Στρωτήρες
Οι στρωτήρες (ή αλλιώς τραβέρσες) είναι κατασκευές που επιτρέπουν την στερέωση των σιδηροτροχιών. Είναι τοποθετημένοι πάνω σε έρμα για να είναι δυνατή η αποστράγγιση του νερού αλλά και για να περιοριστεί η ανάπτυξη βλάστησης, ενώ παράλληλα το βάρος των τρένων βυθίζει τους στρωτήρες στο έρμα, στερεώνοντας τους καλύτερα[1].
Οι στρωτήρες είναι συνήθως κατασκευασμένοι από ξύλο και από τσιμέντο, ενώ πιο σπάνια από χάλυβα, κυρίως στο Ηνωμένο Βασίλειο[2]. Κατασκευάζονται επίσης πλαστικοί στρωτήρες, αλλά σε μικρότερη ποσότητα.
Τύποι στρωτήρων
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Πέτρινοι στρωτήρες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι στρωτήρες που χρησιμοποιήθηκαν στην πρώτη σιδηροδρομική γραμμή Λίβερπουλ-Μάντσεστερ στην Αγγλία ήταν πέτρινοι. Αποτελούνταν από δύο ζεύγη πετρών στερεωμένων στο έδαφος, οι οποίες συγκρατούσαν τις σιδηροτροχιές. Πλεονέκτημα αυτού του τρόπου κατασκευής ήταν ότι τα άλογα μπορούσαν να περπατήσουν στο κέντρο της γραμμής χωρίς τον κίνδυνο πτώσης. Στη συνέχεια, οι πέτρινοι στρωτήρες αποδείχθηκαν ακατάλληλοι για μαλακά εδάφη και άρχισαν να αντικαθιστώνται από ξύλινους.
Ξύλινοι στρωτήρες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ιστορικά, οι ξύλινοι στρωτήρες κοβόντουσαν με ειδικό τσεκούρι ή πριόνι ώστε να εξασφαλίζονται οι επίπεδες πλευρές. Συνήθως το ξύλο προέρχεται από βελανιδιές ή ευκαλύπτους, αν και η απόκτησή τους είναι δύσκολη, λόγω περιορισμένων πόρων[3][4]. Ορισμένοι στρωτήρες είναι από μαλακό ξύλο οι οποίοι, αν και είναι πιο εύκολο να σαπίσουν ή να καταστραφούν, είναι φθηνότεροι και πιο εύκολη η απόκτησή τους[3]. Το μαλακό ξύλο συντηρείται με επίστρωση κρεοσότης ή πενταχλωροφενόλης, ουσίες που προστατεύουν το ξύλο, ενώ μερικές φορές, χρησιμοποιείται και αζόλη χαλκού. Στη σύγχρονη εποχή, στο σιδηροδρομικό δίκτυο των ΗΠΑ, η συντήρηση γίνεται με ουσίες με βάση το βόριο σε στρωτήρες που βρίσκονται σε υγρές περιοχές[5]. Έπειτα από τη συντήρηση, οι στρωτήρες έχουν διάρκεια ζωής 30-45 χρόνια[6]
Τα μειονεκτήματα με τους ξύλινους στρωτήρες είναι ότι μπορούν να σαπίσουν εύκολα, να προσβληθούν από έντομα ή ακόμα και να καούν[4].
Τσιμεντένιοι στρωτηρες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι στρωτήρες από τσιμέντο είναι φθηνότεροι και ευκολότεροι στην κατασκευή τους, σε σύγκριση με τους ξύλινους, ενώ έχουν μεγαλύτερη διάρκεια ζωής[4]. Συγκρατούν περισσότερο βάρος, διατηρώντας τη γεωμετρία της τροχιάς, ειδικά όταν η σιδηροτροχιά είναι συνεχής. Οι στρωτήρες αυτοί έχουν μεγαλύτερη διάρκεια ζωής και απαιτούν λιγότερη συντήρηση, ενώ λόγω του μεγαλύτερου βάρους στερεώνονται καλύτερα στο έρμα. Απαιτείται καλά προετοιμασμένο υπόβαθρο για την τοποθέτησή τους με καλή αποστράγγιση, ενώ παράγουν περισσότερο θόρυβο όταν κυλάει το τρένο πάνω τους.
Η πρώτη γραμμή που στηριζόταν σε τσιμεντένιους στρωτήρες ήταν η Νυρεμβέργη-Μπάμπεργκ, το 1906[4]. Πλέον, οι περισσότεροι σιδηρόδρομοι της Ευρώπης έχουν τέτοιου είδους στρωτήρες.
Χαλύβδινοι στρωτήρες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι στρωτήρες από χάλυβα είναι κατασκευασμένοι από συμπιεσμένο χάλυβα, η διατομή τους είναι στρογγυλή, ενώ οι άκρες τους σχηματίζουν ένα φτυάρι, έτσι ώστε να αυξηθεί η πλευρική αντίσταση των στρωτήρων. Κατασκευάζονται κυρίως σε δευτερεύουσης σημασίας γραμμές. Είναι ευκολότεροι και οικονομικοί στην τοποθέτησή τους, αφού μπορούν να τοποθετηθούν στο ήδη υπάρχον έρμα, σε αντίθεση με τους τσιμεντένιους, ενώ είναι ανακυκλώσιμοι[2]. Επιπλέον, οι χαλύβδινοι στρωτήρες αντέχουν μεγαλύτερο φορτίο σε σχέση με τους ξύλινους[4].
Η πιο εκτεταμένη χρήση αυτών των στρωτήρων έγινε στην Αγγλία, όπου από το 1930 άρχισαν να κατασκευάζονται γραμμές με χαλύβδινη υποστήριξη, αντί για τσιμεντένια. Οι στρωτήρες αυτοί χρησιμοποιήθηκαν σε ειδικές περιπτώσεις: στην Αραβία, όπου οι Βεδουίνοι έκλεβαν τους ξύλινους στρωτήρες για προσάναμμα[7], αλλά και στην Αυστραλία, λόγω των τερμιτών[2].
Οι σύγχρονοι στρωτήρες αντιμετωπίζουν μεγαλύτερα φορτία και την κακή κατάσταση της τροχιάς. Παράλληλα, είναι σημαντικοί για τις σιδηροδρομικές εταιρείες, καθώς είναι φθηνότεροι στην εγκατάστασή τους[4]. Χρησιμοποιούνται κυρίως σε γραμμές χωρίς ηλεκτροκίνηση και με πασάγια, για την αποφυγή βραχυκυκλωμάτων[2].
Πλαστικοί στρωτήρες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στη σύγχρονη εποχή, ορισμένες εταιρείες κατασκευάζουν στρωτήρες από ανακυκλωμένο πλαστικό[8] και καουτσούκ. Οι κατασκευάστριες εταιρίες ισχυρίζονται πως η αντοχή των πλαστικών είναι περίπου 30–80 χρόνια, εφόσον δεν καταστρέφονται από σήψη ή έντομα[9][10][11], ενώ μπορούν να τροποποιηθούν κατάλληλα για να ενισχυθεί η πλευρική τους ευστάθεια[9].
Παράλληλα με την προστασία του περιβάλλοντος λόγω των ανακυκλωμένων υλικών, οι πλαστικοί στρωτήρες συνήθως αντικαθιστούν ξύλινους εμποτισμένους με την τοξική κρεοσόλη[12]. Συνήθως χρησιμοποιούνται σε ορυχεία[13], βιομηχανικές περιοχές, υγρές περιοχές και αστικά κέντρα. Μπορούν επίσης να αντικαταστήσουν σάπιους ξύλινους στρωτήρες, μετατρέποντας τη σιδηροτροχιά σε συνεχή.
Άλλοι τύποι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στρωτήρες τύπου Υ
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ένας ασυνήθιστος τύπος στρωτήρων είναι ο τύπος Υ, ο οποίος εμφανίστηκε το 1983. Σε σύγκριση με τους συμβατικούς δεσμούς, ο απαιτούμενος όγκος έρματος είναι λιγότερος, λόγω της μεγαλύτερης επιφάνειας των στρωτήρων[14], ενώ η αντίσταση είναι υψηλή[15]
Ως το 2006, κατασκευάστηκαν λιγότερο από 1.000 χλμ τέτοιου είδους στρωτήρων, με το 90% να βρίσκεται στη Γερμανία[14].
Διπλό ζεύγος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι στρωτήρες ZSX Twin κατασκευάζονται από την Leonhard Moll Betonwerke GmbH & Co KG και αποτελούνται από δύο τσιμεντένιους στρωτήρες που συγκρατούν τη σιδηροτροχιά, ενωμένοι με τέσσερις ατσάλινες ράβδους[16].
Διμερείς στρωτήρες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι Διμερείς στρωτήρες αποτελούνται από δύο όμοια τσιμεντένια τμήματα στις άκρες, τα οποία συγκρατούν τη ράγα, ενωμένα με μία ατσάλινη βέργα, χωρίς να απαιτείται η ύπαρξη έρματος[17]. Σε σύγκριση με τους άλλους τύπους στρωτήρων, οι συγκεκριμένοι έχουν το πλεονέκτημα της ισχυρότερης αντίστασης και της μείωσης βάρους, αν και η μηχανική τους συμπεριφορά είναι λιγότερο ικανοποιητική[18]. Χρησιμοποιούνται ευρέως στη Γαλλία και κυρίως στο σιδηρόδρομο TGV.[19].
Στρωτήρες τύπου σκάλας
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι στρωτήρες αυτού του τύπου χρησιμοποιούν παράλληλες δοκούς με σκοπό τη διατήρηση της απόστασης των δύο σιδηροτροχιών.
Σταθεροί στρωτήρες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι σταθεροί στρωτήρες δεν χρειάζονται έρμα. Ο πρώτος σιδηρόδρομος που χρησιμοποίησε σταθερή υποδομή ήταν ο ορεινός Σιδηρόδρομος Pilatus το 1889, όπου οι τροχιές ήταν στερεωμένες στο βράχο του βουνού. Από τη δεκαετία του 1960, οι μηχανικοί προσπαθούσαν να βρουν μία κατασκευή, ώστε να είναι αρκετά ακριβείς και μακροχρόνιοι, με μικρότερο κόστος συντήρησης[20].
Η λύση δόθηκε με την κατασκευή σταθερών στρωτήρων. Η πρώτη δοκιμή έγινε το 1959 στις σήραγγες Hengstenberger και Schönsteiner, αλλά δεν ήταν επιτυχής, καθώς οι βίδες στερέωσης της τροχιάς διαβρώθηκαν, ενώ παρατηρήθηκε και καθίζηση[21]. Το 1967 οι στρωτήρες τοποθετήθηκαν στο σταθμό Χίρσαϊντ (γερμ. Hirschaid), αλλά 23 χρόνια μετά αντικαταστάθηκαν[21].
Οι σύγχρονοι σταθεροί στρωτήρες κατασκευάζονται με μισό μέτρο πάχος από σκυρόδεμα[22]. Τα κύρια πλεονεκτήματα είναι ότι έχουν υψηλή αντίσταση, ενώ απαιτείται ελάχιστη συντήρηση[21]. Χρησιμοποιούνται κυρίως σε σήραγγες, καθώς μειώνεται το ύψος της διατομής εξαιτίας της απουσίας έρματος, οπότε αφήνεται κενό για την τοποθέτηση ηλεκτροφόρων καλωδίων[23].
Η κατασκευή τους είναι πιο ακριβή, ενώ είναι δύσκολη και η αφαίρεσή τους[23]. Δημιουργούν ηχορύπανση και δονήσεις στο έδαφος. Αν και το τσιμέντο δεν απορροφά τον ήχο, ο κύριος λόγος προέρχεται από τους πιο μαλακούς συνδέσμους που χρησιμοποιούνται στη συγκράτηση της ράγας, επιτρέποντας στον ήχο να ταξιδεύει πιο μακριά[22]. Η ηχορύπανση μειώνεται με τη στήριξη των στρωτήρων σε πλωτές πλάκες, αν και αυτή η μέθοδος είναι πιο δαπανηρή και χρειάζεται μεγαλύτερο βάθος κατασκευής[23].
Δείτε επίσης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Μπράιαν, Σολομών (2001). Railway Maintenance Equipment.
- ↑ 2,0 2,1 2,2 2,3 «Οι στρωτήρες από χάλυβα ακόμα κατασκευάζονται» (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 10 Αυγούστου 2017. Ανακτήθηκε στις 20 Σεπτεμβρίου 2017.
- ↑ 3,0 3,1 Hay 1982, σελ. 437–438
- ↑ 4,0 4,1 4,2 4,3 4,4 4,5 «Επισκόπηση στρωτήρων» (στα Αγγλικά). railway-technology.com. 2 Φεβρουαρίου 2016. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 3 Οκτωβρίου 2017. Ανακτήθηκε στις 20 Σεπτεμβρίου 2017.
- ↑ Crossties (Paterson, New Jersey: Railway Tie Association). 2010-03-10. ISSN 0097-4536. OCLC 1565511.
- ↑ Ξύλινοι στρωτηρες[νεκρός σύνδεσμος] (Γερμανικά) gleisbau-welt.de
- ↑ «The Hedjaz Railroad». The Railroad Gazette 42 (23): 800. 1907-06-07. ISSN 0097-6679. OCLC 15110419. https://books.google.com/books?id=-I1MAAAAYAAJ&pg=PA800&lpg=PA800&dq=hejaz+railway+wooden+ties+fires&source=bl&ots=WzB0XcSSiE&sig=aGhHDJyc4lS72VQDTxgT1SvUWQk&hl=en&ei=9iL2Tf2CBMeugQf-9LHsCw&sa=X&oi=book_result&ct=result&resnum=4&ved=0CC0Q6AEwAw#v=onepage&q&f=false. Ανακτήθηκε στις 2017-09-20.
- ↑ «Στρωτήρες πλαστικού». Polywood Inc (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 9 Οκτωβρίου 2017. Ανακτήθηκε στις 20 Σεπτεμβρίου 2017.
- ↑ 9,0 9,1 Grant (2005), σελ. 145.
- ↑ Harper (2002), σελ. 742.
- ↑ La Mantia (2002), σελ. 145.
- ↑ La Mantia (2002), σελ. 277.
- ↑ Κρόμπεργκ, Πίτερ (1 Απριλίου 2005). «Πλαστικοί στρωτήρες δοκιμάζονται για ορυχεία» (στα Αγγλικά). miningweekly.com. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 5 Ιουλίου 2022. Ανακτήθηκε στις 20 Σεπτεμβρίου 2017.
- ↑ 14,0 14,1 2006-02-28. «Τύπος στρωτήρων Υ». Πληροφορίες αντλούνται από τον καθηγητή Karl Endmann. oberbauhandbuch.de. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 14 Αυγούστου 2007. Ανακτήθηκε στις 20 Σεπτεμβρίου 2017.
- ↑ Στρωτήρες τύπου Υ[νεκρός σύνδεσμος] (Γερμανικά) www.gleisbau-welt.de
- ↑ «ZSX Twin στρωτήρες» (PDF) (στα Γερμανικά). moll-betonwerke.de. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 28 Αυγούστου 2019. Ανακτήθηκε στις 21 Σεπτεμβρίου 2017.
- ↑ Bonnett (2005), σελ. 64.
- ↑ Α. Profillidis Railway Management and Engineering
- ↑ Whitford, Robert K.· Karlaftis, Matthew· Kepaptsoglou, Konstantinos (2003). «Chapter 60. High-Speed Ground Transportation: Planning and Design Issues». Στο: Chen, Wai-Fah· Liew, J.Y. Richard, επιμ. The Civil Engineering Handbook (PDF). New Directions in Civil Engineering (2η έκδοση). Boca Raton, Florida: CRC Press. Table 60.6 TGV Infrastructure Characteristics for Southeastern and Atlantique Routes. ISBN 0-8493-0958-1. OCLC 248368514. Ανακτήθηκε στις 21 Σεπτεμβρίου 2017.
- ↑ Eisenmann, J.· Leykauf, G. (2000). «Feste Fahrbahn für Schienenbahnen». Στο: Eibl, J, επιμ. Betonkalender 2000 (στα Γερμανικά). 2. Berlin: Ernst & Sohn. σελίδες 291–298. ISBN 978-3-433-01427-1.
- ↑ 21,0 21,1 21,2 «Feste Fahrbahn». www.gleisbau-welt.de. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 22 Σεπτεμβρίου 2017. Ανακτήθηκε στις 21 Σεπτεμβρίου 2017.
- ↑ 22,0 22,1 Krylov, V. V. (2001). Noise and vibration from high-speed trains. London: Thomas Telford. σελ. 177. ISBN 0727729632.
- ↑ 23,0 23,1 23,2 Bonnett 2005, p. 78
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Bonnett, Clifford F. (2005). Practical Railway Engineering. Imperial College Press. ISBN 1-86094-515-5. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 21 Αυγούστου 2014. Ανακτήθηκε στις 21 Σεπτεμβρίου 2017.
- Cook, J. H. G. (1988). Institution of Civil Engineers, επιμ. Urban Railways and the Civil Engineer. Thomas Telford. ISBN 0-7277-1337-X.
- Flint, E. P.· Richards, J. F. (1992). «Contrasting patterns of Shorea exploitation in India and Malaysia in the nineteenth and twentieth centuries». Στο: Dargavel, John· Tucker, Richard, επιμ. Changing Pacific Forests: Historical Perspectives on the Forest Economy of the Pacific Basin. Duke University Press. ISBN 0-8223-1263-8.
- Grant, H. Roger (2005). The Railroad: The Life Story of a Technology. Greenwood Press. ISBN 0-313-33079-4.
- Harper, Charles A. (2002). Handbook of Plastics, Elastomers, and Composites (4η έκδοση). McGraw-Hill. ISBN 0-07-138476-6. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 28 Αυγούστου 2009. Ανακτήθηκε στις 21 Σεπτεμβρίου 2017.
- Hay, William Walter (1982). Railroad Engineering. Wiley. ISBN 0-471-36400-2.
- Krylov, Victor V. (2001). Noise and Vibration from High-Speed Trains. Thomas Telford. ISBN 0-7277-2963-2.
- La Mantia, Francesco (2002). Handbook of Plastics Recycling. Rapra Technology. ISBN 1-85957-325-8.
- Lancaster, Patricia J. (2001). Construction in Cities: Social, Environmental, Political, and Economic Concerns. CRC Press. ISBN 0-8493-7486-3.
- Schut, Jan H. (2004). «They've Been Working on the Railroad». Plastics Technology. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 31 Ιανουαρίου 2009. Ανακτήθηκε στις 21 Σεπτεμβρίου 2017.
Επιπλέον βιβλιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Kaewunruen, Sakdirat (2008). Dynamic properties of railway track and its components, Chapter 5 in: New Research on Acoustics. Nova Sciences. ISBN 978-1-60456-403-7.
- Oaks, Jeff (2006). «Date Nail Info». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 21 Απριλίου 2014. Ανακτήθηκε στις 21 Σεπτεμβρίου 2017.
- Remennikov, Alex M.; Sakdirat Kaewunruen (2007-08-17). «A review on loading conditions for railway track structures due to train and track vertical interaction». Structural Control and Health Monitoring (Wiley & Sons) 15 (2): 281–288. doi:. http://doi.wiley.com/10.1002/stc.227.
- Taylor, H.P. (1993-08-17). «The railway sleeper: 50 years of pretensions, prestressed concrete». The Structural Engineer (Institution of Structural Engineers) 71 (16): 281–288.
- Smith, Mike (2005). «Track used on British railway lines». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 18 Σεπτεμβρίου 2017. Ανακτήθηκε στις 21 Σεπτεμβρίου 2017.
- Vickers, R. A., επιμ. (1992). Cost-effective maintenance of railway track. Thomas Telford. ISBN 0-7277-1930-0.
- Wood, Alan Muir (2004). Civil Engineering in Context. Thomas Telford. ISBN 0-7277-3257-9.