Χερσόνησος Σιρετόκο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 44°05′46″N 145°09′14″E / 44.09611°N 145.15389°E / 44.09611; 145.15389

Η χερσόνησος Σιρετόκο από το δορυφόρο Landsat.
Θέση στο χάρτη της Ιαπωνίας.

Η Χερσόνησος Σιρετόκο (ιαπωνικά: 知床半島, Σιρετόκο-χάντο‎‎) είναι χερσόνησος στο βορρά της Ιαπωνίας, στο ανατολικό τμήμα του νησιού Χοκάιντο στη Θάλασσα του Οχότσκ. Το όνομα Σιρετόκο προκύπτει από τις λέξεις της γλώσσας των Αϊνού -της ιθαγενούς φυλής που ζει στα βόρεια της Ιαπωνίας- σίρε και τόκο και σημαίνει κυριολεκτικά άκρη της γης.[1] Η χερσόνησος θεωρείται "η τελευταία ανεξερεύνητη γωνιά της Ιαπωνίας", καλύπτεται σχεδόν ολόκληρη από πυκνό δάσος και διαθέτει τοπία παρθένας ομορφιάς. Το μεγαλύτερο μέρος της αποτελεί, από το 1964, το Εθνικό Πάρκο Σιρετόκο, όπου βρίσκουν καταφύγιο δεκάδες απειλούμενα είδη αλλά και ο μεγαλύτερος πληθυσμός αρκούδων της χώρας.

Το 2005 η UNESCO ανακήρυξε τη χερσόνησο Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς, μεταξύ άλλων επειδή η περιοχή της Σιρετόκο είναι το νοτιότερο σημείο στο Βόρειο Ημισφαίριο όπου σχηματίζεται εποχιακός θαλάσσιος πάγος κάθε χρόνο,[2] κάτι που έχει προσδώσει στα οικοσυστήματα της περιοχής μοναδικό χαρακτήρα και παραγωγικότητα.

Γεωγραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η χερσόνησος έχει μήκος 70 χιλιόμετρα και, στη βάση της, πλάτος 25 χιλιομέτρων, έχει δε έκταση 1.230 τετραγωνικών χιλιομέτρων.[3] Καταλήγει στο Ακρωτήριο Σιρετόκο και βρέχεται από τα Βορειοδυτικά από τη Θάλασσα του Οχότσκ[1] και από τα Νοτιοανατολικά από τον Ειρηνικό Ωκεανό. Στα ανατολικά, παράλληλα με τις ακτές της χερσονήσου και σε απόσταση περίπου 25 χιλιομέτρων βρίσκεται το νησί Κουνασίρ, του αρχιπελάγους των Κουριλών, που ανήκει στη Ρωσία, αλλά αποτελεί αμφισβητούμενο έδαφος καθώς διεκδικείται και από την Ιαπωνία[1] μαζί με άλλες τρεις από τις Κουρίλες (οι αποκαλούμενες από την Ιαπωνία "Βόρειες Περιοχές"). Η χερσόνησος χωρίζεται από το Κουνασίρ με το Στενό Νεμούρο.

Ανάγλυφο και γεωλογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η χερσόνησος αποτελείται κατά κύριο λόγο από μη αλκαλικά, βασικά (mafic) ηφαιστειογενή πετρώματα αλλά και ενδιάμεσα όπως ο ανδεσίτης.[4] Σχεδόν σε όλο το μήκος της υπάρχουν αρκετά ενεργά και μη στρωματοηφαίστεια, όπως τα όρη Σιρετόκο, Ουναμπέτσου και Ίο. Αποτελεί τμήμα της ηφαιστειακής ζώνης Τσισίμα.[1][3] Η ψηλότερη κορυφή βρίσκεται στο βουνό Ραουσού, στα 1.661 μέτρα.

Τα κυριότερα από τα ηφαίστεια, και ταυτόχρονα βασικότερα βουνά της Σιρετόκο, από βορρά προς νότο (στοιχεία από τη Γεωλογική Υπηρεσία της Ιαπωνίας):[5]

  • Όρος Σιρετόκο, στα 1253,9 μέτρα. Αποτελείται από ανδεσίτη.
  • Όρος Ίο, στα 1.562 μ. Είναι ενεργό ηφαίστειο, που έχει εκραγεί πέντε φορές το 19ο αιώνα, και τελευταία φορά το 1935-36. Χαρακτηρίζεται από υγρές και αέριες θειώδεις εκλύσεις, και το όνομά του σημαίνει κυριολεκτικά Βουνό του Θείου.
  • Όρος Ραουσού, το ψηλότερο της χερσονήσου στα 1.661 μέτρα και ένα από τα Εκατό Διάσημα Βουνά της Ιαπωνίας. Είναι το βορειότερο ολόκαινο ηφαίστειο της περιοχής και η τελευταία του έκρηξη σημειωθηκε περίπου πριν από 500-700 χρόνια. Αποτελείται από ανδεσίτη και δακίτη.
  • Όρος Ονεμπέτσου, με ύψος 1.330,2 μέτρα. Αποτελείται κυρίως από ανδεσίτη.
  • Όρος Ουναμπέτσου, με κορυφή στα 1.419 μ. Αποτελείται κυρίως από ανδεσίτη και βασάλτη.

Η ηφαιστειακή δραστηριότητα της περιοχής προκαλεί την εμφάνιση πολλών θερμοπηγών στη χερσόνησο, και σε αρκετές από αυτές λειτουργούν όνσεν, παραδοσιακά ιαπωνικά θερμά λουτρά. Εξίσου κοινές με τις θερμοπηγές είναι, στις πλαγιές ορισμένων από τα βουνά, και οι ηφαιστειακές φουμαρόλες. Στο Πάρκο Σιρετόκο υπάρχει ο καταρράκτης Καμιβάκα-νο-Τάκι, που κατεβάζει θερμά νερά. Καμούι βάκα σημαίνει "νερό των θεών" στην γλώσσα των Αϊνού. Η χερσόνησος χαρακτηρίζεται γενικότερα "βασίλειο των ποταμών και των καταρρακτών", καθώς περίπου 44 ποταμοί ξεκινούν από τα βουνά και χύνονται στη θάλασσα, δημιουργώντας στην πορεία τους και αρκετούς θεαματικούς καταρράκτες. Οι "Πέντε Λίμνες", στη δυτική πλευρά, κοντά στην πόλη Ουτόρου, θεωρούνται από τα πιο γνωστά αξιοθέατα της περιοχής.

Κλίμα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η χερσόνησος Σιρετόκο και το νησί Κουνασίρ το Μάρτιο (πάνω) και Ιούνιο (κάτω) του 2008. Η περιοχή είναι το νοτιότερο σημείο στο Βόρειο Ημισφαίριο όπου σχηματίζεται εποχιακός θαλάσσιος πάγος. Εικόνα από τον αισθητήρα MODIS στο δορυφόρο Aqua της NASA.

Το κρύο ρεύμα Ογασίο, που ρέει κατά μήκος της χερσονήσου,[1] έχει ισχυρό αντίκτυπο στο κλίμα της, που χαρακτηρίζεται από σύντομα καλοκαίρια και μακρούς χειμώνες. Το ρεύμα προκαλεί την εμφάνιση ομίχλης στη νοτιοανατολική ακτή και τη δημιουργία θαλάσσιου πάγου κατά το χειμώνα. Αξιοσημείωτο είναι επίσης το γεγονός ότι το ανατολικό και δυτικό τμήμα της χερσονήσου εμφανίζουν διαφορές στο κλίμα τους, κυρίως θερμοκρασιακές και ποσότητας υετού, ίσως λόγω του ρεύματος. Χιόνι καλύπτει τις κορυφές από το Σεπτέμβρη μέχρι τον Ιούνιο, και στις ψηλότερες από αυτές διατηρείται όλο το χρόνο.[1] Οι υψηλότερες θερμοκρασίες του καλοκαιριού είναι χοντρικά στους 15-20 βαθμούς Κελσίου, ενώ οι χαμηλότερες του χειμώνα στους -10 με -15 °C.

Δημογραφικά και οικονομία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τη χερσόνησο μοιράζονται οι δήμοι Ραουσού, με 6.600 περίπου κατοίκους, που καταλαμβάνει χοντρικά το ανατολικό μισό της χερσονήσου, και Σαρί με 13.000 περίπου κατοίκους, στο δυτικό μισό. Οι κάτοικοι είναι συγκεντρωμένοι κυρίως προς το Νότο, ενώ η μέση πυκνότητα πληθυσμού κυμαίνεται γύρω στους 15-18 ανθρώπους ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο (στο τμήμα που αποτελεί το Εθνικό Πάρκο δεν υπάρχουν κάτοικοι). Οι οικισμοί έχουν αναπτυχθεί κυρίως στις εκβολές των πολυάριθμων ποταμών.

Οι κάτοικοι και των δυο δήμων ασχολούνται εντατικά με την αλιεία, εκμεταλλευόμενοι την πλούσια σε ψάρια Θάλασσα του Οχότσκ αλλά και το σολωμό της περιοχής. Η παραγωγή του Σαρί σε σολωμό είναι η μεγαλύτερη στην Ιαπωνία, ενώ φημισμένα είναι τα φύκια κελπ (ραουσού κόνμπου) και οι αχινοί που παράγει το Ραουσού. Βασιζόμενη στην αλιεία, έχει αναπτυχθεί και η βιομηχανία επεξεργασίας τροφίμων. Η γεωργία ασκείται περισσότερο στο νότο του Σαρί αλλά γενικά είναι περιορισμένη. Αν και ολόκληρη η περιοχή καλύπτεται από πυκνό δάσος, ο παρθένος της χαρακτήρας αποθάρρυνε κάποιες αρχικές, πολύ περιορισμένες προσπάθειες υλοτομίας, που τελικά εγκαταλείφθηκαν.

Σημαντικός πλουτοπαραγωγικός πόρος της περιοχής είναι φυσικά και ο τουρισμός, καθώς την επισκέπτονται πάνω από δυο εκατομμύρια τουρίστες κάθε χρόνο,[6] κυρίως για το Εθνικό Πάρκο, για τα όνσεν, για κατασκήνωση, πεζοπορία ή αναρρίχηση, παρατήρηση πουλιών και φαλαινών, επιστημονική έρευνα ή φωτογραφήσεις.

Η χερσόνησος ξεκίνησε να αποικίζεται στις αρχές του εικοστού αιώνα. Είναι προβάσιμη κυρίως μέσω οδικού δικτύου, το οποίο ωστόσο ουσιαστικά τελειώνει στις δυο πόλεις Ουτόρου, στο Σαρί, και Ραουσού. Οι δυο πόλεις συνδέονται και μεταξύ τους, με ορεινό αυτοκινητόδρομο που διασχίζει κάθετα τη χερσόνησο νότια του όρους Ραουσού (Εθνικός Αυτοκινητόδρομος Σιρετόκο 334, γνωστός σε αυτό το τμήμα του και σαν πέρασμα Σιρετόκο). Το πέρασμα είναι ανοικτό από Απρίλη έως Νοέμβρη και κλειστό το χειμώνα. Στο Σαρί φτάνει και ο σιδηρόδρομος. Βόρεια των δυο πόλεων, εκτός από δυο δρόμους που ακολουθούν την παραλία για περίπου είκοσι χιλιόμετρα, και κατά μήκος των οποίων υπάρχουν κάποια όνσεν και πολύ μικροί οικισμοί ψαράδων, δεν υπάρχουν άλλοι οικισμοί ή δρόμοι. Το κοντινότερο αεροδρόμιο, που συνδέεται με το Τόκιο και την Οσάκα, είναι το αεροδρόμιο Μεμανμπέτσου, στην ομώνυμη πόλη, περίπου πενήντα χιλιόμετρα δυτικά της χερσονήσου.

Χλωρίδα και πανίδα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η χερσόνησος φιλοξενεί πολλά είδη κωνοφόρων αλλά και πλατύφυλλων δέντρων. Τα δάση του Εθνικού Πάρκου είναι εύκρατα και υποαλπινικά μεικτά δάση. Τα κυριότερα είδη δέντρων περιλαμβάνουν την Ελάτη της Σαχαλίνης (Abies sachalinensis), τη Σημύδα Έρμαν (Betula ermanii) και την Μογγολική Βελανιδιά (Quercus mongolica). Ππάνω από τα 1.000 μέτρα υψόμετρο υπάρχουν αδιαπέραστοι θύλακες του Σιβηρικού Πεύκου-Νάνου (Pinus pumila).

Στην περιοχή ζουν η κόκκινη αλεπού και το Ιαπωνικό ελάφι (Cervus nippon). Η χερσόνησος φιλοξενεί επίσης τους μεγαλύτερους πληθυσμούς της καφέ αρκούδας του Ουσσούρι (Ursus arctos lasiotus), της αρκούδας γκρίζλι της Ασίας.[3] Στις ψηλότερες πλαγιές των βουνών Ραουσού, Οννεμπέτσου και Σαρί βρίσκονται οι μόνες γνωστές περιοχές αναπαραγωγής του Αρκτικού Φυλλοσκόπου στο Χοκάιντο.[3] Αφθονούν επίσης οι θαλάσσιοι αετοί καθώς και οι φώκιες που απαντώνται συχνά στα παράλια.

Η παρατήρηση φαλαινών είναι δραστηριότητα που προσελκύει αρκετούς τουρίστες στην περιοχή, όπου έχει καταγραφεί η παρουσία δεκατριών ή δεκατεσσάρων ειδών κητωδών. Ειδικά για τις Όρκες, τα νερά γύρω από τη Σιρετόκο θεωρούνται ένα από τα πιο σημαντικά περιβάλλοντα διαβίωσης στο βορειοδυτικό Ειρηνικό. Το 2005 δώδεκα από αυτά τα ζώα εξώκειλαν στη χερσόνησο, και τα εννέα από αυτά πέθαναν. Η χερσόνησος Σιρετόκο είναι ένα από τα λίγα μέρη όπου κανείς μπορεί να παρατηρήσει ομάδες αρσενικών φυσητήρων και ρυγχοφαλαινών από την ακτή. Άλλα είδη που παρατηρούνται συχνά είναι το Λευκόπλευρο Δελφίνι του Ειρηνικού, φώκαινες, και αρκετά ακόμα είδη φαλαινών, ανάμεσα στα οποία γαλάζιες και λευκές φάλαινες, μεγαπτεροφάλαινες κ.α.

Εθνικό Πάρκο Σιρετόκο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μνημείο Παγκόσμιας
Κληρονομιάς της UNESCO
Σιρετόκο
Επίσημο όνομα στον κατάλογο μνημείων Π.Κ.
Άποψη από τη θάλασσα.
Χάρτης
Χώρα μέλοςΙαπωνία Ιαπωνία
ΤύποςΦυσικό περιβάλλον
Κριτήριαix, x
Ταυτότητα1193
ΠεριοχήΑσία - Ειρηνικός
Ιστορικό εγγραφής
Εγγραφή2005 (29η συνεδρίαση)

Προκειμένου να προφυλαχθούν τα είδη άγριας ζωής και να διαφυλαχθεί το αμόλυντο περιβάλλον της χερσονήσου, το 1964 ένα μεγάλο μέρος της χαρακτηρίστηκε ως Εθνικό Πάρκο Σιρετόκο (γιαπωνέζικα: 知床国立公園).[1] Το 1982 χαρακτηρίστηκε επίσης Καταφύγιο Άγριας Ζωής, το 1990 Εθνικός Δρυμός και το 2005 η ζώνη θαλάσσιας προστασίας επεκτάθηκε από το 1 στα 3 χιλιόμετρα από την ακτή.[6] Το Πάρκο βρίσκεται υπό επιτήρηση από περίπου σαράντα δασοφύλακες, που αποτελούν και τους μοναδικούς μόνιμους κατοίκους του.[6] Θεωρείται "η τελευταία ανεξερεύνητη περιοχή της Ιαπωνίας" και ένα από τα πιο απομονωμένα μέρη της χώρας. Το μεγαλύτερο μέρος του είναι προσβάσιμο μόνο με τα πόδια ή με βάρκα. Φημίζεται και διαφημίζεται για το γεγονός ότι φιλοξενεί τους μεγαλύτερους πληθυσμούς αρκούδας Ουσσούρι στη χώρα. Οι αρκούδες είναι γενικά φιλήσυχες και αποφεύγουν τους ανθρώπους, ωστόσο επειδή στην Ιαπωνία υπάρχει γενικά η πεποίθηση ότι οι αρκούδες επιτίθενται και σκοτώνουν, όσοι κάνουν πεζοπορία ή περιηγούνται στο Πάρκο φορούν ειδικά κουδουνάκια (κουμασούζου) ώστε τα ζώα να ειδοποιούνται ότι πλησιάζουν άνθρωποι και να απομακρύνονται.

Το 2005, η UNESCO ανακήρυξε την περιοχή Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς, προτείνοντας την ανάπτυξη και φροντίδα της Σιρετόκο από κοινού με τις Κουρίλες της Ρωσίας ως διασυνοριακού "Πάρκου Ειρήνης Παγκόσμιας Κληρονομιάς". Στο χαρακτηρισμό ως ΜΠΠΚ έπαιξαν ρόλο μεταξύ άλλων η εξαιρετική παραγωγικότητα του οικοσυστήματος της περιοχής λόγω του θαλάσσιου πάγου που σχηματίζεται κάθε χειμώνα, η μοναδική αλληλεπίδραση χερσαίων και θαλάσσιων οικοσυστημάτων, καθώς και η φιλοξενία δεκάδων ενδημικών και μη ειδών που βρίσκονται στην Κόκκινη Λίστα Απειλούμενων Ειδών της IUCN.[7]

Εικόνες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 1,5 1,6 Hunt, Paul (1988). «33. Shiretoko». Hiking in Japan: An Adventurer's Guide to the Mountain Trails (1η έκδοση). Tokyo and New York: Kodansha International Ltd. σελίδες 200–205. ISBN 0-87011-893-5. 
  2. «Shiretoko Peninsula». NASA Earth Observatory. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 8 Ιουλίου 2008. Ανακτήθηκε στις 9 Ιουλίου 2008. 
  3. 3,0 3,1 3,2 3,3 «JP010Shiretoko, Mount Syari-dake». Important Bird Areas of Japan. Wild Bird Society of Japan. Ανακτήθηκε στις 12 Ιανουαρίου 2010. 
  4. «Seamless digital geological map of Japan». Geological Survey of Japan. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 6 Ιανουαρίου 2013. Ανακτήθηκε στις 16 Σεπτεμβρίου 2012. 
  5. «Volcano by region, Hokkaido». Quaternary Volcanoes In Japan. Geological Survey of Japan, AIST. Ανακτήθηκε στις 16 Σεπτεμβρίου 2012. [νεκρός σύνδεσμος]
  6. 6,0 6,1 6,2 «Shiretoko, Japan». Encyclopedia of Earth. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 1 Φεβρουαρίου 2013. Ανακτήθηκε στις 16 Σεπτεμβρίου 2012. 
  7. «Shiretoko, Justification for Inscription». UNESCO World Heritage Centre. Ανακτήθηκε στις 16 Σεπτεμβρίου 2012. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]