Cryptoprocta spelea
Cryptoprocta spelea | ||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Κατάσταση διατήρησης | ||||||||||||||
Συστηματική ταξινόμηση | ||||||||||||||
| ||||||||||||||
Διώνυμο | ||||||||||||||
Cryptoprocta spelea G. Grandidier, 1902 | ||||||||||||||
Τοποθεσίες υποαπολιθωμάτων ειδών του γένους Cryptoprocta: μπλε—C. spelea; πράσινο—C. ferox και C. spelea; κόκκινο—C. ferox[2]
| ||||||||||||||
Συνώνυμα[3] | ||||||||||||||
|
Το είδος Cryptoprocta spelea, γνωστό και ως γιγάντια φόσα,[4] είναι εξαφανισμένο είδος σαρκοφάγου από τη Μαδαγασκάρη στην οικογένεια των Ευπλερίδων, η οποία είναι πιο συγγενική με τις μαγκούστες και περιλαμβάνει όλα τα σαρκοφάγα της Μαδαγασκάρης. Περιγράφηκε για πρώτη το 1902, και το 1935 αναγνωρίστηκε ως ξεχωριστό είδος από τον στενότερο συγγενή του, τη φόσα (Cryptoprocta ferox). Το είδος C. spelea ήταν μεγαλύτερο από τη φόσα, αλλά κατά τα άλλα παρόμοιο. Τα δύο δεν ήταν πάντα αποδεκτά ως ξεχωριστά είδη. Το πώς και πότε εξαφανίστηκε το μεγαλύτερο δεν είναι γνωστό, ενώ υπάρχουν κάποιες ανεκδοτικές μαρτυρίες, συμπεριλαμβανομένων αναφορών για πολύ μεγάλες φόσες, ότι υπάρχει παραπάνω από ένα επιζόν είδος.
Το είδος είναι γνωστό από υποαπολιθωμένα οστά που βρέθηκαν σε ποικιλία σπηλαίων στη βόρεια, δυτική, νότια και κεντρική Μαδαγασκάρη. Σε κάποιες τοποθεσίες βρέθηκε μαζί με κατάλοιπα του είδους C. ferox, αλλά δεν υπάρχουν στοιχεία ότι τα δύο έζησαν ταυτόχρονα. Παραδείγματα ζώντων ειδών συγγενικών σαρκοφάγων με παρόμοια μεγέθη που κατάφεραν να συνυπάρξουν, υποδεικνύουν ότι κάτι παρόμοιο είναι πιθανό να συνέβη με τα είδη C. spelea και C. ferox. Το C. ferox θα ήταν ικανό να κυνηγάει μεγαλύτερα θηράματα από ότι ο μικρότερος συγγενής του, συμπεριλαμβανομένων και των προσφάτως εξαφανισμένων γιγάντιων λεμούριων.
Ταξινομία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το 1902, ο Γκιγιώμ Γκραντιντιέ (Guillaume Grandidier) περιέγραψε υποαπολιθωμένα κατάλοιπα σαρκοφάγων από δύο σπηλιές της Μαδαγασκάρης ως μία μεγαλύτερη «ποικιλία» της ζώσας φόσας (Cryptoprocta ferox), C. ferox var. spelea. Ο G. Petit γράφοντας το 1935, θεώρησε ότι το spelea αντιπροσώπευε ένα καινούριο είδος.[3] Ο Τσαρλς Λάμπερτον αξιολόγησε τα υποαπολιθώματα το 1939 και συμφώνησε με τον Petit στην αναγνώριση των δύο ειδών,[5] ονομάζοντας το νέο είδος από ένα δείγμα που βρέθηκε στο Σπήλαιο Ankazoabo κοντά στο Ιτάμπολο (Itampolo). Το όνομα του είδους spelea δόθηκε επειδή ανακαλύφθηκε σε σπήλαια.[6] Ωστόσο, ο Λάμπερτον είχε στη διάθεσή του το πολύ τρεις σκελετούς από φόσα, που ελάχιστα απέδιδαν το εύρος της ποικιλίας του είδους, και μερικοί μεταγενέστεροι συγγραφείς δεν ξεχώριζαν το C. spelea και το C. ferox ως διαφορετικά είδη.[7] Ο Στίβεν Γκούντμαν και οι συνάδελφοί του, χρησιμοποιώντας μεγαλύτερα δείγματα, συνέταξαν ένα νέο σύνολο μετρήσεων για το γένος Cryptoprocta το οποίο δημοσιεύτηκε σε άρθρο το 2004. Βρήκαν ότι κάποια υποαπολιθωμένα Cryptoprocta ήταν εκτός του εύρους της ποικιλίας των ζώντων C. ferox, και έτσι τα αναγνώρισαν ως C. spelea.[8] Ο Γκραντιντιέ δεν επέλεξε τυπικό δείγμα για το είδος, και έτσι για να διατηρηθεί το όνομα C. spelea ως το όνομα για τον μεγαλύτερο τύπο φόσας, ο Γκούντμαν και οι συνάδελφοι του επέλεξαν ένα δείγμα ως τυπικό (νεότυπος).[9]
Ο Λάμπερτον αναγνώρισε ένα τρίτο είδος, το Cryptoprocta antamba, με βάση ένα οστό κάτω γνάθου με ασυνήθιστα μεγάλη απόσταση ανάμεσα στις κονδυλοειδείς αποφύσεις στο πίσω μέρος.[10] Ανέφερε επίσης δύο μηριαία οστά και ένα κνημιαίο ενδιάμεσου μεγέθους μεταξύ αυτών του C. spelea και του C. ferox.[11] Το όνομα είδους αναφέρεται στο antamba, ένα υποτιθέμενο ζώο από τη νότια Μαδαγασκάρη που περιγράφηκε από τον Ετιέν ντε Φλακούρ το 1658 ως μεγάλο, σπάνιο, παρόμοιο με λεοπάρδαλη σαρκοφάγο που τρώει ανθρώπους και μοσχάρια και ζει σε απομονωμένες ορεινές περιοχές·[12] μπορεί να ήταν η γιγάντια φόσα.[13] Ο Γκούντμαν και οι συνάδελφοί του δεν κατάφεραν να εντοπίσουν το υλικό του Λάμπερτον για το Cryptoprocta antamba, αλλά εισηγήθηκε ότι βασίστηκε σε υπέρμετρο δείγμα C. spelea.[14] Η φόσα και το C. spelea, σχηματίζουν το γένος Cryptoprocta, εντός της οικογένειας των Ευπλερίδων, η οποία περιλαμβάνει επίσης όλα τα σαρκοφάγα της Μαδαγασκάρης. Μελέτες αλληλούχισης DNA υποδεικνύουν ότι οι Ευπλερίδες σχηματίζουν μονοφυλετική ομάδα και συγγενεύουν περισσότερο με τις μαγκούστες της Ευρασίας και της ηπειρωτικής Αφρικής.[15]
Περιγραφή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Παρότι έχουν περιγραφεί αρκετές μορφολογικές διαφορές ανάμεσα στα δύο είδη φόσας,[16] αυτές ενδέχεται να είναι αλλομετρικές (σχετικές μόνο με το μέγεθος), και έτσι στην αναφορά τους για τη φόσα στο Mammalian Species, οι Michael Köhncke και Klaus Leonhardt έγραψαν ότι τα δύο ήταν από μορφολογική άποψη πανομοιότυπα.[17] Ωστόσο, τα κατάλοιπα του C. spelea είναι μεγαλύτερα από οποιοδήποτε ζων C. ferox. Ο Γκούντμαν και οι συνάδελφοί του ανακάλυψαν ότι οι μετρήσεις στα κρανία των δειγμάτων που είχαν αναγνωρίσει ως C. spelea ήταν 1,07 έως 1,32 φορές μεγαλύτερες από ότι ενός ενήλικου C. ferox, ενώ στο πίσω μέρος του κρανίου ήταν 1,19 έως 1,37 φορές μεγαλύτερες.[8] Το μόνο δείγμα C. spelea στο οποίο μπορούσε να εξακριβωθεί το συνολικό μήκος του κρανίου, αυτό είχε μήκος 153,4 mm, ενώ σε ένα ενήλικο C. ferox κυμαίνεται από 114,5 έως 133,3 mm. Το μήκος του βραχιόνιου οστού (οστό των άνω άκρων) σε 12 δείγματα C. spelea κυμαίνεται από 122.7 έως 146.8 mm, με μέση τιμή 137,9 mm, ενώ στη σύγχρονη φόσα το ίδιο μήκος κυμαίνεται από 108.5 έως 127.5 mm, με μέση τιμή 116,1 mm.[18] Οι εκτιμήσεις για τη μάζα σώματος του C. spelea κυμαίνονται από 17 kg[19] έως 20 kg,[20] ενώ ήταν ένα από τα μεγαλύτερα σαρκοφάγα του νησιού.[21] Συγκριτικά, η μάζα σώματος ενήλικων C. ferox κυμαίνεται από 5 kg έως 10 kg.[22]
Κατανομή, οικολογία και εξαφάνιση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τοποθεσία | spe. | fer. |
---|---|---|
Αμπασαμπαζίμπα | + | |
Ανκαράνα | + | + |
Ανκαζοάμπο | + | |
Αντσιράμπε | + | + |
Μπέχοβα | + | + |
Μπελόχα | + | + |
Μπέλο συρ Μερ | + | + |
Μπεμαφάντρι | + | |
Μπετιόκι | + | |
Λακατόν'νι Ακάνγκα | + | |
Λέλια | + | |
Μανόμπο | + | + |
Τσιαντρόινα | + | |
Τσιραβέ | + | |
Συντομογραφίες:
|
Το είδος Cryptoprocta spelea είναι το μόνο εξαφανισμένο μέλος της τάξης των Σαρκοφάγων που είναι γνωστό από τη Μαδαγασκάρη·[6] τα προσφάτως εξαφανισμένα ζώα της Μαδαγασκάρης περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων τουλάχιστον 17 είδη λεμούριων, τα περισσότερα από τα οποία ήταν μεγαλύτερα από τα ζώντα είδη,[14] καθώς και πουλιά ελέφαντες και ιπποπόταμους της Μαδαγασκάρης.[23] Τα υποαπολιθωμένα κατάλοιπα γιγάντιας φόσας έχουν βρεθεί σε τοποθεσίες σπηλαίων του Ολόκαινου[3] από το βόρειο άκρο της Μαδαγασκάρης, κατά μήκος της δυτικής ακτής έως το νότιο μέρος και τα κεντρικά υψίπεδα. Σε μερικές τοποθεσίες βρέθηκαν κατάλοιπα και από C. spelea αλλά και μικρότερα που ταυτίζονται με το επιζών είδος, C. ferox. Ωστόσο η έλλειψη στέρεας στρωματογραφικής γνώσης και τα μη διαθέσιμα δεδομένα ραδιοχρονολόγησης άνθρακα για τα υποαπολιθωμένα οστά από Cryptoprocta αφήνουν αβέβαιο το αν τα δύο είδη έζησαν ποτέ στο ίδιο μέρος το ίδιο χρονικό διάστημα.[24] Η αναλογίες μεγέθους μεταξύ των δύο ειδών είναι στο ίδιο εύρος με τις αναλογίες ειδών Αιλουρίδων και Ερπηστίδων παρομοίου μεγέθους που βρίσκονται σε ίδιες περιοχές, υποδεικνύοντας ότι τα δύο είδη θα μπορούσαν να ζουν μαζί.[2]
Όντας μεγάλου μεγέθους και με ευμεγέθη σαγόνια και δόντια,[25] το C. spelea ήταν τρομερός, «παρόμοιος με πούμα»[26] θηρευτής, ο οποίος εκτός από τους μικρότερους λεμουρίδες θα μπορούσε να φάει κάποιους από τους μεγαλύτερους, εξαφανισμένους πλέον υποαπολιθωμένους λεμούριους, οι οποίοι θα ήταν πολύ μεγάλοι για τα δεδομένα του C. ferox.[27] Καθώς δεν έχουν βρεθεί στοιχεία από υποαπολιθώματα που να δείχνουν κατηγορηματικά ποια ήταν η λεία του, οι εκτιμήσεις βασίζονται στη δίαιτα του μικρότερου, επιζώντος είδους C. ferox.[28] Άλλα πιθανά θηράματα περιλαμβάνουν τενρέκ, μικρότερες ευπλερίδες και ίσως ακόμα και νεαρούς ιπποπόταμους Μαδαγασκάρης.[29] Η εξαφάνισή του ενδέχεται να άλλαξε τη δυναμική θήρευσης στη Μαδαγασκάρη.[30]
Η Κόκκινη Λίστα της IUCN έχει το C. spelea καταχωρημένο ως εξαφανισμένο. Το πως και γιατί εξαφανίστηκε παραμένει άγνωστο.[1] Εντούτοις οι ιθαγενείς της Μαδαγασκάρης συχνά αναγνωρίζουν δύο μορφές φόσας, μία μεγαλύτερη fosa mainty (ή «μαύρη Cryptoprocta») και μία μικρότερη fosa mena (ή «κοκκινωπή Cryptoprocta»).[31] Υπάρχουν ακόμα κάποιες ανεκδοτικές αναφορές για πολύ μεγάλες ζωντανές φόσες, όπως π.χ. μία μήκους 2 μέτρων που ζύγιζε 30 κιλά στη Morondava. Ο Γκούντμαν και οι συνάδελφοί του υποθέτουν ότι περαιτέρω έρευνα ενδέχεται να αποδείξει ότι υπάρχει πάνω από ένα είδος φόσας ζωντανό.[2]
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 Hoffman, 2008
- ↑ 2,0 2,1 2,2 2,3 Goodman et al., 2004, σ. 141
- ↑ 3,0 3,1 3,2 Goodman et al., 2004, σ. 130
- ↑ Alcover and McMinn, 1994, πίνακας 1
- ↑ Goodman et al., 2004, σσ. 130–131
- ↑ 6,0 6,1 Goodman et al., 2003, σ. 1167
- ↑ Goodman et al., 2004, σ. 131
- ↑ 8,0 8,1 Goodman et al., 2004, σ. 136
- ↑ Goodman et al., 2004, σσ. 136–137
- ↑ Lamberton, 1939, σ. 191
- ↑ Lamberton, 1939, σ. 193
- ↑ Goodman et al., 2003, σ. 1169; 2004, σ. 131
- ↑ Turvey, 2009, σ. 34
- ↑ 14,0 14,1 Goodman et al., 2004, σ. 137
- ↑ Garbutt, 2007, σ. 208
- ↑ Lamberton, 1939, σ. 182
- ↑ Köhncke and Leonhardt, 1986, σ. 2
- ↑ Goodman et al., 2004, πίνακας 1
- ↑ Personal communication from R. Dewer in Burness et al., 2001, πίνακας 1
- ↑ Wroe et al., 2004, σ. 297
- ↑ Burness et al., 2001, πίνακας 1
- ↑ Garbutt, 2007, σ. 211
- ↑ Burney et al., 2004, σ. 25
- ↑ Goodman et al., 2003, σσ. 1167–1168; 2004, σσ. 140–141
- ↑ Goodman et al., 2004, σ. 138
- ↑ Goodman, 2003, quoted in Colquhoun, 2006, σ. 148
- ↑ Goodman et al., 2004, σσ. 138–140; Colquhoun, 2006, σσ. 148, 156
- ↑ Goodman, 2003, σ. 1227
- ↑ Alcover and McMinn, 1994, σ. 14
- ↑ Goodman et al., 2004, σ. 140
- ↑ Goodman et al., 2003, σ. 1168; 2004, σ. 141
Βιβλιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Alcover, J.A. and McMinn, M. 1994. Predators of vertebrates on islands (απαιτείται εγγραφή). BioScience 44(1):12–18. (Αγγλικά)
- Burness, G.P., Diamond J. and Flannery, T. 2001. Dinosaurs, dragons, and dwarfs: The evolution of maximal body size (απαιτείται εγγραφή). Proceedings of the National Academy of Sciences 98(25):14518–14523. (Αγγλικά)
- Burney, D.A., Burney, L.P., Godfrey, L.R., Jungers, W.L., Goodman, S.M., Wright, H.T. and Jull, A.J.T. 2004. A chronology for late prehistoric Madagascar (απαιτείται εγγραφή). Journal of Human Evolution 47(1–2):25–63. (Αγγλικά)
- Colquhoun, I.C. 2006. Predation and cathemerality: Comparing the impact of predators on the activity patterns of lemurids and ceboids (απαιτείται εγγραφή). Folia Primatologica 77(1–2):143–165. (Αγγλικά)
- Garbutt, N. 2007. Mammals of Madagascar: A Complete Guide. A & C Black, 304 σσ. ISBN 978-0-7136-7043-1 (Αγγλικά)
- Goodman, S.M. 2003. Predation on lemurs. σσ. 1221–1228 in Goodman, S.M. and Benstead, J.P. (eds.). The Natural History of Madagascar. University of Chicago Press, 1728 σσ. ISBN 0-226-30306-3 (Αγγλικά)
- Goodman, S.M., Ganzhorn, J.U. and Rakotondravony, D. 2003. Introduction to the mammals. σσ. 1159–1186 in Goodman, S.M. and Benstead, J.P. (ed.). The Natural History of Madagascar. University of Chicago Press, 1728 σσ. ISBN 0-226-30306-3 (Αγγλικά)
- Goodman, S.M., Rasoloarison, R.M. and Ganzhorn, J.U. 2004. On the specific identification of subfossil Cryptoprocta (Mammalia, Carnivora) from Madagascar. Zoosystema 26(1):129–143.(Αγγλικά)
- Hoffman, M. 2008. Cryptoprocta spelea[νεκρός σύνδεσμος]. In IUCN. IUCN Red List of Threatened Species. Version 2009.2. <www.iucnredlist.org>. Ανακτήθηκε 20 Μαΐου 2010. (Αγγλικά)
- Köhncke, M. and Leonhardt, K. 1986. Cryptoprocta ferox. Mammalian Species 254:1–5.(Αγγλικά)
- Lamberton, C. 1939. Les Cryptoprocta fossiles. Mémoires de l'Académie malgache 27:155–193.(Αγγλικά)
- Turvey, S.T. 2009. Holocene Extinctions. Oxford University Press US, 359 σσ. ISBN 9780199535095 (Αγγλικά)
- Wroe, S., Field, J., Fullagar, R. and Jermiin, L.S. 2004. Megafaunal extinction in the late Quaternary and the global overkill hypothesis (απαιτείται εγγραφή). Alcheringa 28(1):291–331. (Αγγλικά)