Χρήστης:Katerinahl/πρόχειρο/Βαρύτονος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Βαρύτονος (ιταλικά baritono, ετυμολογία από τα αρχ.ελλ. βαρύτονος — χαμηλόφωνος, από το βαρύς και τόνος) καλείται η ανδρική φωνή της κλασικής σκηνής, η φωνή του οποίου, στη μουσική κλίμακα, βρίσκεται μεταξύ της φωνητικής κατηγορίας του τενόρου και του βαθύφωνου ή μπάσου. Είναι η πιο συνήθης ανδρική φωνή.[1] Με τη σημερινή έννοια του λόγου, ο όρος προέρχεται από την ιταλική λέξη baritono[2] με την ίδια σημασία της ελληνικής του ορολογίας.

Νμίτριϊ Χβοροστόβσκιϊ, Ρώσος βαρύτονος παγκοσμίου βεληνεκούς

Κατηγορίες βαρυτόνων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η φωνή του βαρύτονου μπορεί να ανήκει σε μία από τις εξής κατηγορίες:

  • λυρικός βαρύτονος, φωνή που ακούγεται ελαφρά, λυρικά, κοντά στην φωνητική κλίμακα του τενόρου, πράγμα ωστόσο φυσικό για τη βαρυτονική μουσική διαβάθμιση. Θα ήταν λάθος η σύγχυση του όρου με τον τενόρο-βαρύτονο ή βαρυτονικό τενόρο·
  • λυρικο-δραματικός βαρύτονος, ο οποίος έχει ανοιχτή απόχρωση και εμφανή δύναμη, μπορεί να εκτελεί μουσικά κομμάτια τόσο λυρικά, όσο και δραματικά·
  • Δραματικός βαρύτονος, φωνή περισσότερο βαθιάς απόχρωσης, μεγάλης δύναμης, ισχυρής ηχητικότητας·
  • Μπάσος βαρύτονος (Bass-baritone), βαρύτονος που τείνει προς τον βαθύφωνο ή μπάσο. Στη μουσική κλίμακα, βρίσκεται ανάμεσα τον βαρύτονο και τον μπάσο. Συγκριτικά με τον μπάσο, υποχωρεί σε βάθος και δυναμικότητα στο άκουσμα, ειδικά σε χαμηλές νότες.




Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. «Merriam-Webster's Collegiate Encyclopedia. "Baritone", p. 142». Merriam-Webster. 2000. Ανακτήθηκε στις 22/12/2014.  Ελέγξτε τις τιμές ημερομηνίας στο: |accessdate= (βοήθεια)
  2. Ορισμός Τριανταφυλλίδη