλυκά δεν έχουν ψευδο-όσχεο,<ref name="2009HMWv1"/> αλλά εκκρίνουν μια πορτοκαλί ουσία η οποία χρωματίζει το κάτω μέρος του σώματός τους.<ref name="2009PEoM">{{Harvnb|Macdonald|2009|pp=668–669.}}</ref> Τα επίπεδα των ορμονών ([[τεστοστερόνη]], [[ανδροστενεδιόνη]], [[διυδροτεστοστερόνη]]) δεν φαίνεται να παίζουν κάποιον ρόλο σε αυτή την διαδικασία αρρενοποίησης, καθώς οι ορμόνες υπάρχουν σε ίδια επίπεδα και στα αρρενοποιημένα νεαρά ζώα αλλά και στα μη αρρενοποιημένα ενήλικα. Εκτιμάται ότι αυτή η διαδικασία είτε μειώνει την σεξουαλική παρενόχληση των νεαρών θηλυκών από τα ενήλικα αρσενικά, είτε μειώνει την επιθετικότητα των κτητικών ως προς την περιοχή θηλυκών.<ref name="2009HMWv1"/> Ενώ και άλλα θηλυκά θηλαστικά (όπως η [[ύαινα η στικτή]]) είναι γνωστό ότι έχουν [[ψευδο-πέος]],<ref name="2002Drea">{{cite journal | last1 = Drea | first1 = C.M. | last2 = Place | first2 = N.J. | last3 = Weldele | first3 = M.L. | last4 = Coscia | first4 = E.M. | last5 = Licht | first5 = P. | last6 = Glickman | first6 = S.E. | title = Exposure to naturally circulating androgens during foetal life incurs direct reproductive costs in female spotted hyenas, but is prerequisite for male mating | journal = Proceedings of the Royal Society B | year = 2002 | volume = 269 | issue = 1504 | pmid = 12396496 | pages = 1981–1987 | pmc = 1691120 | doi = 10.1098/rspb.2002.2109 | url = http://rspb.royalsocietypublishing.org/content/269/1504/1981.full.pdf | format = PDF}}</ref> σε κανένα από αυτά δεν μειώνεται σε μέγεθος όσο το ζώο μεγαλώνει.<ref name="2009PEoM"/>
===Comparison with related carnivores===


=== Σύγκριση με συγγενικά σαρκοφάγα ===
Overall, the fossa has features in common with three different carnivoran families, leading researchers to place it and other members of the Eupleridae alternatively in Herpestidae, Viverridae, and Felidae. Felid features are primarily those associated with eating and [[digestion]], including teeth shape and [[facial]] portions of the skull, the tongue, and the [[digestive tract]],{{r|1986Köhncke}} typical of its exclusively carnivorous diet.{{r|2003NatHist-13b}} The remainder of the skull most closely resembles those of genus ''[[Viverra]]'', while the general body structure is most similar to that of various members of Herpestidae. The permanent dentition is {{DentalFormula|upper=3.1.3-4.1|lower=3.1.3-4.1}} (three [[incisor]]s, one [[canine tooth|canine]], three or four [[premolar]]s, and one [[molar (tooth)|molar]] on each side of both the upper and lower jaws), with the deciduous formula being similar but lacking the fourth premolar and the molar. The fossa has a large, prominent [[rhinarium]] similar to that of viverrids, but has comparatively larger, round ears, almost as large as those of a similarly sized felid. Its facial [[vibrissae]] (whiskers) are long, with the longest being longer than its head. Like some mongoose genera, particularly ''[[Galidia]]'' (which is now in the fossa's own Eupleridae family) and ''[[Herpestes]]'' (of Herpestidae), it has [[carpal]] vibrassae as well. Its claws are retractile, but unlike those of Felidae species, they are not hidden in skin sheaths. It has three pairs of nipples (one inguinal, one ventral, and one pectoral).{{r|2009HMWv1}}
Γενικώς, η φόσα έχει κοινά χαρακτηριστηκά με τρεις διαφορετικές οικογένειες σαρκοφάγων, γεγονός που οδήγησε τους ερευνητές να την τοποθετήσουν, όπως και άλλα μέλη των Ευπλερίδων, στις οικογένειες των Ερπεστίδων, των Βιβερίδων και των Φελίδων. Τα χαρακτηριστικά που είναι κοινά με τις Φελίδες είναι κυρίως αυτά που έχουν να κάνουν με την διατροφή και την [[πέψη]], όπως το σχήμα των δοντιών και το εμπρόσθιο τμήμα του κρανίου, την γλώσσα και την [[πεπτική οδός|πεπτική οδό]],<ref name="1986Köhncke"/> τα οποία είναι τυπικά της αποκλειστικά σαρκοφάγου δίαιτάς της.<ref name="2003NatHist-13b"/> Το υπόλοιπο τμήμα του κρανίου μοιάζει περισσότερο με αυτό των μελών του γένους ''[[Vivera]]'', ενώ γενικώς η σωματική της δομή μοιάζει περισσότερο με τα διάφορα μέλη της οικογένειας των Ερπηστίδων. Ο μόνιμος οδοντικός τύπος της είναι: <math>\tfrac{3.1.3-4.1}{3.1.3-4.1}</math> (τρεις [[κοπτήρες]], ένας [[κυνόδοντας]], τρεις ή τέσσερεις [[προγόμφιοι]] και ένας [[γομφίος]] σε κάθε πλευρά και της άνω και της κάτω γνάθου), ενώ ο προσωρινός οδοντικός τύπος είναι παρόμοιος χωρίς όμως των τέταρτο προγόμφιο και τον γομφίο. Η φόσα έχει μεγάλο, εξέχον ρινάριο (''rhinarium'') παρόμοιο με αυτό των βιβερίδων, αλλά σχετικά μεγαλύτερα, στρογγυλεμένα αυτιά, σχεδόν τόσο μεγάλα όσο αυτά ενός παρομοίου μεγέθους μέλους των Φελίδων. Έχει μουστάκια στο πρόσωπο τα οποία είναι μεγάλα, ενώ τα μεγαλύτερα από αυτά είναι μακρύτερα από το κεφάλι. Όπως κάποια γένη μαγκούστας, ειδικά το ''[[Galidia]]'' (το οποίο πλέον έχει τοποθετηθεί στην οικογένεια της φόσας, Ευπλερίδες) και το ''[[Herpestes]]'' (της οικογένειας των Ερπηστίδων), έχει «μουστάκια» και στους καρπούς. Τα νύχια της είναι συσταλτά, αλλά εν αντιθέσει με αυτά των ειδών των Φελίδων, δεν είναι κρυμμένα σε θήκες δέρματος. Έχει τρία ζεύγη θηλών (ένα βουβωνικό, ένα κοιλιακό και ένα θωρακικό).<ref name="2009HMWv1"/>


== Οικότοπος και κατανομή ==
== Habitat and distribution ==


Η φόσα έχει το μεγαλύτερο εύρος γεωγραφικής κατανομής από όλα τα σαρκοφάγα της Μαδαγασκάρης, και εν γένει βρίσκεται σε μικρούς πληθυσμούς σε όλο το νησί, σε υπολείμματα δασικών εκτάσεων, προτιμώντας αδιατάραχτα παρθένα δάση. Βρίσκεται και σε κάποια υποβαθμισμένα δάση, αν και σε μικρότερους αριθμούς. Παρότι βρίσκεται σε όλες τις γνωστές μορφές δάσους της Μαδαγασκάρης, συμπεριλαμβανομένων των δυτικών ξηρών φυλλοβόλων δασών, των ανατολικών βροχοδασών, και των νότιων ακανθωδών δασών,<ref name="2007Dollar">{{Harvnb|Dollar|2007|pp=63–76.}}</ref> εμφανίζεται συχνότερα σε υγρά παρά σε ξηρά δάση. Αυτό μπορεί να οφείλεται στο ότι ο θόλος των ξηρών δασών παρέχει λιγότερη σκιά, και επειδή η φόσα φαίνεται ότι περιπλανιέται ευκολότερα σε υγρά δάση.<ref name="2003NatHist-13b"/> Απουσιάζει από περιοχές όπου ο οικότοπος έχει υψηλή διατάραξη, και όπως το μεγαλύτερο μέρος της πανίδας της Μαδαγασκάρης, απουσιάζει από το κεντρικό υψήπεδο του νησιού.<ref name="1996Goodman">{{cite journal | last = Goodman | first = S.M. | title = The carnivores of the Reserve Naturelle Integrale d'Andringitra, Madagascar | journal = Fieldiana Zoology | year = 1996 | issue=85 | pages = 289–292 | issn = 0015-0754}}</ref>
The fossa has the most widespread geographical range of the Malagasy carnivores, and is generally found in low numbers throughout the island in remaining tracts of forest, preferring pristine undisturbed forest habitat. It is also encountered in some degraded forests, but in lower numbers. Although the fossa is found in all known forest habitats throughout Madagascar, including the western, dry [[deciduous forest]]s, the eastern [[rainforest]]s, and the southern [[Madagascar spiny thickets|spiny forests]],{{r|2007Dollar}} it is seen more frequently in humid than in dry forests. This may be because the reduced [[canopy (biology)|canopy]] in dry forests provides less shade, and also because the fossa seems to travel more easily in humid forests.{{r|2003NatHist-13b}} It is absent from areas with the heaviest habitat disturbance and, like most of Madagascar's fauna, from the central high plateau of the country.{{r|2007Dollar}}


Η φόσα έχει βρεθεί σε διάφορα υψόμετρα σε μη διαταραγμένα τμήματα προστατευόμενων περιοχών σε όλη την Μαδαγασκάρη. Στο ''Réserve Naturelle Intégrale d'Andringitra'', έχει αναφερθεί η ύπαρξη της φόσας σε τέσσερα διαφορετικά σημεία με υψόμετρο από 810 έως 1625 m.<ref name="1996Goodman"/> Το υψηλότερο υψόμετρο στο οποίο έχει αναφερθεί η παρουσία της είναι 2000 m,<ref name="1973Albignac">{{Harvnb|Albignac|1973|pp=1–206.}}</ref> ενώ η παρουσία της στο ''Andringitra Massif'' τελικώς επιβεβαιώθηκε το 1996.<ref name="1996Goodman"/> Παρομοίως έχουν παρουσιαστεί στοιχεία για την ύπαρξη της φόσας σε υψόμετρα από 440 έως 1875 m στο Εθνικό Πάρκο Andohahela.<ref name="1999Goodman">{{cite journal | last1 = Goodman | first1 = S.M. | last2 = Pidgeon | first2 = M. | title = Carnivora of the Reserve Naturelle Integrale d'Andohahela, Madagascar | journal = Fieldiana Zoology | year = 1999 | issue = 94 | pages = 259–268 | issn = 0015-0754}}</ref> Η παρουσία της σε τέτοια υψόμετρα υποδεικνύει την ικανότητά της να προσαρμόζεται, γεγονός συνεπές με την αναφερόμενη κατανομή της σε όλους τους τύπους δασών της Μαδαγασκάρης.<ref name="2007Dollar"/>
The fossa has been found across several different elevational gradients in undisturbed portions of protected areas throughout Madagascar. In the Réserve Naturelle Intégrale d'Andringitra, evidence of the fossa has been reported at four different sites ranging from {{convert|810|to|1625|m|ft|abbr=on}}.{{r|1996Goodman}} Its highest known occurrence was reported at {{convert|2000|m|ft|abbr=on}};{{r|1973Albignac}} its presence high on the [[Andringitra Massif]] was subsequently confirmed in 1996.{{r|1996Goodman}} Similarly, evidence has been reported of the fossa at the elevational extremes of {{convert|440|m|ft|abbr=on}} and {{convert|1875|m|ft|abbr=on}} in the [[Andohahela National Park]].{{r|1999Goodman}} The presence of the fossa at these locations indicates its ability to adapt to various elevations, consistent with its reported distribution in all Madagascar forest types.{{r|2007Dollar}}


== Behavior ==
== Συμπεριφορά ==
[[File:Fossa 085.jpg|thumb|right|Fossa are active both day and night ([[cathemeral]]).]]
The fossa is active during both the day and the night and is considered [[cathemeral]]; activity peaks may occur early in the morning, late in the afternoon, and late in the night.{{r|2009HMWv1}} The animal generally does not reuse sleeping sites, but females with young do return to the same den.{{r|2009HMWv1}} The home ranges of male fossas in [[Kirindy Forest]] <!--(or Kirindy/CFPF, not to be confused with [[Kirindy Mitea National Park]] further south) -->are up to {{convert|26|km2|abbr=on}} large, compared to {{convert|13|km2|abbr=on}} for females. These ranges overlap—by about 30% according to data from the eastern forests—but females usually have separated ranges. Home ranges grow during the dry season, perhaps because less food and water is available. In general, [[tracking collar|radio-collared]] fossas travel between {{convert|2|and|5|km|mi}} per day,{{r|1999Dollar}} although in one reported case a fossa was observed moving a straight-line distance of {{convert|7|km|abbr=on}} in 16&nbsp;hours.{{r|2009HMWv1}} The animal's population density appears to be low: in Kirindy Forest, where it is thought to be common, its density has been estimated at one animal per {{convert|4|km2|abbr=on}} in 1998.{{r|2003NatHist-13b}} Another study in the same forest between 1994 and 1996 using the [[mark and recapture]] method indicated a population density of one animal per {{convert|3.8|km2|abbr=on}} and one adult per {{convert|5.6|km2|abbr=on}}.{{r|2005Hawkins}}


[[File:Fossa 085.jpg|thumb|right|Η φόσα είναι δραστήρια και την ημέρα και την νύχτα.]]
Except for mothers with young and occasional observations of pairs of males, animals are usually found alone, so that the species is considered solitary.{{r|1986Köhncke|2003NatHist-13b|2005Hawkins}} A 2009 publication, however, reported a detailed observation of cooperative hunting, wherein three male fossas hunted a {{convert|3|kg|lbs|abbr=on}} sifaka (''[[Propithecus verreauxi]]'') for 45 minutes, and subsequently shared the prey. This behavior may be a vestige of cooperative hunting that would have been required to take down larger [[subfossil lemur|recently extinct lemurs]].{{r|2009Luhrs}}


Η φόσα δραστηριοποιείται και την ημέρα και την νύχτα· η αιχμή της δραστηριότητάς της μπορεί να συμβεί νωρίς το πρωί, αργά το απόγευμα, και αργά την νύχτα.<ref name="2009HMWv1"/> Εν γένει το ζώο δεν ξανακοιμάται στα ίδια μέρη, ωστόσο τα θηλυκά με μικρά επιστρέφουν στην ίδια φωλιά.<ref name="2009HMWv1"/> Το εύρος κατοικίας για τις αρσενικές φόσες στο Δάσος ''Kirindy'' φτάνει μέχρι τα 26 km<sup>2</sup>, ενώ των θηλυκών τα 13 km<sup>2</sup>. Αυτές οι περιοχές αλληλεπικαλύπτονται σε ποσοστό περίπου 30% σύμφωνα με δεδομένα από τα ανατολικά δάση, αν και οι περιοχές των θηλυκών είναι συνήθως ξεχωριστές. Το εύρος των περιοχών μεγαλώνει κατά την ξηρή περίοδο, ίσως εξαιτίας της μικρότερης διαθεσιμότητας νερού και φαγητού. Εν γένει, ζώα στα οποία έχουν τοποθετηθεί κολάρα εντοπισμού, ταξιδεύουν καθημερινά 2 έως 5 km,
Fossas communicate using sounds, scents, and visual signals. Vocalizations include purring, a threatening call,{{r|1986Köhncke}} and a call of fear, consisting of "repeated loud, coarse inhalations and gasps of breath".{{r|2003NatHist-13b}} A long, high yelp may function to attract other fossas. Females mew during mating and males produce a sigh when they have found a female.{{r|1986Köhncke|2003NatHist-13b}} Throughout the year, animals produce long-lasting scent marks on rocks, trees, and the ground using glands in the anal region and on the chest.{{r|1986Köhncke|2003NatHist-13b|2009HMWv1}} They also communicate using face and body expression, but the significance of these signals is uncertain.{{r|1986Köhncke}} The animal is aggressive only during mating, and males in particular fight boldly. After a short fight, the loser flees and is followed by the winner for a short distance.{{r|1986Köhncke}} In captivity, fossas are usually not aggressive and sometimes even allow themselves to be stroked by a zookeeper, but adult males in particular may try to bite.{{r|2003Winkler}}
<ref name="1999Dollar">{{cite journal | last1 = Dollar | first1 = L. |title = Preliminary report on the status, activity cycle, and ranging of ''Cryptoprocta ferox'' in the Malagasy rainforest, implications for conservation | journal = Small Carnivore Conservation | year = 1999 | volume = 20 | pages = 7–10 | url = http://smallcarnivoreconservation.org/sccwiki/images/5/5a/Number_20.PDF | format = PDF}}</ref> αν και έχει καταγραφεί ένα ζώο το οποίο σε μία μέρα μετακινήθηκε 7 km σε 16 ώρες.<ref name="2009HMWv1"/> Η πυκνότητα του πληθυσμού φαίνεται να είναι χαμηλή: στο Δάσος ''Kirindy'', όπου πιστεύεται ότι είναι κοινό, η πυκνότητά του εκτιμήθηκε σε ένα ζώο ανά 4 km<sup>2</sup> το 1998.<ref name="2003NatHist-13b"/> Μια άλλη μελέτη στο ίδιο δάσος μεταξύ 1994 και 1996 έδειξε ότι η πυκνότητα του πληθυσμού ήταν ένα ζώο ανά 3,8 km<sup>2</sup> και ένα ενήλικο ανά 5,6 km<sup>2</sup>.<ref name="2005Hawkins">{{cite journal | last1 = Hawkins | first1 = C.E. | last2 = Racey | first2 = P.A. | title = Low population density of a tropical forest carnivore, ''Cryptoprocta ferox'': implications for protected area management | journal = Oryx | volume = 39 | issue = 1 | pages = 35–43 | year = 2005 | doi = 10.1017/S0030605305000074}}</ref>


Εκτός από μητέρες με μικρά και περιστασιακές παρατηρήσεις ζευγαριών αρσενικών, τα ζώα βρίσκονται συνήθως μόνα τους, έτσι το είδος θεωρείται μοναχικό.<ref name="1986Köhncke"/><ref name="2003NatHist-13b"/><ref name="2005Hawkins"/> Εντούτοις, μία δημοσίευση του 2009, ανέφερε μία λεπτομερή παρατήρηση συνεργατικού κυνηγιού, όπου τρεις αρσενικές φόσες κυνηγούσαν έναν σίφακα 3 κιλών (''[[Propithecus verreauxi]]'') για 45 λεπτά, και εν συνεχεία μοιράστηκαν την λεία. Αυτή η συμπεριφορά ενδεχομένως αποτελεί κατάλοιπο του συνεργατικού κυνηγιού που θα απαιτούνταν ώστε να κυνηγήσουν τους μεγαλύτερους [[υποαπολιθωμένοι λεμούριου|προσφάτως εξαφανισμένους λεμούριους]].<ref name="2009Luhrs">{{cite journal | last1 = Lührs | first1 = M.-L. | last2 = Dammhahn | first2 = M. | title = An unusual case of cooperative hunting in a solitary carnivore | journal = Journal of Ethology | volume = 28 | issue = 2 | year = 2009 | pages = 379–383 | doi = 10.1007/s10164-009-0190-8}}</ref>
=== Diet ===
The fossa is a [[carnivore]] that hunts small to medium-sized animals. One of eight carnivorous species endemic to Madagascar, the fossa is the island's largest surviving endemic terrestrial mammal and the only predator capable of preying upon adults of all extant [[List of lemur species|lemur species]],{{r|1999Dollar|2005Patel}} the largest of which can weigh as much as 90% of the weight of the average fossa.{{r|2003NatHist-13b|2005Patel}} Although it is the predominant predator of lemurs,{{r|2005Patel|1995Wright}} reports of its dietary habits demonstrate a wide variety of prey selectivity and specialization depending on habitat and season; diet does not vary by sex. While the fossa is thought to be a lemur specialist in [[Ranomafana National Park]],{{r|1997Wright}} its diet is more variable in other rain forest habitats.
{{Multiple image|direction=vertical|align=left|image1=Microcebus murinus -Artis Zoo, Amsterdam, Netherlands-8c.jpg|image2=Diademed ready to push off.jpg|width=200|caption2=The fossa's diet includes small- ([[Gray Mouse Lemur]], above) to medium-sized ([[Diademed Sifaka]], below) mammals.}}
The diet of the fossa in the wild has been studied by analyzing their distinctive [[feces|scats]], which resemble gray cylinders with twisted ends and measure {{convert|10|–|14|cm|in|abbr=on}} long by {{convert|1.5|–|2.5|cm|in|1|abbr=on}} thick.{{r|2008Hawkins}} Scat collected and analyzed from both Andohahela and Andringitra contained lemur matter and rodents. Eastern populations in Andringitra incorporate the widest recorded variety of prey, including both vertebrates and [[invertebrate]]s. Vertebrates consumed ranged from [[reptile]]s to a wide variety of birds, including both [[understory]] and ground birds, and mammals, including [[insectivore]]s, [[rodent]]s, and lemurs. Invertebrates eaten by the fossa in the high mountain zone of Andringitra include insects and crabs.{{r|1996Goodman|1999Goodman}} One study found that vertebrates comprised 94% of the diet of fossas, with lemurs comprising over 50%, followed by [[tenrec]]s (9%), lizards (9%), and birds (2%). Seeds, which comprised 5% of the diet, may have been in the stomachs of the lemurs eaten, or may have been consumed with fruit taken for water, as seeds were more common in the stomach in the dry season. The average prey size varies geographically; it is only {{convert|40|g|oz}} in the high mountains of Andringitra, in contrast to {{convert|480|g|oz}} in humid forests and over {{convert|1000|g|oz}} in dry deciduous forests.{{r|2009HMWv1}} In a study of fossa diet in the dry deciduous forest of western Madagascar, more than 90% of prey items were vertebrates, and more than 50% were lemurs. The primary diet consisted of approximately six lemur species and two or three spiny tenrec species, along with snakes and small mammals.{{r|2008Hawkins}} Generally, the fossa preys upon larger lemurs and rodents in preference to smaller ones.{{r|1995Rasoloarison}}


Οι φόσες επικοινωνούν χρησιμοποιώντας ήχους, οσμές και οπτικά σήματα. Οι κραυγές τους περιλαμβάνουν ένα απειλιτικό γουργούρισμα,<ref name="1986Köhncke"/> και ένα κάλεσμα φόβου, που αποτελείται από «επαναλαμβανόμενες δυνατές, τραχιές εισπονές και ξεφυσήματα».<ref name="2003NatHist-13b"/> Ένα μακρύ, ψηλού τόνου τσίριγμα ενδεχομένως λειτουργεί ωστε να προσελκύονται άλλες φόσες. Τα θηλυκά νιαουρίζουν κατά την αναπαραγωγή και τα αρσενικά παράγουν ένα αναστεναγμό όταν βρουν ένα θυληκό.<ref name="1986Köhncke"/><ref name="2003NatHist-13b"/> Καθόλη την διάρκεια του έτους τα ζώα αφήνουν οσμές, οι οποίες διαρκούν πολύ, σε πέτρες, σε δέντρα και στο έδαφος, χρησιμοποιώντας αδένες στην περιοχή του πρωκτού και του στήθους.<ref name="1986Köhncke"/><ref name="2003NatHist-13b"/><ref name="2009HMWv1"/> Επικοινωνούν ακόμα χρησιμοποιώντας εκφράσεις του προσώπου και του σώματος, αλλά οι σημασία αυτών των εκφράσεων δεν είναι ξεκάθαρη.<ref name="1986Köhncke"/> Το ζώο είναι επιθετικό μόνο κατά την διάρκεια του ζευγαρώματος, και συγκεκριμένα τα αρσενικά μάχονται έντονα. Μετά από μία σύντομη μάχη, ο χαμένος τρέπεται σε φυγή ακολουθούμενος από τον νικητή για σύντομη απόσταση.<ref name="1986Köhncke"/> Στην αιχμαλωσία, οι φόσες συνήθως δεν είναι επιθετικές και κάποιες φορές επιτρέπουν να τις χαιδεύουν οι φύλακες, αλλά τα ενήλικα αρσενικά ενδέχεται να προσπαθήσουν να δαγκώσουν.<ref name="2003Winkler"/>
Prey are obtained by hunting either on the ground or in the trees. During the non-breeding season the fossa hunts individually, but during the breeding season hunting parties may be seen, and these may be pairs or later on mothers and young. One member of the group scales a tree and chases the lemurs from tree to tree, forcing them down to the ground where the other is easily able to capture them.{{r|2009HMWv1}} The fossa is known to eviscerate its larger lemur prey, a trait that, along with its distinct scat, helps identify its kills.{{r|2005Patel}} Long-term observations of the fossa's predation patterns on rainforest [[sifaka]]s suggest that the fossa hunts in a subsection of their range until prey density is increased, then moves on.{{r|2009Irwin}} The fossa has been reported to prey on domestic animals, such as goats and small calves, and especially chickens. In captivity, the fossa consumes between {{convert|800|and|1000|g|oz}} of meat a day.{{cite}} Food taken in captivity includes amphibians, birds, insects, reptiles, and small- to medium-sized mammals.{{r|1986Köhncke}}


=== Δίαιτα ===
This wide variety of prey items taken in various rainforest habitats is similar to the varied dietary composition noted{{r|1996Goodman|1999Goodman}} occurring in the dry forests of western Madagascar, as well. As the largest endemic predator on Madagascar, this dietary flexibility combined with a flexible activity pattern{{r|1999Dollar}} has allowed it to exploit a wide variety of niches available throughout the island,{{r|1996Goodman|1999Goodman}} making it a potential [[keystone species]] for the Madagascar ecosystems.{{r|2007Dollar}}
Η φόσα είναι [[σαρκοφάγο]] ζώο το οποίο κυνηγά μικρά έως μεσαίου μεγέθους ζώα. Όντας ένα από τα οκτώ ενδημικά σαρκοφάγα της Μαδαγασκάρης, η φόσα είναι το μεγαλύτερο επιζών ενδημικό θηλαστικό του εδάφους και ο μόνος θηρευτής που είναι ικανός να θηρεύσει ενήλικα άτομα από όλα τα επιζώντα [[κατάλογος ειδών λεμούριων|είδη λεμουρίου]],<ref name="1999Dollar"/><ref name="2005Patel">{{cite journal | last = Patel | first = E.R. | title = Silky Sifaka predation (''Propithecus candidus'') by a Fossa (''Cryptoprocta ferox'') | journal = Lemur News | year = 2005 | volume = 10 | pages = 25–27 | url = http://erikpatel.com/Patel%202005_predation.pdf}}</ref>
, τα μεγαλύτερα από τα οποία μπορούν να φτάσουν στο 90% του βάρους μίας μέσης φόσας.<ref name="2003NatHist-13b"/><ref name="2005Patel"/> Παρότι αποτελεί τον κύριο θηρευτή των λεμούριων,<ref name="2005Patel"/><ref name="1995Wright">{{cite journal | last = Wright | first = P.C. | title = Demography and life history of free ranging ''Propithecus diadema'' Edwardsi in Ranomafana National Park, Madagascar | journal = International Journal of Primatology | year = 1995 | volume = 16 | issue = 5 | pages=835–854 | url = http://info.bio.sunysb.edu/icte/pdf_files/wright1995.pdf | format = PDF | doi = 10.1007/BF02735722}}</ref> οι αναφορές για τις διατροφικές της συνήθειες επιδεικνύουν μεγάλη ποικιλία επιλογής θηραμάτων και εξειδίκευσης ανάλογα με την φυσική κατοικία και την εποχή. Η δίαιτα δεν ποικίλει ανάλογα με το φύλο. Αν και η φόσα θεωρούνταν ότι είναι πιο εξειδικευμένη στους λεμούριος στο [[Εθνικό Πάρκο Ranomafana]],<ref name="1997Wright">{{cite journal | last1 = Wright | first1 = P.C. | last2 = Heckscher | first2 = S.K. | last3 = Dunham | first3 = A.E. | title = Predation on Milne Edward's sifaka (''Propithecus diadema edwardsi'') by the fossa (''Cryptoprocta ferox'') in the rainforest of southeastern Madagascar | journal = Folia Primatologica | year = 1997 | volume = 68 | issue = 1 | pages = 34–43 | doi = 10.1159/000157230}}</ref> η δίαιτά της είναι πιο ποικίλη σε άλλα δασικά οικοσυστήματα.


{{Πολλαπλές εικόνες|direction=vertical|align=left|εικόνα1=Microcebus murinus -Artis Zoo, Amsterdam, Netherlands-8c.jpg|εικόνα2=Diademed ready to push off.jpg|πλάτος=200|λεζάντα2=Η δίαιτα της φόσας περιλαμβάνει μικρά ([[γκρι λεμούριος ποντικός]], πάνω) έως μεσαίου ([[εστεμμένος σίφακας]], κάτω) μεγέθους θηλαστικά.}}
=== Breeding ===
[[File:Fossa-drawing.jpg|thumb|250px|Fossa illustration circa 1927]]


Η δίαιτα της φόσας σε άγρια κατάσταση έχει μελετηθεί από την ανάλυση των ξεχωριστών [[κόπρανα|κοπράνων]] της, τα οποία μοιάζουν με γκρι κυλίνδρους με περιελιγμένες άκρες και έχουν μήκος 10–14&nbsp;cm και πάχος 1.5–2.5&nbsp;cm.
Most of the details of reproduction in wild populations are from the western dry deciduous forests; whether certain of these details are applicable to eastern populations will require further field research.{{r|2009HMWv1}} Mating typically occurs during September and October,{{r|1986Köhncke}} although there are reports of it occurring as late as December,{{r|2009HMWv1}} and can be highly conspicuous.{{r|2003NatHist-13b}} In captivity in the [[Northern Hemisphere]], fossas instead mate in the northern Spring, from March to July.{{r|2003Winkler}} [[Intromission]] usually occurs in trees on horizontal limbs about {{convert|20|m|ft|abbr=on}} off the ground. Frequently the same tree is used year after year, with remarkable precision as to the date the season commences. Trees are often near a water source, and have limbs strong enough and wide enough to support the mating pair, about {{convert|20|cm|in|abbr=on}} wide. Some mating has been reported on the ground as well.{{r|2009HMWv1}}
<ref name="2008Hawkins">{{cite journal | last1 = Hawkins | first1 = C.E. | last2 = Racey | first2 = P.A. | title = Food habits of an endangered carnivore, ''Cryptoprocta ferox'', in the dry deciduous forests of western Madagascar | journal = Journal of Mammalogy | year = 2008 | volume = 89 | issue = 1 | pages = 64–74 | doi = 10.1644/06-MAMM-A-366.1}}</ref> Κόπρανα που συλλέχθηκαν στο ''Andohahela'' και το ''Andringitra'' περιείχαν υλικό από λεμούριους και τρωκτικά. Οι ανατολικοί πληθυσμοί στην ''Andringitra'' έχουν την μεγαλύτερη καταγεγραμμένη ποικιλία θηραμάτων, θηρεύοντας και σπονδυλωτά και [[ασπόνδυλα]]. Στα σπονδυλωτά περιλαμβάνονται από ερπετά ως μεγάλη ποικιλία πτηνών και θηλαστικών, στα οποία περιλαμβάνονται εντομοφάγα, τρωκτικά και λεμούριοι. Στα ασπόνδυλα περιλαμβάνονται έντομα και κάβουρες.<ref name="1996Goodman"/><ref name="1999Goodman"/> Μία μελέτη έδειξε ότι τα σπονδυλωτά αποτελούσαν το 94% της δίαιτας της φόσας, με τους λεμούριους να αποτελούν πάνω από το 50%, ακολουθούμενοι από [[τενρέκ]] (9%), σαύρες (9%), και πτηνά (2%). Οι σπόροι οι οποίοι αποτελούν το 5% της δίατας, ενδέχεται να βρίσκονταν απλώς στα στομάχια των καταβροχθισμένων λεμούριων, ή να καταναλώθηκαν μέσω φρούτων για νερό, καθώς οι σπόροι ήταν πιο συνηθισμένοι κατά την ξηρή περίοδο. Το μέσο μέγεθος των θηραμάτων ποικίλει γεωγραφικώς, είναι μόλις 40 g στα ψηλά βουνά του ''Andringitra'', εν αντιθέσει με τα 480 g στα υγρά δάση και πάνω από 1000 g στα ξηρά δάση φυλλοβόλων.<ref name="2009HMWv1"/> Μία μελέτη στη δίατα της φόσας στα ξηρά δάση φυλλοβόλων της δυτικής Μαδαγασκάρης, έδειξε ότι πάνα από το 90% των θηραμάτων της ήταν σπονδυλωτά, και πάνω από το 50% λεμούριοι. Η κύρια δίαιτα αποτελούνταν από περίπου έξι είδη λεμούριων και δύο ή τρία είδη ακανθωδών τενρέκ, μαζί με φίδια και μικρά θηλαστικά.<ref name="2008Hawkins"/> Εν γένει η φόσα προτιμά να κυνηγάει μεγαλύτερους λεμούριους και τρωκτικά.<ref name="1995Rasoloarison">{{cite journal | last1 = Rasoloarison | first1 = R.M. |last2 = Rasolonandrasana | first2 = B.P.N. | last3 = Ganzhorn | first3 = J.U. | last4 = Goodman | first4 = S.M. | title = Predation on vertebrates in the Kirindy Forest, western Madagascar | journal = Ecotropica | year = 1995 | volume = 1 | pages = 59–65 | url = http://www.gtoe.de/public_html/publications/pdf/1-1/Rasoloarison%20et%20al.%201995,%201_59-65.pdf | format = PDF | accessdate = 2010-05-21}}</ref>


Τα θηράματα πιάνονται με κυνήγι είτε στο έδαφος είτε στα δέντρα. Κατά την περίοδο μη-αναπαραγωγής η φόσα κυνηγάει ατομικά, αλλά κατά την περίοδο αναπαραγωγής ενδέχεται να κυνηγούν σε ομάδες, ανά ζεύγη ή αργότερα η μητέρα με τα παιδιά της. Ένα μέλος της ομάδας σκαρφαλώνει σε ένα δέντρο, και κυνηγά τους λεμούριους από δέντρο σε δέντρο, αναγκάζοντάς τους να κατέβουν στο έδαφος όπου μπορούν τα υπόλοιπα μέλη να τους πιάσουν εύκολα.<ref name="2009HMWv1"/> Η φόσα είναι γνωστό ότι ξεκοιλιάζει τους μεγαλύτερους λεμούριους, χαρακτηριστικό το οποίο, μαζί με τα ξεχωριστά κόπρανά της, βοηθάει στην αναγνώριση των θηραμάτων της.<ref name="2005Patel"/> Μακράς διάρκειας παρατηρήσεις των μοτίβων θήρευσης της φόσας σε [[σίφακας|σίφακες]] των βροχοδασών, υποδεικνύουν ότι κυνηγά μόνο σε μία υποπεριοχή του εύρους της μέχρι να αυξηθεί η πυκνότητα των θηραμάτων οπότε μετακινείται.<ref name="2009Irwin">{{cite journal | last1 = Irwin | first1 = M.T. | last2 = Raharison | first2 = J.L. | last3 = Wright | first3 = P.C. | title = Spatial and temporal variability in predation on rainforest primates: do forest fragmentation and predation act synergistically? | journal = Animal Conservation | year = 2009 | volume = 12 | issue = 3 | pages = 220–230 | doi=10.1111/j.1469-1795.2009.00243.x}}</ref> Έχει αναφερθεί ότι κυνηγάει και κατοικίδια ζώα, όπως κατσίκες και μικρά μοσχάρια, και ειδικά κοτόπουλα. Στην αιχμαλωσία καταναλώνει 800 με 1000 g κρέατος την ημέρα, το οποίο περιλαμβάνει αμφίβια, πτηνά, έντομα, ερπετά και μικρά προς μεσαίου μεγέθους θηλαστικά.<ref name="1986Köhncke"/>
As many as eight males will be at a mating site, staying in close vicinity to the receptive female. The female seems to choose the male she mates with, and the males compete for the attention of the female with a significant amount of [[animal communication|vocalization]] and antagonistic interactions. The female may choose to mate with several of the males, and her choice of mate does not seem to have any correlation to the physical appearance of the males.{{r|2009HMWv1}} To stimulate the male to mount her, she gives a series of mewling vocalizations. The male mounts from behind, resting his body on her slightly off-center,{{r|2009HMWv1}} a position requiring delicate balance; if the female were to stand, the male would have significant difficulty continuing. He places his paws on her shoulders{{r|2003NatHist-13b}} or grasps her around the waist and often licks her neck.{{r|2009HMWv1}} Mating may last for nearly three hours.{{r|2009PEoM}} This unusually lengthy mating is due to the physical nature of the male's erect penis, which has backwards-pointing [[spine (zoology)|spine]]s along most of its length.{{r|2009PEoM}} Fossa mating includes a [[copulatory tie]],{{r|2009HMWv1}} which may be enforced by the male's spiny penis.{{r|2009PEoM}} The tie is difficult to break if the mating session is interrupted.{{r|2009HMWv1}} Copulation with a single male may be repeated several times, with a total mating time of up to fourteen hours, while the male may remain with the female for up to an hour after the mating. A single female may occupy the tree for up to a week, mating with multiple males over that time. Also, other females may take her place, mating with some of the same males as well as others.{{r|2009HMWv1}} This mating strategy, whereby the females monopolize a site and maximize the available number of mates, seems to be unique among carnivores. Recent research suggests that this system helps the fossa overcome factors which would normally impede mate-finding, such as low population density and lack of den use.{{r|2009Hawkins}}

The birthing of the litter of one to six{{r|2007Mueller}} (typically two to four){{r|1986Köhncke}} takes place in a concealed location, such as an underground den, a termite mound, a rock crevice, or in the hollow of a large tree{{r|2009HMWv1}} (particularly those of the ''[[Commiphora]]'' genus).{{r|2003NatHist-13b}} Contrary to older research, litters are of mixed sexes.{{r|1986Köhncke|2009HMWv1}} Young are born in December or January, making the [[gestation period]] 90&nbsp;days,{{r|1986Köhncke}} with the late mating reports indicating a gestational period of about six to seven weeks.{{r|2009HMWv1}} The newborns are blind and toothless, and weigh no more than {{convert|100|g|oz|abbr=on}}.{{r|1986Köhncke|2009HMWv1}} The fur is thin and has been described as gray-brown{{r|2003Winkler}} or nearly white.{{r|2009HMWv1}} After about two weeks the cubs' eyes open,{{r|1986Köhncke|2003Winkler}} they become more active, and their fur darkens to a pearl gray.{{r|2009HMWv1}} The cubs do not take solid food until three months old,{{r|2009PEoM}} and do not leave the den until they are 4.5 months old; they are weaned shortly after that.{{r|1986Köhncke|2009HMWv1}} After the first year, the juveniles are independent of their mother.{{r|2009HMWv1}} Permanent teeth appear at 18 to 20 months.{{r|1986Köhncke|2009HMWv1}} Physical maturity is reached by about two years old,{{r|2009PEoM}} but [[sexual maturity]] does not happen for another year or two,{{r|1986Köhncke|2009HMWv1}} and the young may stay with their mother until they are fully mature. Lifespan in captivity is up to or past 20 years of age, possibly due to the slow juvenile development.{{r|2007Mueller}}

== Human interactions==
The fossa has been assessed as "[[Vulnerable species|Vulnerable]]" by the [[IUCN Red List]] since 2008, as its population size has probably declined by at least 30% over the last 21&nbsp;years; previous assessments have included "[[Endangered species|Endangered]]" (2000) and "Insufficiently Known" (1988, 1990, 1994).{{r|IUCN}} The species is dependent on forest and thus threatened by the widespread destruction of Madagascar's native forest, but is also able to persist in disturbed areas.{{r|2003NatHist-13b|2009HMWv1}} A suite of [[microsatellite]] markers (short segments of DNA that have a repeated [[DNA sequence|sequence]]) have been developed to help aid in studies of genetic health and [[population dynamics]] of both captive and wild fossas.{{r|2009Vogler}} Several [[pathogen]]s have been isolated from the fossa, some of which, such as [[anthrax]] and [[canine distemper]], are thought to have been transmitted by feral dogs or cats.{{r|2009HMWv1}}

Although the species is widely distributed, it is locally rare in all regions, making them particularly vulnerable to extinction. The effects of [[habitat fragmentation]] increase the risk. For its size, the fossa has a lower than predicted population density, which is further threatened by Madagascar's rapidly disappearing forests and dwindling lemur populations, which make up a high proportion of its diet. The loss of the fossa, either locally or completely, could significantly impact ecosystem dynamics, possibly leading to over-grazing by some of its prey species. The total population of the fossa living within protected areas is estimated at less than 2,500&nbsp;adults, but this may be an overestimate. Only two protected areas are thought to contain 500 or more adult fossas: [[Masoala National Park]] and [[Midongy du sud National Park|Midongy-Sud National Park]], although these are also thought to be overestimated. Too little population information has been collected for a formal [[population viability analysis]], but estimates suggest that none of the protected areas support a [[Small population size|viable population]]. If this is correct, the extinction of the fossa may take as much as 100&nbsp;years to occur as the species gradually declines. In order for the species to survive, it is estimated that at least {{convert|555|km2|abbr=on}} is needed to maintain smaller, short-term viable populations, and at least {{convert|2,000|km2|abbr=on}} for populations of 500 adults.{{r|2005Hawkins}}

Taboo, known in Madagascar as ''fady'',{{r|1970Taboo}} offers protection for the fossa and other carnivores.{{r|2007Jones}} In the [[Marolambo District]] (part of the [[Atsinanana]] region in [[Toamasina Province]]), the fossa has traditionally been hated and feared as a dangerous animal. It has been described as "greedy and aggressive", known for taking fowl and piglets, and believed to "take little children who walk alone into the forest". Some do not eat it for fear that it will transfer its undesirable qualities to anyone who consumes it.{{r|1970Taboo}} However, the animal is also taken for [[bushmeat]];{{r|2009HMWv1}} a study published in 2009 reported that 57% of villages (8 of 14 sampled) in the Makira forest consume fossa meat. The animals were typically hunted using slingshots, with dogs, or most commonly, by placing [[snare trap]]s on animal paths.{{r|2009Golden}} Near [[Ranomafana National Park]], the fossa, along with several of its smaller cousins and the introduced [[small Indian civet]] (''Viverricula indica''), are known to "scavenge on the bodies of ancestors", which are buried in shallow graves in the forest. For this reason, eating these animals is strictly prohibited by ''fady''. However, if they wander into villages in search of domestic fowl, they may be killed or trapped. Small carnivore traps have been observed near chicken runs in the village of Vohiparara.{{r|2007Jones}}

Fossas are occasionally held in captivity in [[zoo]]s. They first bred in captivity in 1974 in the zoo of [[Montpellier]]. The next year, at a time when there were only eight fossas in the world's zoos, the [[Duisburg Zoo]] acquired one; this zoo later started a successful breeding program, and most zoo fossas now descend from the Duisburg population. Research on the Duisburg fossas has provided much data about their biology.{{r|2003Winkler}}

== References ==
<!------------------------------------------------------------
This article uses list-defined references in conjunction with
the {{r}} and (possibly) {{Harvnb}} templates to keep the body
text clean. Please follow existing examples within the text
and refer to the following documentation pages if needed:
List-defined references:
http://en.wikipedia.org/wiki/Wikipedia:LDR
Template {{r}}:
http://en.wikipedia.org/wiki/Template:R
Template {{Harvnb}}:
http://en.wikipedia.org/wiki/Template:Harvnb
See http://en.wikipedia.org/wiki/Wikipedia:Footnotes for a
discussion of different citation methods and how to generate
footnotes using the <ref> tags.
---->
{{reflist|colwidth=30em|refs=

<ref name="IUCN">{{IUCN2008 | assessors = Hawkins, A.F.A. & Dollar, L. | year = 2008 | id = 5760 | title = Cryptoprocta ferox | downloaded = 11 May 2006}}</ref>

<ref name="MSW3">{{MSW3 Carnivora | id = 14000446 | pages = 559–561}}</ref>

<ref name="2008Hawkins">{{cite journal | last1 = Hawkins | first1 = C.E. | last2 = Racey | first2 = P.A. | title = Food habits of an endangered carnivore, ''Cryptoprocta ferox'', in the dry deciduous forests of western Madagascar | journal = Journal of Mammalogy | year = 2008 | volume = 89 | issue = 1 | pages = 64–74 | doi = 10.1644/06-MAMM-A-366.1}}</ref>

<ref name="2009Luhrs">{{cite journal | last1 = Lührs | first1 = M.-L. | last2 = Dammhahn | first2 = M. | title = An unusual case of cooperative hunting in a solitary carnivore | journal = Journal of Ethology | volume = 28 | issue = 2 | year = 2009 | pages = 379–383 | doi = 10.1007/s10164-009-0190-8}}</ref>

<ref name="2009Hawkins">{{cite journal | last1 = Hawkins | first1 = C.E. | last2 = Racey | first2 = P.A. | title = A novel mating system in a solitary carnivore: the fossa | journal = Journal of Zoology | volume = 277 | issue = | year = 2009 | pages = 196–204 | doi = 10.1111/j.1469-7998.2008.00517.x}}</ref>

<ref name="2007Barycka">{{cite journal | last = Barycka | first = E. | title = Evolution and systematics of the feliform Carnivora | journal = Mammalian Biology | volume = 72 | issue = 5 | year = 2007 | pages = 257–282 | doi = 10.1016/j.mambio.2006.10.011}}</ref>

<ref name="2007Jones">{{cite conference | last1 = Jones | first1 = J.P.G.| last2 = Andriamarovolona | first2 = M.A. | last3 = Hockley | first3 = N.J. | title = Taboos, social norms and conservation in the eastern rainforests of Madagascar | journal = | url = http://www.bioecon.ucl.ac.uk/9th_2007/Jones.pdf | format = PDF | conference = 9th International BIOECON Conference on "Economics and Institutions for Biodiversity Conservation" | conferenceurl = http://www.bioecon.ucl.ac.uk/10papers9.htm | year = 2007 | accessdate = 19 May 2010}}</ref>

<ref name="2007Mueller">{{cite journal | last1 = Mueller | first1 = J. | last2 = Sironen | first2 = A. | last3 = Lukas | first3 = K.E. | title = Infant development and behavior in the Fossa ''Cryptoprocta ferox'' | journal = Small Carnivore Conservation | volume = 37 | pages = 11–17 | year = 2007 | url = http://smallcarnivoreconservation.org/sccwiki/images/b/bf/SCC37_Mueller_et_al.pdf | format = PDF}}</ref>

<ref name="2005Hawkins">{{cite journal | last1 = Hawkins | first1 = C.E. | last2 = Racey | first2 = P.A. | title = Low population density of a tropical forest carnivore, ''Cryptoprocta ferox'': implications for protected area management | journal = Oryx | volume = 39 | issue = 1 | pages = 35–43 | year = 2005 | doi = 10.1017/S0030605305000074}}</ref>

<ref name="2005Patel">{{cite journal | last = Patel | first = E.R. | title = Silky Sifaka predation (''Propithecus candidus'') by a Fossa (''Cryptoprocta ferox'') | journal = Lemur News | year = 2005 | volume = 10 | pages = 25–27 | url = http://erikpatel.com/Patel%202005_predation.pdf}}</ref>

<ref name="2004Goodman">{{cite journal | last1 = Goodman | first1 = S.M. | last2 = Rasoloarison | first2 = R.M. | last3 = Ganzhorn | first3 = J.U. | year = 2004 | url = http://www.mnhn.fr/museum/front/medias/publication/1334_z04n1a9.pdf | format = PDF | title = On the specific identification of subfossil ''Cryptoprocta'' (Mammalia, Carnivora) from Madagascar | journal = Zoosystema | volume = 26 | issue = 1 | pages = 129–143}}</ref>

<ref name="2004Veron">{{cite journal | last1 = Veron | first1 = G. | last2 = Colyn | first2 = M. | last3 = Dunham | first3 = A.E. | last4 = Taylor | first4 = P. | last5 = Gaubert | first5 = P. | title = Molecular systematics and origin of sociality in mongooses (Herpestidae, Carnivora) | journal = Molecular Phylogenetics and Evolution | volume = 30 | issue = 3 | year = 2004 | pmid = 15012940 | pages = 582–598 | doi = 10.1016/S1055-7903(03)00229-X | url = http://www.durban.gov.za/durban/discover/museums/nsm/pubs/recent-publications/Veron%20et%20al%202004%20MPEV.pdf | format = PDF | accessdate = 19 May 2010}}</ref>

<ref name="2003Winkler">{{cite journal | last1 = Winkler |first1 = A. | title = Neueste Erkenntnisse zur Biologie, Haltung und Zucht der Fossa (''Cryptoprocta ferox'') |year = 2003 | journal=Der Zoologische Garten | series= N.F. | volume =73 |issue=5|pages=296–311}}</ref>

<ref name="2003Yoder">{{cite journal | doi = 10.1038/nature01303 | last1 = Yoder | first1 = A.D. | last2 = Burns | first2 = M.M. | last3 = Zehr | first3 = S. | last4 = Delefosse | first4 = T. | last5 = Veron | first5 = G. | last6 = Goodman | first6 = S.M. | last7 = Flynn | first7 = J.J. | title = Single origin of Malagasy Carnivora from an African ancestor | journal = Nature | volume = 421 | issue = 6924 | year = 2003 | pages = 734–737 | url = http://www.biology.duke.edu/yoderlab/reprints/2003YoderBurnsNature.pdf | format = PDF | accessdate = 19 May 2010 | pmid = 12610623}}</ref>

<ref name="2002Drea">{{cite journal | last1 = Drea | first1 = C.M. | last2 = Place | first2 = N.J. | last3 = Weldele | first3 = M.L. | last4 = Coscia | first4 = E.M. | last5 = Licht | first5 = P. | last6 = Glickman | first6 = S.E. | title = Exposure to naturally circulating androgens during foetal life incurs direct reproductive costs in female spotted hyenas, but is prerequisite for male mating | journal = Proceedings of the Royal Society B | year = 2002 | volume = 269 | issue = 1504 | pmid = 12396496 | pages = 1981–1987 | pmc = 1691120 | doi = 10.1098/rspb.2002.2109 | url = http://rspb.royalsocietypublishing.org/content/269/1504/1981.full.pdf | format = PDF}}</ref>

<ref name="2000Croke">{{cite web | last = Croke | first = V | url = http://discovermagazine.com/2000/apr/featdeadliest | title = The Deadliest Carnivore | work = Discover | accessdate = 2010-05-12}}</ref>

<ref name="1999Dollar">{{cite journal | last1 = Dollar | first1 = L. |title = Preliminary report on the status, activity cycle, and ranging of ''Cryptoprocta ferox'' in the Malagasy rainforest, implications for conservation | journal = Small Carnivore Conservation | year = 1999 | volume = 20 | pages = 7–10 | url = http://smallcarnivoreconservation.org/sccwiki/images/5/5a/Number_20.PDF | format = PDF}}</ref>

<ref name="1999Goodman">{{cite journal | last1 = Goodman | first1 = S.M. | last2 = Pidgeon | first2 = M. | title = Carnivora of the Reserve Naturelle Integrale d'Andohahela, Madagascar | journal = Fieldiana Zoology | year = 1999 | issue = 94 | pages = 259–268 | issn = 0015-0754}}</ref>

<ref name="2009Irwin">{{cite journal | last1 = Irwin | first1 = M.T. | last2 = Raharison | first2 = J.L. | last3 = Wright | first3 = P.C. | title = Spatial and temporal variability in predation on rainforest primates: do forest fragmentation and predation act synergistically? | journal = Animal Conservation | year = 2009 | volume = 12 | issue = 3 | pages = 220–230 | doi=10.1111/j.1469-1795.2009.00243.x}}</ref>

<ref name="1997Wright">{{cite journal | last1 = Wright | first1 = P.C. | last2 = Heckscher | first2 = S.K. | last3 = Dunham | first3 = A.E. | title = Predation on Milne Edward's sifaka (''Propithecus diadema edwardsi'') by the fossa (''Cryptoprocta ferox'') in the rainforest of southeastern Madagascar | journal = Folia Primatologica | year = 1997 | volume = 68 | issue = 1 | pages = 34–43 | doi = 10.1159/000157230}}</ref>

<ref name="1996Goodman">{{cite journal | last = Goodman | first = S.M. | title = The carnivores of the Reserve Naturelle Integrale d'Andringitra, Madagascar | journal = Fieldiana Zoology | year = 1996 | issue=85 | pages = 289–292 | issn = 0015-0754}}</ref>

<ref name="1995Rasoloarison">{{cite journal | last1 = Rasoloarison | first1 = R.M. |last2 = Rasolonandrasana | first2 = B.P.N. | last3 = Ganzhorn | first3 = J.U. | last4 = Goodman | first4 = S.M. | title = Predation on vertebrates in the Kirindy Forest, western Madagascar | journal = Ecotropica | year = 1995 | volume = 1 | pages = 59–65 | url = http://www.gtoe.de/public_html/publications/pdf/1-1/Rasoloarison%20et%20al.%201995,%201_59-65.pdf | format = PDF | accessdate = 2010-05-21}}</ref>

<ref name="1995Wright">{{cite journal | last = Wright | first = P.C. | title = Demography and life history of free ranging ''Propithecus diadema'' Edwardsi in Ranomafana National Park, Madagascar | journal = International Journal of Primatology | year = 1995 | volume = 16 | issue = 5 | pages=835–854 | url = http://info.bio.sunysb.edu/icte/pdf_files/wright1995.pdf | format = PDF | doi = 10.1007/BF02735722}}</ref>

<ref name="1986Köhncke">{{cite journal | last1 = Köhncke | first1 = M. | last2 = Leonhardt | first2 = K. | title = Cryptoprocta ferox | journal = [[Mammalian Species]] | issue = 254 | pages = 1–5 | year = 1986 | url = http://www.science.smith.edu/departments/Biology/VHAYSSEN/msi/pdf/i0076-3519-254-01-0001.pdf | format = PDF | accessdate = 19 May 2010}}</ref>

<ref name="2009Vogler">{{cite journal | last1 = Vogler | first1 = B.R. | last2 = Bailey | first2 = C.A. | last3 = Shore | first3 = G.D. | last4 = McGuire | first4 = S.M. | last5 = Engberg | first5 = S.E. | last6 = Fickel | first6 = J. | last7 = Louis Jr. | first7 = E.E. | last8 = Brenneman | first8 = R.A. | year = 2009 | title = Characterization of 26 microsatellite marker loci in the fossa (''Cryptoprocta ferox'') | journal = Conservation Genetics | volume = 10 | issue = 5 | pages = 1449–1453 | doi = 10.1007/s10592-008-9758-z}}</ref>

<ref name="2009Golden">{{cite journal |last1 = Golden | first1 = C.D. | year = 2009 | title = Bushmeat hunting and use in the Makira Forest, north-eastern Madagascar: a conservation and livelihoods issue | journal = Oryx | volume = 43 | pages = 386–392 | doi = 10.1017/S0030605309000131}}</ref>

<ref name="2009HMWv1">{{Harvnb|Goodman|2009|loc=Family Eupleridae (Madagascar Carnivores)}}</ref>

<ref name="2009PEoM">{{Harvnb|Macdonald|2009|pp=668–669.}}</ref>

<ref name="2007Dollar">{{Harvnb|Dollar|2007|pp=63–76.}}</ref>

<ref name="2007Garbutt211-214">{{Harvnb|Garbutt|2007|pp=211–214.}}</ref>

<ref name="2003NatHist-13a">{{Harvnb|Yoder|Flynn|2003|pp=1253–1256.}}</ref>
<ref name="2003NatHist-13b">{{Harvnb|Hawkins|2003|pp=1360–1363.}}</ref>

<ref name="1973Albignac">{{Harvnb|Albignac|1973|pp=1–206.}}</ref>

<ref name="1970Taboo">{{Harvnb|Ruud|1970|p=101.}}</ref>

<ref name="1960Borror">{{Harvnb|Borror|1960|p=39.}}</ref>

}}


Αυτή η μεγάλη ποικιλία θηραμάτων σε διάφορες φυσικές κατοικίες βροχοδασών είναι παρόμοια με την ποικιλία που παρατηρήθηκε<ref name="1996Goodman"/><ref name="1999Goodman"/> και στα ξηρά δάση της δυτικής Μαδαγασκάρης. Καθώς είναι ο μεγαλύτερος ενδημικός θηρευτής της Μαδαγασκάρης, αυτή η ευελιξία της δίατάς της σε συνδυασμό με το ευέλικτο μοτίβο συμπεριφοράς<ref name="1999Dollar"/>, μπόρεσε να εκμεταλλευτεί μεγάλη ποικιλία διαθέσιμων οικολογικών θώκων σε όλο το νησί, όντας έτσι εν δυνάμει [[θεμελιώδες είδος]] για τα μαλαγασικά οικοσυστήματα.<ref name="2007Dollar"/>
;Books cited
{{refbegin}}


=== Αναπαραγωγή ===
* {{cite book | last = Albignac | first = R. | title = Faune de Madagascar | volume = 36 Mammifères. Carnivores | year = 1973 | asin = B000LPMXS6 | pages = 1–206 | language = French}}
[[File:Fossa-drawing.jpg|thumb|250px|Εικονογράφηση φόσας γύρω στο 1927]]


Οι περισσότερες λεπτομέρειες για την αναπαραγωγή σε άγρια κατάσταση είναι γνωστές από τα δυτικά ξηρά φυλλοβόλα δάση, για το αν κάποιες από αυτές ισχύουν και για τους ανατολικούς πληθυσμούς απαιτείται επιπλέον έρευνα πεδίου.<ref name="2009HMWv1"/> Το ζευγάρωμα τυπικά λαμβάνει χώρα κατά την διάρκεια του Σεπτεμβρίου και του Οκτωβρίου,<ref name="1986Köhncke"/> αν και υπάρχουν αναφορές για ζευγαρώματα εώς και μέσα στον Δεκέμβριο,<ref name="2009HMWv1"/> ενώ μπορεί να είναι άκρως επιδεικτικό.<ref name="2003NatHist-13b"/> Στην αιχμαλωσία στο [[Βόρειο Ημισφαίριο]], οι φόσες αναπαράγονται κατά την βόρεια άνοιξη, από τον Μάρτιο έως τον Ιούλιο.<ref name="2003Winkler"/> Η [[συνουσία]] γίνεται συνήθως πάνω σε δέντρα, σε οριζόντια κλαδιά περίπου 20m πάνω από το έδαφος. Συχνά το ίδιο δέντρο χρησιμοποιείται κάθε χρόνο, με αξιοσημείωτη ακρίβεια ώς προς την ημερομηνία που αρχίζει το ζευγάρωμα. Τα δέντρα είναι συχνά κοντά σε μία πηγή νερού και έχουν ισχυρά και αρκετά πλατιά κλαδιά, περίπου 20cm, ώστε να μπορούν να συγκρατήσουν ένα ζευγάρι. Έχουν αναφερθεί και περιπτώσεις ζευγαρώματος στο έδαφος.<ref name="2009HMWv1"/>
* {{cite book | last = Borror | first = D.J. | title = Dictionary of Word Roots and Combining Forms | publisher = Mayfield Publishing Company | year = 1960 | isbn = 978-0-87484-053-7 | ref = harv}}


Σε ένα τόπο ζευγαρώματος μπορεί να βρεθούν έως και οκτώ αρσενικά, κοντά στο δεκτικό θυληκό. Το θυληκό φαίνεται να είναι αυτό που διαλέγει το αρσενικό με το οποίο θα ζευγαρώσει, ενώ τα αρσενικά ανταγωνίζονται για την προσοχή του με κραυγές και άλλες ανταγωνιστικές αλληλεπιδράσεις. Το θηλυκό μπορεί να επιλέξει να ζευγαρώσει με αρκετά από τα αρσενικά ενώ η επιλογή του δεν φαίνεται να συσχετίζεται με την εμφάνιση των αρσενικών.<ref name="2009HMWv1"/> Για να προκαλέσει την επίβαση του αρσενικού βγάζει μιά σειρά από κλαυθμιρίζουσες κραυγές. Το αρσενικό επιβαίνει από πίσω, τοποθετώντας το σώμα του ελαφρώς έκκεντρα,<ref name="2009HMWv1"/> στάση που απαιτεί λεπτή ισορροπία. Τοποθετεί τις πατούσες του στους ώμους του θηλυκού<ref name="2003NatHist-13b"/> ή το αρπάζει από την μέση και συχνά του γλείφει τον λαιμό.<ref name="2009HMWv1"/> Το ζευγάρωμα διαρκεί σχεδόν τρεις ώρες.<ref name="2009PEoM"/> Η αφύσικη διάρκεια του ζευγαρώματος οφείλεται στην φυσιολογία του πέους του αρσενικού, το οποίο έχει ακίδες με κατεύθυνση προς τα πίσω στο μεγαλύτερο μέρος του.<ref name="2009PEoM"/> Κατά το ζευγάρωμα τα ζώα κολλάνε,<ref name="2009HMWv1"/> εξαιτίας του ακανθώδους πέους των αρσενικών.<ref name="2009PEoM"/> Ο δεσμός δύσκολα σπάει αν η συνουσία διακοπεί, ενώ μπορεί να επαναληφθεί αρκετές φορές, φτάνοντας συνολικά έως και δεκατέσσερις ώρες, ενώ το αρσενικό μπορεί να παραμείνει με το θυλικό μετά έως και μία ώρα. Ένα θηλυκό μπορεί να καταλάβει το δέντρο έως και για μία εβδομάδα, ζευγαρώνοντας με πολλά αρσενικά για αυτό το διάστημα. Επίσης, άλλα θηλυκά μπορεί να καταλάβουν την θέση του, ζευγαρώνοντας με τα ίδια αρσενικά, καθώς και με άλλα.<ref name="2009HMWv1"/> Αυτή η στρατηγική ζευγαρώματος, όπου τα θηλυκά μονοπωλούν μία τοποθεσία, προσπαθώντας να μεγιστοποιήσουν τα διαθέσιμα αρσενικά, φαίνεται να είναι μοναδική στα σαρκοφάγα. Πρόσφατες έρευνες υποδεικνύουν ότι αυτό το σύστημα βοηθά στο να ξεπεραστούν παράγοντες που συνήθων εμποδίζουν την εύρεση συντρόφου, όπως η μικρή πυκνότητα πληθυσμού και η μη χρήση φωλιάς.<ref name="2009Hawkins">{{cite journal | last1 = Hawkins | first1 = C.E. | last2 = Racey | first2 = P.A. | title = A novel mating system in a solitary carnivore: the fossa | journal = Journal of Zoology | volume = 277 | issue = | year = 2009 | pages = 196–204 | doi = 10.1111/j.1469-7998.2008.00517.x}}</ref>
* {{cite book | last = Garbutt | first = N. | title = Mammals of Madagascar, A Complete Guide | publisher = A&C Black Publishers | year = 2007 | isbn = 978-0-300-12550-4 | ref = harv}}


Η γέννα από ένα έως έξι μικρών<ref name="2007Mueller"/> (αλλά συνηθέστερα δύο έως τέσσερα)<ref name="1986Köhncke"/> γίνεται σε προστατευμένο μέρος, όπως σε υπόγεια φωλιά, σε λοφίσκο τερμιτών, στην σχισμή βράχων ή στην κουφάλα μεγάλου δέντρου<ref name="2009HMWv1"/> (ειδικά εκείνων του γένους ''[[Commiphora]]'').<ref name="2003NatHist-13b"/> Αντίθετα με τα πορίσματα παλαιότερων ερευνών, οι γέννες αποτελούνται από νεογνά μικτού φύλου.<ref name="1986Köhncke"/><ref name="2009HMWv1"/> Τα μικρά γεννιούνται τον Δεκέμβριο ή τον Ιανουάριο, μετά από κύηση διάρκειας 90 ημερών,<ref name="1986Köhncke"/> ή σύμφωνα με τις τελευταίες αναφορές μετά από περίοδο έξι με επτά εβδομάδων.<ref name="2009HMWv1"/> Τα νεογέννητα είναι τυφλά και δεν έχουν δόντια, και ζυγίζουν το πολύ 100 γραμμάρια.<ref name="1986Köhncke"/><ref name="2009HMWv1"/> Η γούνα τους είναι λεπτή και έχει περιγραφεί ως καφέ-γκρι><ref name="2003Winkler"/> ή σχεδόν άσπρη.><ref name="2009HMWv1"/> Μετά από περίπου δύο εβδομάδες τα μάτια των μικρών ανοίγουν,<ref name="1986Köhncke"/><ref name="2003Winkler"/> γίνονται πιο δραστήρια, και η γούνα τους σκουραίνει προς το γκρι.<ref name="2009HMWv1"/> Δεν καταναλώνουν στερεά τροφή παρά μόνο όταν φτάσουν τους τρεις μήνες,<ref name="2009PEoM"/> και δεν αφήνουν την φωλιά μέχρι να γίνουν 4,5 μηνών, ενώ απογαλακτίζονται λίγο μετά.<ref name="1986Köhncke"/><ref name="2009HMWv1"/> Μετά τον πρώτο χρόνο γίνονται ανεξάρτητα από την μητέρα τους.<ref name="2009HMWv1"/> Τα μόνιμα δόντια εμφανίζονται στους 18 με 20 μήνες.<ref name="1986Köhncke"/><ref name="2009HMWv1"/> Στη φυσική ωριμότητα φτάνουν σε ηλικία δύο ετών,<ref name="2009PEoM"/>, η [[σεξουαλική ωριμότητα|σεξουαλική]] όμως παρατηρείται ένα με δύο χρόνια αργότερα,<ref name="1986Köhncke"/><ref name="2009HMWv1"/>, και τέλος τα νεαρά άτομα μπορεί να μείνουν με την μητέρα τους μέχρι την πλήρη ωριμότητα. Η διάρκεια ζωής στην αιχμαλωσία φτάνει ή και ξεπερνά τα 20 χρόνια, πιθανώς λόγω της αργής ανάπτυξης.<ref name="2007Mueller"/>
* {{cite book | editor1-last = Goodman | editor1-first = S.M. | editor2-last = Benstead | editor2-first = J.P. | title= The Natural History of Madagascar | publisher = University of Chicago Press | year = 2003 | isbn = 0-226-30306-3}}
:;Chapter 13 – Mammals
:*{{cite book | last1 = Yoder | first1 = A.D. | last2 = Flynn | first2 = J.J. | contribution = Origin of Malagasy Carnivora | pages = 1253–1256 | year = 2003 | ref = harv}}
:*{{cite book | last = Hawkins | first = C.E. | contribution = ''Cryptoprocta ferox'', Fossa, ''Fosa'' | pages = 1360–1363 | year = 2003 | ref = harv}}


== Αλληλεπίδραση με τον άνθρωπο ==
* {{cite book | editor1-last = Gursky | editor1-first = S.L. | editor2-last = Nekaris | editor2-first = K.A.I. | title = Primate Anti-Predator Strategies (Developments in Primatology: Progress and Prospects) | year = 2007 | publisher = Springer | isbn = 978-0-387-34807-0}}
Η φόσα έχει καταχωρηθεί ως [[Εκτεθειμένο είδος]] στην [[Κόκκινη Λίστα της IUCN]] από το 2008, καθώς πληθυσμός της έχει πιθανώς φθίνει κατά 30% τα τελευταία 21 χρόνια. Παλαιότερα έχει καταχωρηθεί ως «Κινδυνεύον» (2000) και «Ανεπαρκώς γνωστό» (1988, 1990, 1994).<ref name=IUCN/> Το είδος εξαρτάται από τα δάση και συνεπώς απειλείται από την ευρεία καταστροφή των δασών της Μαδαγασκάρης, είναι όμως ικανό να επιβιώσει και σε διαταραγμένες περιοχές.<ref name=2003NatHist-13b/><ref name=2009HMWv1/> Έχει αναπτυχθεί μία συλλογή [[μικροδορυφορικό DNA|μικροδορυφορικών]] δεικτών (μικρά τμήματα DNA που έχουν επαναλαμβανόμενες ακολουθίες) ώστε να συμβάλει στη μελέτη γενετικής υγείας και δυναμικής των πληθυσμών και της υπο αιχμαλωσία και της άγριας φόσσας.<ref name="2009Vogler">{{cite journal | last1 = Vogler | first1 = B.R. | last2 = Bailey | first2 = C.A. | last3 = Shore | first3 = G.D. | last4 = McGuire | first4 = S.M. | last5 = Engberg | first5 = S.E. | last6 = Fickel | first6 = J. | last7 = Louis Jr. | first7 = E.E. | last8 = Brenneman | first8 = R.A. | year = 2009 | title = Characterization of 26 microsatellite marker loci in the fossa (''Cryptoprocta ferox'') | journal = Conservation Genetics | volume = 10 | issue = 5 | pages = 1449–1453 | doi = 10.1007/s10592-008-9758-z}}</ref> Αρκετοί παθογόνοι μικροοργανισμοί έχουν απομονωθεί από φόσες, κάποιοι από τους οποίους όπως ο [[άνθρακας (βακτήριο)|άνθρακας]] και στον ιό [[CDV]] (Canine Distemper Virus), πιστεύεται ότι έχουν μεταδοθεί από άγρια σκυλιά ή γάτες.<ref name=2009HMWv1/>
:*{{cite book | last1 = Dollar | first1 = L. | last2 = Ganzhorn | first2 = J.U. | last3 = Goodman | first3 = S.M. | contribution = Primates and other prey in the seasonally variable diet of ''Cryptoprocta ferox'' in the dry deciduous forest of Western Madagascar | pages = 63–76 | year = 2007 | doi = 10.1007/978-0-387-34810-0 | ref = harv}}


Παρόλο που το είδος έχει ευρεία κατανομή, τοπικά σπανίζει, όντας έτσι ιδιαίτερα εκτεθειμένο στην [[εξαφάνιση (βιολογία)|εξαφάνιση]]. Τα αποτελέσματα του [[κερματισμός ενδιαιτήματος|κερματισμού του ενδιαιτήματός]] του αυξάνουν την επικινδυνότητα. Για το μέγεθός της, έχει μικρότερη από την αναμενόμενη πυκνότητα πληθυσμού, πράγμα που επιδεινώνεται από τα συρρικνούμενα δάση και την μειούμενο πληθυσμό των λεμούριων, οι οποίοι αποτελούν το κύριο μέρος της δίαιτάς της. Η απώλεια της φόσας, είτε τοπικά είτε καθολικά, θα είχε σημαντική επίδραση στη δυναμική του οικοσυστήματος, έχοντας πιθανώς ως αποτέλεσμα την υπερκατανάλωση πανίδας από κάποια από τα θηράματά της. Ο συνολικός πληθυσμός φόσας που ζεί σε προστατευμένες περιοχές εκτιμάται σε λιγότερα από 2.500 ενήλικα άτομα, αλλά και αυτό ενδέχεται να είναι υπερεκτίμηση. Μόνο δύο προστατευμένες περιοχές πιστεύεται ότι περιέχουν 500 ή παραπάνω ενήλικες φόσες: το [[Εθνικό Πάρκο Μασοαλά]] και το [[Εθνικό Πάρκο Midongy-Sud]], αν και αυτό επίσης μπορεί να αποτελεί υπερεκτίμηση. Από μία επίσημη [[ανάλυση βιωσιμότητας πληθυσμού]] συγκεντρώθηκαν πολύ λίγες πληροφορίες για τον πληθυσμό, όμως οι εκτιμήσεις υποδεικνύουν ότι καμία από τις προστατευμένες περιοχές δεν μπορεί να υποστηρίξει ένα βιώσιμο πληθυσμό. Αν αυτό αληθεύει, η εξαφάνιση της φόσας μπορεί να είναι συμβεί στα επόμενα 100 χρόνια καθώς ο πληθυσμός μειώνεται σταδιακά. Προκειμένου να επιβιώσει το είδος, υπολογίζεται ότι απαιτούνται τουλάχιστον 555 τετραγωνικά χιλιόμετρα ώστε να διατηρηθούν μικρότεροι, βραχυπρόθεσμα βιώσιμοι πληθυσμοί, και τουλάχιστον 2.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα για πληθυσμούς 500 ενηλίκων.<ref name =2005Hawkins/>
* {{cite book | editor1-last = Macdonald | editor1-first = D.W. | editor1-link = David W. Macdonald | title = The Princeton Encyclopedia of Mammals | year = 2009 | publisher = Princeton University Press | isbn = 978-0691140698 | ref = harv}}


Στην κουλτούρα της Μαδαγασκάρης, ένα [[ταμπού]], γνωστό τοπικά ως ''fady'',<ref name="1970Taboo">{{Harvnb|Ruud|1970|p=101.}}</ref> παρέχει προστασία στη φόσα και άλλα σαρκοφάγα.<ref name="2007Jones">{{cite conference | last1 = Jones | first1 = J.P.G.| last2 = Andriamarovolona | first2 = M.A. | last3 = Hockley | first3 = N.J. | title = Taboos, social norms and conservation in the eastern rainforests of Madagascar | journal = | url = http://www.bioecon.ucl.ac.uk/9th_2007/Jones.pdf | format = PDF | conference = 9th International BIOECON Conference on "Economics and Institutions for Biodiversity Conservation" | conferenceurl = http://www.bioecon.ucl.ac.uk/10papers9.htm | year = 2007 | accessdate = 19 May 2010}}</ref> Στην [[Περιοχή Marolambo]] (τμήμα της περιοχής [[Ατσινανανά]] στην [[Επαρχία Τοαμασίνα]]), η φόσα παραδοσιακά θεωρείται μισητό και επικίνδυνο ζώο. Έχει περιγραφεί ως «επιθετική και άπληστη», που τρώει κότες και μικρά γουρούνια, ενώ πιστεύεται ότι «πέρνει τα μικρά παιδιά που περπατούν μόνα τους στο δάσος». Κάποιοι δεν την τρώνε από φόβο μην τους μεταφέρει ανεπιθύμητες ιδιότητες.<ref name=1970Taboo/> Ωστόσο αρκετοί τρών το κρέας της,<ref name =2009HMWv1/> και μία έρευνα που δημοσιεύτηκε το 2009 αναφέρει ότι στο 57% των χωριών του δάσους Μακιρά καταναλώνεται κρέας φόσας. Τα ζώα θηρεύονται με σφεντόνες, συνοδεία σκύλων, ή πιο συνηθισμένα με την τοποθέτηση παγίδων.<ref name="2009Golden">{{cite journal |last1 = Golden | first1 = C.D. | year = 2009 | title = Bushmeat hunting and use in the Makira Forest, north-eastern Madagascar: a conservation and livelihoods issue | journal = Oryx | volume = 43 | pages = 386–392 | doi = 10.1017/S0030605309000131}}</ref> Κοντά στο [[Εθνικό Πάρκο Ρανομαφανά]], η φόσα, μαζί με άλλα μικρά συγγενικά είδη και το εισηγμένο είδος της [[μικρή Ινδική μοσχογαλή|μικρής ινδικής μοσχογαλής]] (''Viverricula indica''), υπάρχει η αντίληψη, ότι «τρώνε τα σώματα των προγόνων», τα οποία είναι θαμμένα σε ρηχούς τάφους στο δάσος. Για αυτό τον λόγο, η κατανάλωση αυτών των ζώων απαγορεύεται αυστηρά από το ''fady''. Αν ωστόσο περιπλανώνται μέσα σε χωριά αναζητώντας κατοικίδια πτηνά, τότε επιτρέπεται να θανατωθούν ή να παγιδευτούν. Έχουν παρατηρηθεί παγίδες για μικρά σαρκοφάγα κοντά σε χνάρια από κοτόπουλα στο χωριό Βοχιπαραρά.<ref name =2007Jones/>
* {{cite book | last = Ruud | first = J. | title = Taboo: A Study of Malagasy Customs and Beliefs | publisher = Oslo University Press | edition = 2nd | year = 1970 | id = {{ASIN|B0006FE92Y}} | ref = harv}}


Οι φόσες βρίσκονται κατά καιρούς και στην αιχμαλωσία σε [[ζωολογικός κήπος|ζωολογικούς κήπους]]. Η πρώτη αναπαραγωγή στην αιχμαλωσία έγινε το 1974 στον ζωολογικό κήπο του [[Μονπελιέ]]. Τον επόμενο χρόνο, όταν σε όλο τον κόσμο υπήρχαν οκτώ αιχμάλωτες φόσες, ο [[Ζωολογικός Κήπος του Ντούισμπουργκ]] απέκτησε μία, και αργότερα ξεκίνησε ένα επιτυχημένο πρόγραμμα αναπαραγωγής, έτσι ώστε οι περισσότερες φόσες που βρίσκονται σήμερα σε αιχμαλωσία κατάγονται από τον πληθυσμό του Ντούισμπουργκ. Η έρευνα στο Ντούισμπουργκ παρείχε πολλά δεδομένα για την βιολογία της φόσας.<ref name =2003Winkler/>
* {{cite book | editor1-last = Wilson | editor1-first = D. | editor2-last = Mittermeier | editor2-first = R. | title = [[Handbook of the Mammals of the World]]. Volume 1: Carnivores | year = 2009 | publisher = Lynx Edicions}}
:*{{cite book | last1 = Goodman | first1 = S. | contribution = Family Eupleridae (Madagascar Carnivores) | isbn = 978-84-96553-49-1 | url = http://www.lynxeds.com/hmw/species-accounts/hmw-1-species-accounts-red-panda-ailurus-fulgens | year = 2009 | ref = harv}}


== Σημειώσεις ==
{{refend}}
{{reflist|group="Σημ."}}


== Παραπομπές ==
==External links==
{{Reflist|3}}
{{commons|Cryptoprocta ferox}}
{{wikispecies|Cryptoprocta ferox}}


{{ενσωμάτωση κειμένου|en|Fossa (animal)}}
*[http://www.arkive.org/fossa/cryptoprocta-ferox/ ARKive] – images and movies of the Fossa ''(Cryptoprocta ferox)''
*[http://www.bbc.co.uk/nature/species/Fossa_(animal) Watch more fossa (Cryptoprocta ferox) video clips from the BBC archive on Wildlife Finder]


[[Category:Θηλαστικά]]
{{Carnivora|E.}}
{{featured article}}
[[Category:Mammals of Africa]]
[[Category:Endemic fauna of Madagascar]]
[[Category:Euplerids]]
[[Category:EDGE Species]]
[[Category:Monotypic mammal genera]]
[[Category:Carnivorans of Africa]]


{{Link GA|de}}
{{Link GA|de}}
{{Link FA|en}}


[[ar:الفوسا]]
[[br:Fosa]]
[[br:Fosa]]
[[bg:Фоса]]
[[bg:Фоса]]
Γραμμή 292: Γραμμή 176:
[[da:Fossa]]
[[da:Fossa]]
[[de:Fossa]]
[[de:Fossa]]
[[en:Fossa (animal)]]
[[et:Fossa]]
[[et:Fossa]]
[[es:Cryptoprocta ferox]]
[[es:Cryptoprocta ferox]]
Γραμμή 313: Γραμμή 198:
[[sv:Fossa]]
[[sv:Fossa]]
[[tr:Fossa]]
[[tr:Fossa]]
[[udm:Фосса]]
[[uk:Cryptoprocta ferox]]
[[zh-yue:馬島狸]]
[[zh-yue:馬島狸]]
[[zh:馬島長尾狸貓]]
[[zh:馬島長尾狸貓]]

Έκδοση από την 17:10, 30 Απριλίου 2011

Φόσα[1]

Κατάσταση διατήρησης
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Θηλαστικά (Mammalia)
Τάξη: Σαρκοφάγα (Carnivora)
Οικογένεια: Ευπλερίδες (Eupleridae)
Γένος: Cryptoprocta
Bennett, 1833
Είδος: C. ferox
Διώνυμο
Cryptoprocta ferox
Bennett, 1833

Κατανομή της Φόσας
(Cryptoprocta ferox)[3]
Συνώνυμα
  • typicus A. Smith, 1834

Η Φόσα (Cryptoprocta ferox) είναι αιλουρόμορφο, σαρκοφάγο θηλαστικό, ενδημικό της Μαδαγασκάρης. Είναι μέλος των Ευπλερίδων (Eupleridae), οικογένεια σαρκοφάγων που είναι στενοί συγγενείς της μαγκούστας (οικογένεια Ερπηστίδων). Η ταξινόμησή της έχει τεθεί υπό αμφισβήτηση καθώς τα φυσικά χαρακτηριστικά της μοιάζουν με αυτά των Φελίδων (Felidae), ωστόσο άλλα χαρακτηριστικά υποδεικνύουν πιο στενή σχέση με τις Βιβερίδες (κυρίως μοσχογαλές και οι συγγενείς τους). Η ταξινόμησή της, μαζί με αυτή άλλων μαλαγασικών σαρκοφάγων, επηρέασαν υποθέσεις για το πόσες φορές σαρκοφάγα θηλαστικά εποίκισαν το νησί. Αφότου γενετικές μελέτες έδειξαν ότι η Φόσα και όλα τα άλλα μαλαγασιανά σαρκοφάγα έχουν στενότερους συγγενικούς δεσμούς μεταξύ τους (σχηματίζοντας κλάδο, την οικογένεια των Ευπλερίδων), είναι πλέον παραδεκτό ότι τα σαρκοφάγα αποίκησαν το νησί μία φορά πριν από περίπου 18 με 20 εκατομμύρια χρόνια πριν.

Η Φόσα είναι το μεγαλύτερο θηλαστικό σαρκοφάγο του νησιού της Μαδαγασκάρης και έχει συγκριθεί με μικρό Κούγκαρ. Τα ενήλικα άτομα έχουν μήκος σώματος (μαζί με το κεφάλι) 70-80 εκατοστά και ζυγίσουν από 5.5 έως 8.6 κιλά, ενώ τα αρσενικά είναι μεγαλύτερα από τα θυληκά. Έχει ημισυσταλτά νύχια και εύκαμπτους αστράγαλους που της επιτρέπουν να ανεβοκατεβαίνει από δέντρα με το κεφάλι μπροστά καθώς να πηδάει από δέντρο σε δέντρο. Η Φόσα είναι μοναδική στην οικογένειά της ως προς το σχήμα των γεννητικών της οργάνων, τα οποία έχουν κοινά χαρακτηριστικά με αυτά των υαινών και των αιλουροειδών.

Το είδος είναι ευρέως διαδεδομένο στο νησί, αν και η πυκνότητα του πληθυσμού του είναι συνήθως χαμηλή. Βρίσκεται αποκλειστικά σε δάση, ενώ κυνηγά και την ημέρα και την νύχτα. Πάνω από το 50% της δίατάς του αποτελείται από λεμούριους, ενδημικά πρωτεύοντα του νησιού, ενώ έχουν καταγραφεί ως θηράματά του τενρέκ, τρωκτικά, σαύρες, πουλιά και άλλα ζώα. Το ζευγάρωμα συνήθως γίνεται στα δέντρα, σε οριζόντια κλαδιά και μπορεί να κρατήσει αρκετές ώρες. Οι γέννες αποτελούνται από ένα έως έξι μικρά, τα οποία γεννιούνται τυφλά και χωρίς δόντια (φωλεόφιλα). Τα μικρά απογαλακτίζονται μετά από 4,5 μήνες ενώ γίνονται ανεξάρτητα μετά από ένα χρόνο. Η σεξουαλική ωριμότητα εμφανίζεται περίπου σε ηλικία τριών η τεσσάρων ετών ενώ το προσδόκιμο ζωής στην αιχμαλωσία είναι 20 χρόνια. Η Φόσα είναι καταχωριμένη ως εκτεθειμένο είδος από την Παγκόσμια Ένωση Προστασίας της Φύσης (IUCN). Εν γένει οι Μαλαγάσιοι την φοβούνται και συχνά προστατεύεται από το ταμπού τους, γνωστό ως fady. Η μεγαλύτερη απειλή για το είδος είναι καταστροφή του οικοτόπου της.

Ταξινομία

Η Φόσα περιγράφηκε επίσημα το 1833 από τον Έντουαρντ Τέρνερ Μπένετ (Edward Turner Bennett). Το όνομα του γένους, Cryptoprocta, έχει να κάνει με το πως ο πρωκτός του ζώου είναι κρυμμένος από τον πρωκτικό θύλακά του.[4] Το όνομα του είδους, ferox, προέρχεται από τα λατινικά και σημαίνει άγριο.[5] Το κοινό όνομα, φόσα, προέρχεται από την μαλαγασική γλώσσα, και γράφεται fossa ή fosa.[4] Είναι το ίδιο με το όνομα γένους της μαλαγασιανής μοσχογαλής (Fossa fossana), αλλά πρόκειται για διαφορετικά είδη. Επειδή έχει κοινά χαρακτηριστικά με τις μοσχογαλές, τις μαγκούστες και τις Φελίδες, η ταξινόμησή της έχει υπάρξει αμφιλεγόμενη. Αρχικά, ο Μπένετ, την κατέταξε ως μοσχογαλή στην οικογένεια των Βιβερίδων, ταξινόμηση που ήταν για καιρό δημοφιλής στους ειδικούς. Η συμπαγής κρανιακή κοιλότητα, οι μεγάλες οφθαλμικές κόγχες, τα συσταλτά νύχια και ο εξειδικευμένος για σαρκοφαγία οδοντικός τύπος οδήγησαν κάποιους να την ταξινομίσουν στις Φελίδες.[6] Το 1939, ο Ουίλιαμ Κινγκ Γκρέγκορι (William King Gregory) και ο Μίλο Χέλμαν (Milo Hellman) τοποθέτησαν την Φόσα σε δική της υποοικογένεια εντός των Φελίδων, στις Κρυπτοπρωκτίνες (Cryptoproctinae). Ο Τζορτζ Γκέιλορντ Σίμπσον (George Gaylord Simpson) την τοποθέτησε ξανά στις Βιβερίδες το 1945, πάλι σε δική της υποοικογένεια, παραδεχόμενος ωστόσο ότι είχε πολλά χαρακτηριστικά των Φελίδων.[4][7]

Η Φόσα έχει φελιδόμορφη εμφάνιση και μοιάζει με μικρό κούγκαρ.[4]

Το 1993 η Géraldine Veron και ο François Catzeflis δημοσίευσαν μία μελέτη υβριδοποίησης DNA που υποδείκνυε ότι η Φόσα έχει πιο στενή σχέση με τις μαγκούστες (οικογένεια Ερπηστίδες) παρά με τις Φελίδες και τις μοσχογαλές.[6][7] Ωστόσο το 1995 μια μορφολογική μελέτη της Veron τοποθέτησε για άλλη μια φορά την Φόσα στις Φελίδες.[7] Το 2003, μελέτες μοριακής φυλογενετικής της Αν Γιόντερ (Anne Yoder) και συναδέλφων της, που χρησιμοποίησαν νουκλεϊκά και μιτοχονδριακά γονίδια, έδειξαν ότι όλα τα ιθαγενή σαρκοφάγα της Μαδαγασκάρης έχουν κοινή καταγωγή που αποκλείει τα υπόλοιπα σαρκοφάγα (σημαίνοντας ότι σχηματίζουν κλάδο, κάνοντάς τα μονοφυλετικά) και έχουν μεγαλύτερη συγγένεια με της Ερπηστίδες της Ασίας και της Αφρικής.[8][9][10] Μετά από αυτό, όλα τα σαρκοφάγα της Μαδαγασκάρης τοποθετήθηκαν σε μία οικογένεια, τις Ευπλερίδες.[1] Εντός της οικογένειας των Επλερίδων, η Φόσα τοποθετήθηκε στην υποοικογένεια των Ευπλερίνων (Euplerinae) μαζί με το Φαλανούκ (Eupleres goudoti) και την Μαλαγασιανή μοσχογαλή, αλλά οι μεταξύ τους σχέσεις δεν έχουν μελετηθεί ακόμα αρκετά.[1][8][10]

Ένας εξαφανισμένος συγγενής της Φόσας περιγράφηκε το 1902 από υποαπολιθωμένα κατάλοιπα και αναγνωρίστηκε ως ξεχωριστό είδος, Cryptoprocta spelea, το 1935. Το είδος ήταν πολύ μεγαλύτερο από την Φόσα, αλλά κατά τα άλλα παρόμοιο.[4][11] Κατά μήκος της Μαδαγασκάρης, οι άνθρωποι αναγνωρίζουν δύο είδη φόσας, ένα μεγάλο fosa mainty (μαύρη φόσα) και ένα μικρότερο fosa mena (κοκκινωπή φόσα), ενώ έχει αναφερθεί και μία λευκή στα νοτιοδυτικά. Δεν είναι ξεκάθαρο αν πρόκειται απλώς για λαϊκή παράδοση ή υπάρχει ποικιλία στο είδος που να έχει να κάνει με το φύλο, την ηλικία ή περιπτώσεις μελανισμού και λευκισμού ή αν όντως υπάρχουν παραπάνω από ένα είδη φόσας.[11][12][4]

Φυλογενετική των Ευπλερίδων εντός των Αιλουρόμορφων[10]
Feliformia 

(άλλα αιλουρόμορφα)




Βιβερίδες (μοσχογαλές, γκένετ, και συγγενείς)




Hyaenidae (ύαινες)




Herpestidae (μαγκούστες)




Eupleridae (Μαλαγασικά σαρκοφάγα)







Φυλογενετική των σαρκοφάγων της Μαδαγασκάρης (Eupleridae)[8]
Eupleridae 

Cryptoprocta

C. ferox (Φόσα)



C. spelea (Γιγάντια Φόσα)




Fossa (Μαλαγασική μοσχογαλή)




Eupleres




Galidia (Μαγκούστα με δακτυλιδωτή ουρά)




Galidictis




Salanoia



Mungotictis






Περιγραφή

Η φόσα μοιάζει με μικρογραφία μεγάλου είδους φελίδων, όπως το κούγκαρ,[12] αλλά με πιο λεπτοκαμωμένο σώμα και μυώδη άκρα,[6] ενώ η ουρά της έχει σχεδόν όσο μήκος έχει το υπόλοιπο σώμα.[12] Έχει κεφάλι που μοιάζει με της μαγκούστας,[6] σχετικά μακρύτερο από αυτό της γάτας,[12] με πιο ευρύ[6] και κοντό[12] ωστόσο ρύγχος και μεγάλα αλλά στρογγυλεμένα αυτιά.[4][12] Έχει μέτρια καφέ μάτια σχετικά απομακρυσμένα μεταξύ τους με κόρες που συμβάλλουν σε σχισμές. Όπως πολλά σαρκοφάγα που κυνηγούν νύχτα, τα μάτια της αντανακλούν το φως, το οποίο έχει πορτοκαλί χροιά.[6] Το μήκος του σώματος της μαζί με το κεφάλι έχει μήκος 70-80 cm και η ουρά της 65-70 cm. Το είδος έχει σεξουαλικός διμορφισμός, με τα ενήλικα αρσενικά να ζυγίζουν 6,2-8,6 kg, πιο πολύ από τα θηλυκά, τα οποία ζυγίζουν 5,5–6,8 kg.[12] Τα μικρότερα άτομα βρίσκονται τυπικά στα βόρεια και τα ανατολικά της Μαδαγασκάρης, ενώ τα μεγαλύτερα στα νότια και δυτικά,[4] κατά πάσα πιθανότητα λόγω του κανόνα του Μπέργκμαν. Έχουν αναφερθεί ασυνήθιστα μεγάλα άτομα με βάρος έως και 20 kg, αλλά υπάρχει κάποια αμφιβολία ως προς την αξιοπιστία των μετρήσεων.[12] Η φόσα έχει καλή όσφρηση, ακοή και όραση. Είναι εύρωστο ζώο και οι ασθένειες σε αιχμάλωτα ζώα είναι σπάνιες.[13]

Κρανίο (ραχιαία, κοιλιακή και πλευρική όψη) και κάτω γνάθος (πλευρική και ραχιαία όψη)

Αμφότερα τα αρσενικά και τα θηλυκά έχουν κοντό και ίσιο τρίχωμα το οποίο είναι σχετικά πυκνό και χωρίς στίγματα ή μοτίβα. Και τα δύο φύλα έχουν εν γένει κοκκινωπό-καφέ τρίχωμα στην ράχη και μουντό κιτρινωπό στην κάτω πλευρά. Την περίοδο αναπαραγωγής ενδέχεται να έχουν πορτοκαλί χρωματισμό στην κοιλιακή χώρα εξαιτίας μιας κοκκινωπής ουσίας που εκκρίνεται από ένα αδένα του στήθους, αλλά αυτό δεν έχει παρατηρηθεί από όλους τους ερευνητές. Η ουρά τείνει να έχει πιο ανοιχτή απόχρωση από ότι οι πλευρές. Τα νεαρά άτομα είναι είτε γκρι είτε σχεδόν άσπρα.[4][12]

Αρκετά από τα φυσικά χαρακτηριστικά του ζώου είναι προσαρμογές για να σκαρφαλώνει σε δέντρα.[6] Χρησιμοποιεί την ουρά του για ισορροπία ενώ έχει ημι-συσταλτά νύχια τα οποία χρησιμοποιεί στο σκαρφάλωμα και το κυνήγι της λείας.[12] Είναι ημιπελματοβάμον ζώο,[4][Σημ. 1] όντας πελματοβάμον όταν βρίσκεται στα δέντρα και δακτυλοβάμον[Σημ. 2] όταν βρίσκεται στο έδαφος.[14] Η πατούσες του είναι σχεδόν γυμνές και καλύπτωνται από δυνατά μαξιλαράκια.[4] Η φόσα έχει πολύ ευέλικτους αστράγαλους που της επιτρέπουν να γραπώνει κορμούς έτσι ώστε να ανεβοκατεβαίνει στα δέντρα με το κεφάλι μπροστά ή να πηδάει από δέντρο σε δέντρο.[6] Ανήλικα άτομα σε αιχμαλωσία είναι γνωστό ότι κρέμονται ανάποδα από τα πίσω πόδια τους από σχοινιά με κόμπους.[6]

Η φόσα έχει αρκετούς οσμηγόνους αδένες, οι οποίοι είναι λιγότερο αναπτυγμένοι στα θηλυκά. Όπως και οι ερπηστίδες έχει περιπρωκτικό δερματικό αδένα σε πρωκτικό σάκο ο οποίος περικλείει τον πρωκτό σαν θύλακας. Ο θύλακας ανοίγει προς τα έξω με μία οριζόντια σχισμή κάτω από την ουρά. Άλλοι αδένες βρίσκονται στην περιοχή του πέους ή του αιδοίου, οι αδένες που βρίσκονται στο πέος αναδίδουν ισχυρή οσμή. Όπως και οι επρηστίδες δεν έχει περιοσχεϊκούς αδένες.[4]

Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα φυσικά χαρακτηριστικά του είδους είναι τα εξωτερικά γεννητικά του όργανα. Τα αρσενικά έχουν ασυνήθηστα μακρύ πέος και οστό πέους (baculum) το οποίο σε στύση φτάνει στα μπροστινά του πόδια. Η βάλανος εκτείνεται στον μισό κορμό και είναι ακανθώδης εκτός από την άκρη. Συγκριτικά, η βάλανος των φελίδων είναι κοντή και ακανθώδης ενώ των βιβερίδων λεία και μακρυά.[4] Η θηλυκή φόσα εμφανίζει παροδική αρρενοποίηση, η οποία ξεκινά σε ηλικία 1–2 ετών, αναπτύσσοντας ακανθώδη κλειτορίδα που μοιάζει με το πέος των αρσενικών. Η μεγεθυμένη κλειτορίδα υποστηρίζεται από ένα οστό (os clitoridis),[12] το οποίο μειώνεται σε μέγεθος όσο το ζώο μεγαλώνει.[14] Τα θηλυκά δεν έχουν ψευδο-όσχεο,[12] αλλά εκκρίνουν μια πορτοκαλί ουσία η οποία χρωματίζει το κάτω μέρος του σώματός τους.[15] Τα επίπεδα των ορμονών (τεστοστερόνη, ανδροστενεδιόνη, διυδροτεστοστερόνη) δεν φαίνεται να παίζουν κάποιον ρόλο σε αυτή την διαδικασία αρρενοποίησης, καθώς οι ορμόνες υπάρχουν σε ίδια επίπεδα και στα αρρενοποιημένα νεαρά ζώα αλλά και στα μη αρρενοποιημένα ενήλικα. Εκτιμάται ότι αυτή η διαδικασία είτε μειώνει την σεξουαλική παρενόχληση των νεαρών θηλυκών από τα ενήλικα αρσενικά, είτε μειώνει την επιθετικότητα των κτητικών ως προς την περιοχή θηλυκών.[12] Ενώ και άλλα θηλυκά θηλαστικά (όπως η ύαινα η στικτή) είναι γνωστό ότι έχουν ψευδο-πέος,[16] σε κανένα από αυτά δεν μειώνεται σε μέγεθος όσο το ζώο μεγαλώνει.[15]

Σύγκριση με συγγενικά σαρκοφάγα

Γενικώς, η φόσα έχει κοινά χαρακτηριστηκά με τρεις διαφορετικές οικογένειες σαρκοφάγων, γεγονός που οδήγησε τους ερευνητές να την τοποθετήσουν, όπως και άλλα μέλη των Ευπλερίδων, στις οικογένειες των Ερπεστίδων, των Βιβερίδων και των Φελίδων. Τα χαρακτηριστικά που είναι κοινά με τις Φελίδες είναι κυρίως αυτά που έχουν να κάνουν με την διατροφή και την πέψη, όπως το σχήμα των δοντιών και το εμπρόσθιο τμήμα του κρανίου, την γλώσσα και την πεπτική οδό,[4] τα οποία είναι τυπικά της αποκλειστικά σαρκοφάγου δίαιτάς της.[6] Το υπόλοιπο τμήμα του κρανίου μοιάζει περισσότερο με αυτό των μελών του γένους Vivera, ενώ γενικώς η σωματική της δομή μοιάζει περισσότερο με τα διάφορα μέλη της οικογένειας των Ερπηστίδων. Ο μόνιμος οδοντικός τύπος της είναι: (τρεις κοπτήρες, ένας κυνόδοντας, τρεις ή τέσσερεις προγόμφιοι και ένας γομφίος σε κάθε πλευρά και της άνω και της κάτω γνάθου), ενώ ο προσωρινός οδοντικός τύπος είναι παρόμοιος χωρίς όμως των τέταρτο προγόμφιο και τον γομφίο. Η φόσα έχει μεγάλο, εξέχον ρινάριο (rhinarium) παρόμοιο με αυτό των βιβερίδων, αλλά σχετικά μεγαλύτερα, στρογγυλεμένα αυτιά, σχεδόν τόσο μεγάλα όσο αυτά ενός παρομοίου μεγέθους μέλους των Φελίδων. Έχει μουστάκια στο πρόσωπο τα οποία είναι μεγάλα, ενώ τα μεγαλύτερα από αυτά είναι μακρύτερα από το κεφάλι. Όπως κάποια γένη μαγκούστας, ειδικά το Galidia (το οποίο πλέον έχει τοποθετηθεί στην οικογένεια της φόσας, Ευπλερίδες) και το Herpestes (της οικογένειας των Ερπηστίδων), έχει «μουστάκια» και στους καρπούς. Τα νύχια της είναι συσταλτά, αλλά εν αντιθέσει με αυτά των ειδών των Φελίδων, δεν είναι κρυμμένα σε θήκες δέρματος. Έχει τρία ζεύγη θηλών (ένα βουβωνικό, ένα κοιλιακό και ένα θωρακικό).[12]

Οικότοπος και κατανομή

Η φόσα έχει το μεγαλύτερο εύρος γεωγραφικής κατανομής από όλα τα σαρκοφάγα της Μαδαγασκάρης, και εν γένει βρίσκεται σε μικρούς πληθυσμούς σε όλο το νησί, σε υπολείμματα δασικών εκτάσεων, προτιμώντας αδιατάραχτα παρθένα δάση. Βρίσκεται και σε κάποια υποβαθμισμένα δάση, αν και σε μικρότερους αριθμούς. Παρότι βρίσκεται σε όλες τις γνωστές μορφές δάσους της Μαδαγασκάρης, συμπεριλαμβανομένων των δυτικών ξηρών φυλλοβόλων δασών, των ανατολικών βροχοδασών, και των νότιων ακανθωδών δασών,[17] εμφανίζεται συχνότερα σε υγρά παρά σε ξηρά δάση. Αυτό μπορεί να οφείλεται στο ότι ο θόλος των ξηρών δασών παρέχει λιγότερη σκιά, και επειδή η φόσα φαίνεται ότι περιπλανιέται ευκολότερα σε υγρά δάση.[6] Απουσιάζει από περιοχές όπου ο οικότοπος έχει υψηλή διατάραξη, και όπως το μεγαλύτερο μέρος της πανίδας της Μαδαγασκάρης, απουσιάζει από το κεντρικό υψήπεδο του νησιού.[18]

Η φόσα έχει βρεθεί σε διάφορα υψόμετρα σε μη διαταραγμένα τμήματα προστατευόμενων περιοχών σε όλη την Μαδαγασκάρη. Στο Réserve Naturelle Intégrale d'Andringitra, έχει αναφερθεί η ύπαρξη της φόσας σε τέσσερα διαφορετικά σημεία με υψόμετρο από 810 έως 1625 m.[18] Το υψηλότερο υψόμετρο στο οποίο έχει αναφερθεί η παρουσία της είναι 2000 m,[19] ενώ η παρουσία της στο Andringitra Massif τελικώς επιβεβαιώθηκε το 1996.[18] Παρομοίως έχουν παρουσιαστεί στοιχεία για την ύπαρξη της φόσας σε υψόμετρα από 440 έως 1875 m στο Εθνικό Πάρκο Andohahela.[20] Η παρουσία της σε τέτοια υψόμετρα υποδεικνύει την ικανότητά της να προσαρμόζεται, γεγονός συνεπές με την αναφερόμενη κατανομή της σε όλους τους τύπους δασών της Μαδαγασκάρης.[17]

Συμπεριφορά

Η φόσα είναι δραστήρια και την ημέρα και την νύχτα.

Η φόσα δραστηριοποιείται και την ημέρα και την νύχτα· η αιχμή της δραστηριότητάς της μπορεί να συμβεί νωρίς το πρωί, αργά το απόγευμα, και αργά την νύχτα.[12] Εν γένει το ζώο δεν ξανακοιμάται στα ίδια μέρη, ωστόσο τα θηλυκά με μικρά επιστρέφουν στην ίδια φωλιά.[12] Το εύρος κατοικίας για τις αρσενικές φόσες στο Δάσος Kirindy φτάνει μέχρι τα 26 km2, ενώ των θηλυκών τα 13 km2. Αυτές οι περιοχές αλληλεπικαλύπτονται σε ποσοστό περίπου 30% σύμφωνα με δεδομένα από τα ανατολικά δάση, αν και οι περιοχές των θηλυκών είναι συνήθως ξεχωριστές. Το εύρος των περιοχών μεγαλώνει κατά την ξηρή περίοδο, ίσως εξαιτίας της μικρότερης διαθεσιμότητας νερού και φαγητού. Εν γένει, ζώα στα οποία έχουν τοποθετηθεί κολάρα εντοπισμού, ταξιδεύουν καθημερινά 2 έως 5 km, [21] αν και έχει καταγραφεί ένα ζώο το οποίο σε μία μέρα μετακινήθηκε 7 km σε 16 ώρες.[12] Η πυκνότητα του πληθυσμού φαίνεται να είναι χαμηλή: στο Δάσος Kirindy, όπου πιστεύεται ότι είναι κοινό, η πυκνότητά του εκτιμήθηκε σε ένα ζώο ανά 4 km2 το 1998.[6] Μια άλλη μελέτη στο ίδιο δάσος μεταξύ 1994 και 1996 έδειξε ότι η πυκνότητα του πληθυσμού ήταν ένα ζώο ανά 3,8 km2 και ένα ενήλικο ανά 5,6 km2.[22]

Εκτός από μητέρες με μικρά και περιστασιακές παρατηρήσεις ζευγαριών αρσενικών, τα ζώα βρίσκονται συνήθως μόνα τους, έτσι το είδος θεωρείται μοναχικό.[4][6][22] Εντούτοις, μία δημοσίευση του 2009, ανέφερε μία λεπτομερή παρατήρηση συνεργατικού κυνηγιού, όπου τρεις αρσενικές φόσες κυνηγούσαν έναν σίφακα 3 κιλών (Propithecus verreauxi) για 45 λεπτά, και εν συνεχεία μοιράστηκαν την λεία. Αυτή η συμπεριφορά ενδεχομένως αποτελεί κατάλοιπο του συνεργατικού κυνηγιού που θα απαιτούνταν ώστε να κυνηγήσουν τους μεγαλύτερους προσφάτως εξαφανισμένους λεμούριους.[23]

Οι φόσες επικοινωνούν χρησιμοποιώντας ήχους, οσμές και οπτικά σήματα. Οι κραυγές τους περιλαμβάνουν ένα απειλιτικό γουργούρισμα,[4] και ένα κάλεσμα φόβου, που αποτελείται από «επαναλαμβανόμενες δυνατές, τραχιές εισπονές και ξεφυσήματα».[6] Ένα μακρύ, ψηλού τόνου τσίριγμα ενδεχομένως λειτουργεί ωστε να προσελκύονται άλλες φόσες. Τα θηλυκά νιαουρίζουν κατά την αναπαραγωγή και τα αρσενικά παράγουν ένα αναστεναγμό όταν βρουν ένα θυληκό.[4][6] Καθόλη την διάρκεια του έτους τα ζώα αφήνουν οσμές, οι οποίες διαρκούν πολύ, σε πέτρες, σε δέντρα και στο έδαφος, χρησιμοποιώντας αδένες στην περιοχή του πρωκτού και του στήθους.[4][6][12] Επικοινωνούν ακόμα χρησιμοποιώντας εκφράσεις του προσώπου και του σώματος, αλλά οι σημασία αυτών των εκφράσεων δεν είναι ξεκάθαρη.[4] Το ζώο είναι επιθετικό μόνο κατά την διάρκεια του ζευγαρώματος, και συγκεκριμένα τα αρσενικά μάχονται έντονα. Μετά από μία σύντομη μάχη, ο χαμένος τρέπεται σε φυγή ακολουθούμενος από τον νικητή για σύντομη απόσταση.[4] Στην αιχμαλωσία, οι φόσες συνήθως δεν είναι επιθετικές και κάποιες φορές επιτρέπουν να τις χαιδεύουν οι φύλακες, αλλά τα ενήλικα αρσενικά ενδέχεται να προσπαθήσουν να δαγκώσουν.[13]

Δίαιτα

Η φόσα είναι σαρκοφάγο ζώο το οποίο κυνηγά μικρά έως μεσαίου μεγέθους ζώα. Όντας ένα από τα οκτώ ενδημικά σαρκοφάγα της Μαδαγασκάρης, η φόσα είναι το μεγαλύτερο επιζών ενδημικό θηλαστικό του εδάφους και ο μόνος θηρευτής που είναι ικανός να θηρεύσει ενήλικα άτομα από όλα τα επιζώντα είδη λεμουρίου,[21][24] , τα μεγαλύτερα από τα οποία μπορούν να φτάσουν στο 90% του βάρους μίας μέσης φόσας.[6][24] Παρότι αποτελεί τον κύριο θηρευτή των λεμούριων,[24][25] οι αναφορές για τις διατροφικές της συνήθειες επιδεικνύουν μεγάλη ποικιλία επιλογής θηραμάτων και εξειδίκευσης ανάλογα με την φυσική κατοικία και την εποχή. Η δίαιτα δεν ποικίλει ανάλογα με το φύλο. Αν και η φόσα θεωρούνταν ότι είναι πιο εξειδικευμένη στους λεμούριος στο Εθνικό Πάρκο Ranomafana,[26] η δίαιτά της είναι πιο ποικίλη σε άλλα δασικά οικοσυστήματα.

Η δίαιτα της φόσας περιλαμβάνει μικρά (γκρι λεμούριος ποντικός, πάνω) έως μεσαίου (εστεμμένος σίφακας, κάτω) μεγέθους θηλαστικά.

Η δίαιτα της φόσας σε άγρια κατάσταση έχει μελετηθεί από την ανάλυση των ξεχωριστών κοπράνων της, τα οποία μοιάζουν με γκρι κυλίνδρους με περιελιγμένες άκρες και έχουν μήκος 10–14 cm και πάχος 1.5–2.5 cm. [27] Κόπρανα που συλλέχθηκαν στο Andohahela και το Andringitra περιείχαν υλικό από λεμούριους και τρωκτικά. Οι ανατολικοί πληθυσμοί στην Andringitra έχουν την μεγαλύτερη καταγεγραμμένη ποικιλία θηραμάτων, θηρεύοντας και σπονδυλωτά και ασπόνδυλα. Στα σπονδυλωτά περιλαμβάνονται από ερπετά ως μεγάλη ποικιλία πτηνών και θηλαστικών, στα οποία περιλαμβάνονται εντομοφάγα, τρωκτικά και λεμούριοι. Στα ασπόνδυλα περιλαμβάνονται έντομα και κάβουρες.[18][20] Μία μελέτη έδειξε ότι τα σπονδυλωτά αποτελούσαν το 94% της δίαιτας της φόσας, με τους λεμούριους να αποτελούν πάνω από το 50%, ακολουθούμενοι από τενρέκ (9%), σαύρες (9%), και πτηνά (2%). Οι σπόροι οι οποίοι αποτελούν το 5% της δίατας, ενδέχεται να βρίσκονταν απλώς στα στομάχια των καταβροχθισμένων λεμούριων, ή να καταναλώθηκαν μέσω φρούτων για νερό, καθώς οι σπόροι ήταν πιο συνηθισμένοι κατά την ξηρή περίοδο. Το μέσο μέγεθος των θηραμάτων ποικίλει γεωγραφικώς, είναι μόλις 40 g στα ψηλά βουνά του Andringitra, εν αντιθέσει με τα 480 g στα υγρά δάση και πάνω από 1000 g στα ξηρά δάση φυλλοβόλων.[12] Μία μελέτη στη δίατα της φόσας στα ξηρά δάση φυλλοβόλων της δυτικής Μαδαγασκάρης, έδειξε ότι πάνα από το 90% των θηραμάτων της ήταν σπονδυλωτά, και πάνω από το 50% λεμούριοι. Η κύρια δίαιτα αποτελούνταν από περίπου έξι είδη λεμούριων και δύο ή τρία είδη ακανθωδών τενρέκ, μαζί με φίδια και μικρά θηλαστικά.[27] Εν γένει η φόσα προτιμά να κυνηγάει μεγαλύτερους λεμούριους και τρωκτικά.[28]

Τα θηράματα πιάνονται με κυνήγι είτε στο έδαφος είτε στα δέντρα. Κατά την περίοδο μη-αναπαραγωγής η φόσα κυνηγάει ατομικά, αλλά κατά την περίοδο αναπαραγωγής ενδέχεται να κυνηγούν σε ομάδες, ανά ζεύγη ή αργότερα η μητέρα με τα παιδιά της. Ένα μέλος της ομάδας σκαρφαλώνει σε ένα δέντρο, και κυνηγά τους λεμούριους από δέντρο σε δέντρο, αναγκάζοντάς τους να κατέβουν στο έδαφος όπου μπορούν τα υπόλοιπα μέλη να τους πιάσουν εύκολα.[12] Η φόσα είναι γνωστό ότι ξεκοιλιάζει τους μεγαλύτερους λεμούριους, χαρακτηριστικό το οποίο, μαζί με τα ξεχωριστά κόπρανά της, βοηθάει στην αναγνώριση των θηραμάτων της.[24] Μακράς διάρκειας παρατηρήσεις των μοτίβων θήρευσης της φόσας σε σίφακες των βροχοδασών, υποδεικνύουν ότι κυνηγά μόνο σε μία υποπεριοχή του εύρους της μέχρι να αυξηθεί η πυκνότητα των θηραμάτων οπότε μετακινείται.[29] Έχει αναφερθεί ότι κυνηγάει και κατοικίδια ζώα, όπως κατσίκες και μικρά μοσχάρια, και ειδικά κοτόπουλα. Στην αιχμαλωσία καταναλώνει 800 με 1000 g κρέατος την ημέρα, το οποίο περιλαμβάνει αμφίβια, πτηνά, έντομα, ερπετά και μικρά προς μεσαίου μεγέθους θηλαστικά.[4]

Αυτή η μεγάλη ποικιλία θηραμάτων σε διάφορες φυσικές κατοικίες βροχοδασών είναι παρόμοια με την ποικιλία που παρατηρήθηκε[18][20] και στα ξηρά δάση της δυτικής Μαδαγασκάρης. Καθώς είναι ο μεγαλύτερος ενδημικός θηρευτής της Μαδαγασκάρης, αυτή η ευελιξία της δίατάς της σε συνδυασμό με το ευέλικτο μοτίβο συμπεριφοράς[21], μπόρεσε να εκμεταλλευτεί μεγάλη ποικιλία διαθέσιμων οικολογικών θώκων σε όλο το νησί, όντας έτσι εν δυνάμει θεμελιώδες είδος για τα μαλαγασικά οικοσυστήματα.[17]

Αναπαραγωγή

Εικονογράφηση φόσας γύρω στο 1927

Οι περισσότερες λεπτομέρειες για την αναπαραγωγή σε άγρια κατάσταση είναι γνωστές από τα δυτικά ξηρά φυλλοβόλα δάση, για το αν κάποιες από αυτές ισχύουν και για τους ανατολικούς πληθυσμούς απαιτείται επιπλέον έρευνα πεδίου.[12] Το ζευγάρωμα τυπικά λαμβάνει χώρα κατά την διάρκεια του Σεπτεμβρίου και του Οκτωβρίου,[4] αν και υπάρχουν αναφορές για ζευγαρώματα εώς και μέσα στον Δεκέμβριο,[12] ενώ μπορεί να είναι άκρως επιδεικτικό.[6] Στην αιχμαλωσία στο Βόρειο Ημισφαίριο, οι φόσες αναπαράγονται κατά την βόρεια άνοιξη, από τον Μάρτιο έως τον Ιούλιο.[13] Η συνουσία γίνεται συνήθως πάνω σε δέντρα, σε οριζόντια κλαδιά περίπου 20m πάνω από το έδαφος. Συχνά το ίδιο δέντρο χρησιμοποιείται κάθε χρόνο, με αξιοσημείωτη ακρίβεια ώς προς την ημερομηνία που αρχίζει το ζευγάρωμα. Τα δέντρα είναι συχνά κοντά σε μία πηγή νερού και έχουν ισχυρά και αρκετά πλατιά κλαδιά, περίπου 20cm, ώστε να μπορούν να συγκρατήσουν ένα ζευγάρι. Έχουν αναφερθεί και περιπτώσεις ζευγαρώματος στο έδαφος.[12]

Σε ένα τόπο ζευγαρώματος μπορεί να βρεθούν έως και οκτώ αρσενικά, κοντά στο δεκτικό θυληκό. Το θυληκό φαίνεται να είναι αυτό που διαλέγει το αρσενικό με το οποίο θα ζευγαρώσει, ενώ τα αρσενικά ανταγωνίζονται για την προσοχή του με κραυγές και άλλες ανταγωνιστικές αλληλεπιδράσεις. Το θηλυκό μπορεί να επιλέξει να ζευγαρώσει με αρκετά από τα αρσενικά ενώ η επιλογή του δεν φαίνεται να συσχετίζεται με την εμφάνιση των αρσενικών.[12] Για να προκαλέσει την επίβαση του αρσενικού βγάζει μιά σειρά από κλαυθμιρίζουσες κραυγές. Το αρσενικό επιβαίνει από πίσω, τοποθετώντας το σώμα του ελαφρώς έκκεντρα,[12] στάση που απαιτεί λεπτή ισορροπία. Τοποθετεί τις πατούσες του στους ώμους του θηλυκού[6] ή το αρπάζει από την μέση και συχνά του γλείφει τον λαιμό.[12] Το ζευγάρωμα διαρκεί σχεδόν τρεις ώρες.[15] Η αφύσικη διάρκεια του ζευγαρώματος οφείλεται στην φυσιολογία του πέους του αρσενικού, το οποίο έχει ακίδες με κατεύθυνση προς τα πίσω στο μεγαλύτερο μέρος του.[15] Κατά το ζευγάρωμα τα ζώα κολλάνε,[12] εξαιτίας του ακανθώδους πέους των αρσενικών.[15] Ο δεσμός δύσκολα σπάει αν η συνουσία διακοπεί, ενώ μπορεί να επαναληφθεί αρκετές φορές, φτάνοντας συνολικά έως και δεκατέσσερις ώρες, ενώ το αρσενικό μπορεί να παραμείνει με το θυλικό μετά έως και μία ώρα. Ένα θηλυκό μπορεί να καταλάβει το δέντρο έως και για μία εβδομάδα, ζευγαρώνοντας με πολλά αρσενικά για αυτό το διάστημα. Επίσης, άλλα θηλυκά μπορεί να καταλάβουν την θέση του, ζευγαρώνοντας με τα ίδια αρσενικά, καθώς και με άλλα.[12] Αυτή η στρατηγική ζευγαρώματος, όπου τα θηλυκά μονοπωλούν μία τοποθεσία, προσπαθώντας να μεγιστοποιήσουν τα διαθέσιμα αρσενικά, φαίνεται να είναι μοναδική στα σαρκοφάγα. Πρόσφατες έρευνες υποδεικνύουν ότι αυτό το σύστημα βοηθά στο να ξεπεραστούν παράγοντες που συνήθων εμποδίζουν την εύρεση συντρόφου, όπως η μικρή πυκνότητα πληθυσμού και η μη χρήση φωλιάς.[30]

Η γέννα από ένα έως έξι μικρών[14] (αλλά συνηθέστερα δύο έως τέσσερα)[4] γίνεται σε προστατευμένο μέρος, όπως σε υπόγεια φωλιά, σε λοφίσκο τερμιτών, στην σχισμή βράχων ή στην κουφάλα μεγάλου δέντρου[12] (ειδικά εκείνων του γένους Commiphora).[6] Αντίθετα με τα πορίσματα παλαιότερων ερευνών, οι γέννες αποτελούνται από νεογνά μικτού φύλου.[4][12] Τα μικρά γεννιούνται τον Δεκέμβριο ή τον Ιανουάριο, μετά από κύηση διάρκειας 90 ημερών,[4] ή σύμφωνα με τις τελευταίες αναφορές μετά από περίοδο έξι με επτά εβδομάδων.[12] Τα νεογέννητα είναι τυφλά και δεν έχουν δόντια, και ζυγίζουν το πολύ 100 γραμμάρια.[4][12] Η γούνα τους είναι λεπτή και έχει περιγραφεί ως καφέ-γκρι>[13] ή σχεδόν άσπρη.>[12] Μετά από περίπου δύο εβδομάδες τα μάτια των μικρών ανοίγουν,[4][13] γίνονται πιο δραστήρια, και η γούνα τους σκουραίνει προς το γκρι.[12] Δεν καταναλώνουν στερεά τροφή παρά μόνο όταν φτάσουν τους τρεις μήνες,[15] και δεν αφήνουν την φωλιά μέχρι να γίνουν 4,5 μηνών, ενώ απογαλακτίζονται λίγο μετά.[4][12] Μετά τον πρώτο χρόνο γίνονται ανεξάρτητα από την μητέρα τους.[12] Τα μόνιμα δόντια εμφανίζονται στους 18 με 20 μήνες.[4][12] Στη φυσική ωριμότητα φτάνουν σε ηλικία δύο ετών,[15], η σεξουαλική όμως παρατηρείται ένα με δύο χρόνια αργότερα,[4][12], και τέλος τα νεαρά άτομα μπορεί να μείνουν με την μητέρα τους μέχρι την πλήρη ωριμότητα. Η διάρκεια ζωής στην αιχμαλωσία φτάνει ή και ξεπερνά τα 20 χρόνια, πιθανώς λόγω της αργής ανάπτυξης.[14]

Αλληλεπίδραση με τον άνθρωπο

Η φόσα έχει καταχωρηθεί ως Εκτεθειμένο είδος στην Κόκκινη Λίστα της IUCN από το 2008, καθώς πληθυσμός της έχει πιθανώς φθίνει κατά 30% τα τελευταία 21 χρόνια. Παλαιότερα έχει καταχωρηθεί ως «Κινδυνεύον» (2000) και «Ανεπαρκώς γνωστό» (1988, 1990, 1994).[2] Το είδος εξαρτάται από τα δάση και συνεπώς απειλείται από την ευρεία καταστροφή των δασών της Μαδαγασκάρης, είναι όμως ικανό να επιβιώσει και σε διαταραγμένες περιοχές.[6][12] Έχει αναπτυχθεί μία συλλογή μικροδορυφορικών δεικτών (μικρά τμήματα DNA που έχουν επαναλαμβανόμενες ακολουθίες) ώστε να συμβάλει στη μελέτη γενετικής υγείας και δυναμικής των πληθυσμών και της υπο αιχμαλωσία και της άγριας φόσσας.[31] Αρκετοί παθογόνοι μικροοργανισμοί έχουν απομονωθεί από φόσες, κάποιοι από τους οποίους όπως ο άνθρακας και στον ιό CDV (Canine Distemper Virus), πιστεύεται ότι έχουν μεταδοθεί από άγρια σκυλιά ή γάτες.[12]

Παρόλο που το είδος έχει ευρεία κατανομή, τοπικά σπανίζει, όντας έτσι ιδιαίτερα εκτεθειμένο στην εξαφάνιση. Τα αποτελέσματα του κερματισμού του ενδιαιτήματός του αυξάνουν την επικινδυνότητα. Για το μέγεθός της, έχει μικρότερη από την αναμενόμενη πυκνότητα πληθυσμού, πράγμα που επιδεινώνεται από τα συρρικνούμενα δάση και την μειούμενο πληθυσμό των λεμούριων, οι οποίοι αποτελούν το κύριο μέρος της δίαιτάς της. Η απώλεια της φόσας, είτε τοπικά είτε καθολικά, θα είχε σημαντική επίδραση στη δυναμική του οικοσυστήματος, έχοντας πιθανώς ως αποτέλεσμα την υπερκατανάλωση πανίδας από κάποια από τα θηράματά της. Ο συνολικός πληθυσμός φόσας που ζεί σε προστατευμένες περιοχές εκτιμάται σε λιγότερα από 2.500 ενήλικα άτομα, αλλά και αυτό ενδέχεται να είναι υπερεκτίμηση. Μόνο δύο προστατευμένες περιοχές πιστεύεται ότι περιέχουν 500 ή παραπάνω ενήλικες φόσες: το Εθνικό Πάρκο Μασοαλά και το Εθνικό Πάρκο Midongy-Sud, αν και αυτό επίσης μπορεί να αποτελεί υπερεκτίμηση. Από μία επίσημη ανάλυση βιωσιμότητας πληθυσμού συγκεντρώθηκαν πολύ λίγες πληροφορίες για τον πληθυσμό, όμως οι εκτιμήσεις υποδεικνύουν ότι καμία από τις προστατευμένες περιοχές δεν μπορεί να υποστηρίξει ένα βιώσιμο πληθυσμό. Αν αυτό αληθεύει, η εξαφάνιση της φόσας μπορεί να είναι συμβεί στα επόμενα 100 χρόνια καθώς ο πληθυσμός μειώνεται σταδιακά. Προκειμένου να επιβιώσει το είδος, υπολογίζεται ότι απαιτούνται τουλάχιστον 555 τετραγωνικά χιλιόμετρα ώστε να διατηρηθούν μικρότεροι, βραχυπρόθεσμα βιώσιμοι πληθυσμοί, και τουλάχιστον 2.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα για πληθυσμούς 500 ενηλίκων.[22]

Στην κουλτούρα της Μαδαγασκάρης, ένα ταμπού, γνωστό τοπικά ως fady,[32] παρέχει προστασία στη φόσα και άλλα σαρκοφάγα.[33] Στην Περιοχή Marolambo (τμήμα της περιοχής Ατσινανανά στην Επαρχία Τοαμασίνα), η φόσα παραδοσιακά θεωρείται μισητό και επικίνδυνο ζώο. Έχει περιγραφεί ως «επιθετική και άπληστη», που τρώει κότες και μικρά γουρούνια, ενώ πιστεύεται ότι «πέρνει τα μικρά παιδιά που περπατούν μόνα τους στο δάσος». Κάποιοι δεν την τρώνε από φόβο μην τους μεταφέρει ανεπιθύμητες ιδιότητες.[32] Ωστόσο αρκετοί τρών το κρέας της,[12] και μία έρευνα που δημοσιεύτηκε το 2009 αναφέρει ότι στο 57% των χωριών του δάσους Μακιρά καταναλώνεται κρέας φόσας. Τα ζώα θηρεύονται με σφεντόνες, συνοδεία σκύλων, ή πιο συνηθισμένα με την τοποθέτηση παγίδων.[34] Κοντά στο Εθνικό Πάρκο Ρανομαφανά, η φόσα, μαζί με άλλα μικρά συγγενικά είδη και το εισηγμένο είδος της μικρής ινδικής μοσχογαλής (Viverricula indica), υπάρχει η αντίληψη, ότι «τρώνε τα σώματα των προγόνων», τα οποία είναι θαμμένα σε ρηχούς τάφους στο δάσος. Για αυτό τον λόγο, η κατανάλωση αυτών των ζώων απαγορεύεται αυστηρά από το fady. Αν ωστόσο περιπλανώνται μέσα σε χωριά αναζητώντας κατοικίδια πτηνά, τότε επιτρέπεται να θανατωθούν ή να παγιδευτούν. Έχουν παρατηρηθεί παγίδες για μικρά σαρκοφάγα κοντά σε χνάρια από κοτόπουλα στο χωριό Βοχιπαραρά.[33]

Οι φόσες βρίσκονται κατά καιρούς και στην αιχμαλωσία σε ζωολογικούς κήπους. Η πρώτη αναπαραγωγή στην αιχμαλωσία έγινε το 1974 στον ζωολογικό κήπο του Μονπελιέ. Τον επόμενο χρόνο, όταν σε όλο τον κόσμο υπήρχαν οκτώ αιχμάλωτες φόσες, ο Ζωολογικός Κήπος του Ντούισμπουργκ απέκτησε μία, και αργότερα ξεκίνησε ένα επιτυχημένο πρόγραμμα αναπαραγωγής, έτσι ώστε οι περισσότερες φόσες που βρίσκονται σήμερα σε αιχμαλωσία κατάγονται από τον πληθυσμό του Ντούισμπουργκ. Η έρευνα στο Ντούισμπουργκ παρείχε πολλά δεδομένα για την βιολογία της φόσας.[13]

Σημειώσεις

  1. Ζώο που περπατάει με ακουμπώντας όλο το πέλμα στο έδαφος, όπως για παράδειγμα ο άνθρωπος.
  2. Ζώο που περπατάει ακουμπώντας μόνο τα δάκτυλα του στο έδαφος, όπως για παράδειγμα τα πουλιά, οι γάτες και οι σκύλοι.

Παραπομπές

  1. 1,0 1,1 1,2 Wozencraft, W. Christopher (16 Νοεμβρίου 2005). «Order Carnivora (pp. 532-628)». Στο: Wilson, Don E., and Reeder, DeeAnn M., eds. [http://books.google.com/?id=JgAMbNSt8ikC&printsec=frontcover Mammal Species of the World: A Taxonomic and Geographic Reference] (3rd έκδοση). Baltimore: Johns Hopkins University Press, 2 vols. (2142 pp.). σελίδες 559–561. ISBN 978-0-8018-8221-0.  Εξωτερικός σύνδεσμος στο |title= (βοήθεια)CS1 maint: Πολλαπλές ονομασίες: editors list (link) CS1 maint: Extra text: editors list (link)
  2. 2,0 2,1 Hawkins, A.F.A. & Dollar, L. (2008). Cryptoprocta ferox. 2008 IUCN Red List of Threatened Species. IUCN 2008. Ανακτήθηκε 11 Μαΐου 2006.
  3. Garbutt 2007, σελίδες 211–214.
  4. 4,00 4,01 4,02 4,03 4,04 4,05 4,06 4,07 4,08 4,09 4,10 4,11 4,12 4,13 4,14 4,15 4,16 4,17 4,18 4,19 4,20 4,21 4,22 4,23 4,24 4,25 4,26 4,27 4,28 4,29 Köhncke, M.; Leonhardt, K. (1986). «Cryptoprocta ferox» (PDF). Mammalian Species (254): 1–5. http://www.science.smith.edu/departments/Biology/VHAYSSEN/msi/pdf/i0076-3519-254-01-0001.pdf. Ανακτήθηκε στις 19 May 2010. 
  5. Borror 1960, σελ. 39.
  6. 6,00 6,01 6,02 6,03 6,04 6,05 6,06 6,07 6,08 6,09 6,10 6,11 6,12 6,13 6,14 6,15 6,16 6,17 6,18 6,19 6,20 Hawkins 2003, σελίδες 1360–1363.
  7. 7,0 7,1 7,2 Yoder & Flynn 2003, σελίδες 1253–1256.
  8. 8,0 8,1 8,2 Yoder, A.D.; Burns, M.M.; Zehr, S.; Delefosse, T.; Veron, G.; Goodman, S.M.; Flynn, J.J. (2003). «Single origin of Malagasy Carnivora from an African ancestor» (PDF). Nature 421 (6924): 734–737. doi:10.1038/nature01303. PMID 12610623. http://www.biology.duke.edu/yoderlab/reprints/2003YoderBurnsNature.pdf. Ανακτήθηκε στις 19 May 2010. 
  9. Veron, G.; Colyn, M.; Dunham, A.E.; Taylor, P.; Gaubert, P. (2004). «Molecular systematics and origin of sociality in mongooses (Herpestidae, Carnivora)» (PDF). Molecular Phylogenetics and Evolution 30 (3): 582–598. doi:10.1016/S1055-7903(03)00229-X. PMID 15012940. http://www.durban.gov.za/durban/discover/museums/nsm/pubs/recent-publications/Veron%20et%20al%202004%20MPEV.pdf. Ανακτήθηκε στις 19 May 2010. 
  10. 10,0 10,1 10,2 Barycka, E. (2007). «Evolution and systematics of the feliform Carnivora». Mammalian Biology 72 (5): 257–282. doi:10.1016/j.mambio.2006.10.011. 
  11. 11,0 11,1 Goodman, S.M.; Rasoloarison, R.M.; Ganzhorn, J.U. (2004). «On the specific identification of subfossil Cryptoprocta (Mammalia, Carnivora) from Madagascar» (PDF). Zoosystema 26 (1): 129–143. http://www.mnhn.fr/museum/front/medias/publication/1334_z04n1a9.pdf. 
  12. 12,00 12,01 12,02 12,03 12,04 12,05 12,06 12,07 12,08 12,09 12,10 12,11 12,12 12,13 12,14 12,15 12,16 12,17 12,18 12,19 12,20 12,21 12,22 12,23 12,24 12,25 12,26 12,27 12,28 12,29 12,30 12,31 12,32 12,33 12,34 12,35 12,36 12,37 12,38 12,39 12,40 Goodman 2009, Family Eupleridae (Madagascar Carnivores)
  13. 13,0 13,1 13,2 13,3 13,4 13,5 Winkler, A. (2003). «Neueste Erkenntnisse zur Biologie, Haltung und Zucht der Fossa (Cryptoprocta ferox)». Der Zoologische Garten. N.F. 73 (5): 296–311. 
  14. 14,0 14,1 14,2 14,3 Mueller, J.; Sironen, A.; Lukas, K.E. (2007). «Infant development and behavior in the Fossa Cryptoprocta ferox» (PDF). Small Carnivore Conservation 37: 11–17. http://smallcarnivoreconservation.org/sccwiki/images/b/bf/SCC37_Mueller_et_al.pdf. 
  15. 15,0 15,1 15,2 15,3 15,4 15,5 15,6 Macdonald 2009, σελίδες 668–669.
  16. Drea, C.M.; Place, N.J.; Weldele, M.L.; Coscia, E.M.; Licht, P.; Glickman, S.E. (2002). «Exposure to naturally circulating androgens during foetal life incurs direct reproductive costs in female spotted hyenas, but is prerequisite for male mating» (PDF). Proceedings of the Royal Society B 269 (1504): 1981–1987. doi:10.1098/rspb.2002.2109. PMID 12396496. PMC 1691120. http://rspb.royalsocietypublishing.org/content/269/1504/1981.full.pdf. 
  17. 17,0 17,1 17,2 Dollar 2007, σελίδες 63–76.
  18. 18,0 18,1 18,2 18,3 18,4 Goodman, S.M. (1996). «The carnivores of the Reserve Naturelle Integrale d'Andringitra, Madagascar». Fieldiana Zoology (85): 289–292. ISSN 0015-0754. 
  19. Albignac 1973, σελίδες 1–206.
  20. 20,0 20,1 20,2 Goodman, S.M.; Pidgeon, M. (1999). «Carnivora of the Reserve Naturelle Integrale d'Andohahela, Madagascar». Fieldiana Zoology (94): 259–268. ISSN 0015-0754. 
  21. 21,0 21,1 21,2 Dollar, L. (1999). «Preliminary report on the status, activity cycle, and ranging of Cryptoprocta ferox in the Malagasy rainforest, implications for conservation» (PDF). Small Carnivore Conservation 20: 7–10. http://smallcarnivoreconservation.org/sccwiki/images/5/5a/Number_20.PDF. 
  22. 22,0 22,1 22,2 Hawkins, C.E.; Racey, P.A. (2005). «Low population density of a tropical forest carnivore, Cryptoprocta ferox: implications for protected area management». Oryx 39 (1): 35–43. doi:10.1017/S0030605305000074. 
  23. Lührs, M.-L.; Dammhahn, M. (2009). «An unusual case of cooperative hunting in a solitary carnivore». Journal of Ethology 28 (2): 379–383. doi:10.1007/s10164-009-0190-8. 
  24. 24,0 24,1 24,2 24,3 Patel, E.R. (2005). «Silky Sifaka predation (Propithecus candidus) by a Fossa (Cryptoprocta ferox. Lemur News 10: 25–27. http://erikpatel.com/Patel%202005_predation.pdf. 
  25. Wright, P.C. (1995). «Demography and life history of free ranging Propithecus diadema Edwardsi in Ranomafana National Park, Madagascar» (PDF). International Journal of Primatology 16 (5): 835–854. doi:10.1007/BF02735722. http://info.bio.sunysb.edu/icte/pdf_files/wright1995.pdf. 
  26. Wright, P.C.; Heckscher, S.K.; Dunham, A.E. (1997). «Predation on Milne Edward's sifaka (Propithecus diadema edwardsi) by the fossa (Cryptoprocta ferox) in the rainforest of southeastern Madagascar». Folia Primatologica 68 (1): 34–43. doi:10.1159/000157230. 
  27. 27,0 27,1 Hawkins, C.E.; Racey, P.A. (2008). «Food habits of an endangered carnivore, Cryptoprocta ferox, in the dry deciduous forests of western Madagascar». Journal of Mammalogy 89 (1): 64–74. doi:10.1644/06-MAMM-A-366.1. 
  28. Rasoloarison, R.M.; Rasolonandrasana, B.P.N.; Ganzhorn, J.U.; Goodman, S.M. (1995). «Predation on vertebrates in the Kirindy Forest, western Madagascar» (PDF). Ecotropica 1: 59–65. http://www.gtoe.de/public_html/publications/pdf/1-1/Rasoloarison%20et%20al.%201995,%201_59-65.pdf. Ανακτήθηκε στις 2010-05-21. 
  29. Irwin, M.T.; Raharison, J.L.; Wright, P.C. (2009). «Spatial and temporal variability in predation on rainforest primates: do forest fragmentation and predation act synergistically?». Animal Conservation 12 (3): 220–230. doi:10.1111/j.1469-1795.2009.00243.x. 
  30. Hawkins, C.E.; Racey, P.A. (2009). «A novel mating system in a solitary carnivore: the fossa». Journal of Zoology 277: 196–204. doi:10.1111/j.1469-7998.2008.00517.x. 
  31. Vogler, B.R.; Bailey, C.A.; Shore, G.D.; McGuire, S.M.; Engberg, S.E.; Fickel, J.; Louis Jr., E.E.; Brenneman, R.A. (2009). «Characterization of 26 microsatellite marker loci in the fossa (Cryptoprocta ferox)». Conservation Genetics 10 (5): 1449–1453. doi:10.1007/s10592-008-9758-z. 
  32. 32,0 32,1 Ruud 1970, σελ. 101.
  33. 33,0 33,1 Jones, J.P.G.; Andriamarovolona, M.A.; Hockley, N.J. (2007). «Taboos, social norms and conservation in the eastern rainforests of Madagascar» (PDF). 9th International BIOECON Conference on "Economics and Institutions for Biodiversity Conservation". http://www.bioecon.ucl.ac.uk/9th_2007/Jones.pdf. Ανακτήθηκε στις 19 May 2010. 
  34. Golden, C.D. (2009). «Bushmeat hunting and use in the Makira Forest, north-eastern Madagascar: a conservation and livelihoods issue». Oryx 43: 386–392. doi:10.1017/S0030605309000131. 
CC-BY-SA
Μετάφραση
Στο λήμμα αυτό έχει ενσωματωθεί κείμενο από το λήμμα Fossa (animal) της Αγγλικής Βικιπαίδειας, η οποία διανέμεται υπό την GNU FDL και την CC-BY-SA 4.0. (ιστορικό/συντάκτες).

Πρότυπο:Link GA Πρότυπο:Link FA