Γεωσκώληκας
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Γεωσκώληκας | ||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Συστηματική ταξινόμηση | ||||||||||
|
Ο όρος γεωσκώληκας και γαιοσκώληκας (αγγλ. earthworm γαλλ. lombric ή ver de terre)· αποτελεί γενική ονομασία σκουληκιών των υγρών εδαφών (Ολιγόχαιτοι Δακτυλιοσκώληκες, υφομοταξία Χερσόβιοι). Τα «σκουλήκια της γης» ή «της βροχής», όπως κοινώς ονομάζονται, παίζουν βασικό ρόλο στην εδαφική οικολογία και οικονομία. Η συμβολή τους στον αερισμό, στη δόμηση και στον εμπλουτισμό των καλλιεργημένων εδαφών, στην αποσύνθεση των οργανικών καταλοίπων και στην παρασκευή κομπόστ από απορρίμματα έχει αναγνωριστεί από τους βιολόγους και τους εδαφολόγους· τέλος, η προσφορά τους ως τροφικής πηγής πρωτεϊνών για την πανίδα και τα κατοικίδια ζώα καθιστά επιτακτική την επιστημονική μελέτη της βιολογίας τους και την οικολογική τους προστασία. Χρησιμοποιούνται και ως δόλωμα για την ερασιτεχνική κυρίως αλιεία.
Μορφολογία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο γεωσκώληκας έχει μακρύ, κυλινδρικό σώμα, χωρίς ευδιάκριτο κεφάλι ή άλλα εξωτερικά εξαρτήματα. Το μήκος ενός από τα γνωστότερα είδη (Lumbricus terrestris) είναι 10-15 εκατοστόμετρα, πολλές φορές φτάνει τα 25· υπάρχουν ωστόσο στην Αυστραλία είδη της οικογένειας Megascolescidae με μήκος πάνω από 3 μέτρα. Το σώμα αποτελείται από έναν μεγάλο αριθμό -γύρω στους 150- δακτυλίων και καλύπτεται με ένα ημιδιαφανές επιδερμίδιο, εκκρινόμενο από την επιδερμίδα. Το μυϊκό τοίχωμα του σώματος συγκροτείται από ένα λεπτό στρώμα κυκλικών μυών και ένα, παχύτερο, επιμήκων μυών. Οι συσπάσεις αυτών των μυϊκών στρωμάτων επιτρέπουν στον γεωσκώληκα να έρπει, με περισταλτικές κινήσεις, βραχύνοντας και εκτείνοντας διαδοχικά ομάδες των δακτυλίων του. Υπάρχει μια σκοτεινόχρωμη ραχιαία επιφάνεια και μια ανοιχτόχρωμη κοιλιακή, όπου βρίσκονται μικροσκοπικές σμήριγγες (χαίτες) σε ζευγάρια, αόρατες με γυμνό μάτι, αλλά αισθητές στην αφή. Στα σεξουαλικώς ώριμα άτομα, ιδίως κατά την περίοδο της αναπαραγωγής, οι δακτύλιοι, από τον 32ο ως τον 37ο, διογκώνονται και αποχρωματίζονται, σχηματίζοντας ένα αδενικό όργανο, το επίσαγμα (λατ. clitellum), που εκκρίνει βλεννώδη βομβύκια (κουκούλια), μέσα στα οποία εγκλείονται τα γονιμοποιημένα αυγά. Το εμπρόσθιο άκρο του σώματος είναι πιο μυτερό και το πίσω είναι αμβλύ. Το στόμα ανοίγει κοιλιακά, στον πρώτο δακτύλιο, και ο πρωκτός ραχιαία, στον τελευταίο (πυγίδιο). Ο πεπτικός σωλήνας, μακρύς και ευθύγραμμος, αποτελείται από έναν μυώδη φάρυγγα με τον οποίο ο γεωσκώληκας απομυζά την χωμάτινη τροφή του, από τον οισοφάγο, τον πρόλοβο, το στομάχι και το έντερο, που φέρει μια ραχιαία εμπτύχωση (τυφλοσωλήνας)· αυξάνει έτσι την απορροφητική του επιφάνεια. Το κυκλοφορικό σύστημα αποτελείται από επιμήκη και εγκάρσια αγγεία, μερικά από τα οποία είναι συσταλτά και χρησιμεύουν ως αντλίες του αίματος, επειδή δεν υπάρχει καρδιά. Το αίμα είναι κόκκινο· περιέχει, σε διάλυμα, την ίδια αναπνευστική χρωστική που βρίσκεται στα ερυθρά αιμοσφαίρια του ανθρώπου, την αιμοσφαιρίνη.
Δεν υπάρχουν ιδιαίτερα αναπνευστικά όργανα· η λειτουργία της αναπνοής, δηλαδή η ανταλλαγή οξυγόνου και διοξειδίου του άνθρακα, γίνεται από την επιφάνεια του σώματος και η μεταφορά των αερίων στους ιστούς με το αίμα.
Το νευρικό σύστημα είναι απλό: αποτελείται από ένα μεγαλύτερο, εγκεφαλικό γάγγλιο, στον 1ο δακτύλιο, πάνω από τον φάρυγγα και ένα κομπολόι από μικρότερα γάγγλια -ένα σε κάθε δακτύλιο- ενωμένα σ' ένα νευρικό σχοινί, κάτω από τον πεπτικό σωλήνα. Από τα γάγγλια αυτά ξεκινούν πλαγίως πολυάριθμα νεύρα. Δεν υπάρχουν διαφοροποιημένα αισθητήρια όργανα· ο γεωσκώληκας είναι τυφλός και κουφός, αλλά έχει μια διάχυτη φωτοευαισθησία -είναι μάλλον φωτόφοβος- και είναι ευαίσθητος σε χαμηλής συχνότητας δονήσεις. Η επιδερμίδα του φέρει χημειοαισθητήρια κύτταρα.
Το απεκκριτικό σύστημα αποτελείται από ένα ζευγάρι νεφριδίων σε κάθε δακτύλιο· κάθε νεφρίδιο απολήγει σε μικρό νεφριδικό πόρο, στο κάτω πλάγιο μέρος του σώματος.
Αναπαραγωγή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι γεωσκώληκες είναι ερμαφρόδιτοι, δηλαδή τα δύο φύλα είναι ενωμένα στο ίδιο οργανισμό. Η γονιμοποίηση των ωαρίων όμως είναι αμοιβαία· γίνεται σύζευξη δύο ατόμων και το σπέρμα του ενός γονιμοποιεί τα ωάρια του άλλου. Το γεννητικό σύστημα αποτελείται από 2 ζευγάρια αρσενικών αδένων (όρχεις), που βρίσκονται στους δακτυλίους 10 και 11, και ένα ζευγάρι θηλυκών αδένων (ωοθήκες) στον δακτύλιο 13. Οι σπερματαγωγοί των όρχεων εκβάλλουν στον 15ο δακτύλιο και οι ωαγωγοί των ωοθηκών στον 14ο δακτύλιο. Υπάρχουν ακόμη ογκώδεις σπερματοκύστες, πάνω από τους γεννητικούς αδένες, όπου συγκεντρώνονται το ώριμο σπέρμα, και δύο ζευγάρια σπερματοθηκών, που επικοινωνούν με το εξωτερικό περιβάλλον, με ισάριθμους πόρους, στους δακτυλίους 9 και 10.
Οι γεωσκώληκες αναπαράγονται ολόκληρο τον χρόνο. Η σύζευξη γίνεται την νύχτα και διαρκεί 2-3 ώρες· δύο άτομα ενώνονται με τις κοιλιακές τους επιφάνειες αλλά βλέποντας προς αντίθετη κατεύθυνση, δηλαδή το κεφάλι του ενός βλέπει προς την ουρά του άλλου. Τα δύο επισάγματα εκκρίνουν από ένα δακτυλίδι βλέννας που «δένει» τα άτομα σε σύζευξη. Το ώριμο σπέρμα του καθενός βγαίνει από τους αρσενικούς γεννητικούς πόρους του και γλιστρά προς τις σπερματοθήκες του άλλου, μέσα από τον βλεννώδη δακτύλιο. Εκεί το σπέρμα αποθηκεύεται· ακολουθεί ο διαχωρισμός των δύο συντρόφων, που ο καθένας τους έχει πια στις σπερματοθήκες του το σπέρμα του άλλου. Μέσα σε 24 ώρες το επίσαγμα εκκρίνει 2-10 βομβύκια, που καθώς ο γεωσκώληκας γλιστρά οπισθοχωρώντας, περνούν εμπρός από τον 14ο δακτύλιο και δέχονται όσα ωάρια βγαίνουν από τους θηλυκούς γεννητικούς πόρους· μπρος από τον 9ο και 10ο δακτύλιο, όπου ανοίγουν οι σπερματοθήκες, χύνονται τα σπερματοζωάρια και γονιμοποιούν τα ωάρια. Το βομβύκιο που απελευθερώνεται με την προς τα πίσω ολίσθηση του γεωσκώληκα και εγκαταλείπεται στο έδαφος περιέχει έναν μεγάλο αριθμό αυγών, καθώς και μια λευκωματώδη ουσία (εκτός από την βλέννα), χρήσιμη για την διατροφή των εμβρύων. Η εμβρυϊκή ανάπτυξη γίνεται μέσα στο βομβύκιο, από το οποίο εκκολάπτονται μικροσκοπικοί γεωσκώληκες, σε 2-4 εβδομάδες. Οι νεαροί γεωσκώληκες ωριμάζουν σεξουαλικά σε διάστημα 2-3 μηνών και συμπληρώνουν την σωματική τους αύξηση σε 1 περίπου έτος.
Οικολογία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Γεωσκώληκες βρίσκονται σε όλα σχεδόν τα εδάφη της γης, αρκεί να υπάρχουν αρκετή υγρασία και οργανική ύλη, απαραίτητες για την επιβίωσή τους. Είναι σαπροφάγα ζώα, που τρέφονται από οργανικά κατάλοιπα του εδάφους, κυρίως ξερά φύλλα και σαπισμένα φυτά και -σπανιότερα- πτώματα και κόπρανα ζώων. Μαζί με την τροφή τους καταπίνουν και μεγάλες ποσότητες χώματος, λάσπης και άμμου· υπολογίζεται ότι σε 24 ώρες περνά από τον πεπτικό σωλήνα του γεωσκώληκα ποσότητα χώματος ίση προς το βάρος του. Η ποικιλία των οικοσυστημάτων στα οποία μπορούν να αναπτυχθούν οι γεωσκώληκες οδήγησε στην διαφοροποίηση μεγάλου αριθμού ειδών (πάνω από 1800). Επίσης ο άνθρωπος, με την αποίκησή του, προκάλεσε την εξάπλωση πολλών από αυτά. Μόνο στις ανατολικές Η.Π.Α., εκτός από τα 17 ιθαγενή είδη του γένους Lumbricus, έχουν εισαχθεί άλλα 13 από την Ευρώπη.
Από οικολογική άποψη η μεγάλη ποικιλία γεωσκωλήκων μπορεί να κατανεμηθεί σε 3 κατηγορίες:
- Επίγειοι. Αυτοί ζουν στην επιφάνεια του εδάφους, κάτω από ξερά φύλλα, κορμούς νεκρών δέντρων, κόπρανα ζώων κ.λπ. Αντιμετωπίζουν τις έντονες κλιματικές διακυμάνσεις (κρύο, ξηρασία) και τους αυξημένους κινδύνους από τους καταβροχθιστές, με ανθεκτικά στην ξηρασία βομβύκια, με ομοιοχρωμία του σώματός τους προς το περιβάλλον (που τους καθιστά δυσδιάκριτους από τους εχθρούς τους) και με υπερβολική γονιμότητα, χάρη στην αφθονία της διαθέσιμης τροφής στον βιότοπό τους.
- Ενδόγειοι.
- Ανακινητές.