Κακή πίστη
Κακή πίστη είναι, κατά την κοινή γλωσσική χρήση του όρου, η έλλειψη ειλικρίνειας και η δολιότητα[1].
Στη σύγχρονη φιλοσοφία ο όρος χρησιμοποιείται με παρεμφερή αλλά διαφορετική έννοια. Ένα πρόσωπο είναι δυνατόν να διατηρεί το νου του προσκολλημένο σε πεποιθήσεις παρότι αυτές αντιβαίνουν τα πραγματικά γεγονότα. Η «κακή πίστη» (mauvaise foi) σημαίνει γενικότερα την εσφαλμένη αντίληψη και πιο συγκεκριμένα ταυτίζεται με την αυτο-εξαπάτηση. Υπάρχει ωστόσο διαφωνία για το κατά πόσον αυτή η αυτο-εξαπάτηση είναι εσκεμμένη ή όχι. Για τη φιλοσοφία το ερώτημα είναι πώς η κακή πίστη ή αυτο-εξαπάτηση καθίσταται δυνατή. Όταν ένα πρόσωπο βρίσκεται σε τέτοια κατάσταση αυτο-εξαπάτησης, το πρόσωπο αυτό ψεύδεται αλλά και είναι το θύμα του ψεύδους ταυτόχρονα. Το οποίο από μόνο του είναι ένα παράδοξο ή φαινομενικό παράδοξο. Ιδιαίτερα αφού, για παράδειγμα, η διάδοση εσφαλμένων αντιλήψεων είναι σφάλμα όταν το πρόσωπο που τις διαδίδει δεν γνωρίζει ότι είναι εσφαλμένες και ψεύδος όταν το πρόσωπο γνωρίζει ότι είναι εσφαλμένες και παρ'όλα αυτά τις διαδίδει.
Ο υπαρξιστής φιλόσοφος Ζαν Πολ Σαρτρ αποκάλεσε ως «πνεύμα της ιεροπρέπειας» την πεποίθηση ότι το εγγενώς καλό καθαυτό όντως υπάρχει και ότι αυτό είναι έμφυτο ή ενυπάρχον στον κόσμο ως απόλυτη αξία. Υποστήριξε ότι αυτό οδηγεί σε κακή πίστη και ότι οι άνθρωποι υποπίπτουν στο πνεύμα της ιεροπρέπειας επειδή παίρνουν τις αξίες τους πολύ στα σοβαρά, και ξεχνούν ότι οι αξίες εξαρτώνται, επιλέγονται και αποδίδονται υποκειμενικά.[2] Σύμφωνα με τα λόγια του Σαρτρ, «..το πνεύμα της ιεροπρέπειας έχει δύο χαρακτηριστικά: θεωρεί τις αξίες ως υπερβατικά δεδομένες, ανεξάρτητες από την ανθρώπινη υποκειμενικότητα, και μετατοπίζει την κατηγορία του "επιθυμητού" από την οντολογική δομή των πραγμάτων στην απλή υλική τους υπόσταση..»[3]
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Αυτό το λήμμα σχετικά με τη Φιλοσοφία χρειάζεται επέκταση. Μπορείτε να βοηθήσετε την Βικιπαίδεια επεκτείνοντάς το. |