Υπέρπυρον

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Υπέρπυρο του Μιχαήλ Η΄ (13ος αιώνας).
Υπέρπυρο του Μανουήλ Α΄

Το «ὑπέρπυρον» ή πέρπυρον ήταν χρυσό βυζαντινό νόμισμα. Ετυμολογικά η λέξη υποδηλώνει ότι είχε μεγαλύτερο ποσοστό ερυθρού από τα άλλα νομίσματα. Aυτή η τελευταία ονομασία, μετά τον 11ο αιώνα, ο νομισματολόγος Nικόλαος Σβορώνος θεωρεί ότι υποδηλώνει τα νομίσματα που καθαρίστηκαν με επανειλημμένες πυρακτώσεις. Tο ίδιο και ο ειδικός επί των βυζαντινών δημοσιο-οικονομικών Ανδρέας Ανδρεάδης. Προσθέτει, όμως, και την εκδοχή του Aδαμάντιου Kοραή, σύμφωνα με την οποία η λέξη «υπέρπυρρος» (με δυο «ρω») παράγεται «εκ του πυρρός, όπερ σημαίνει το καθαρόν χρώμα του χρυσίου».[1] Υποδιαίρεση του υπέρπυρου ήταν τα κεράτια σε αντιστοιχία 1 υπέρπυρο = 24 κεράτια.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Σόλιδος, το «απαράμιλλο νόμισμα» που ένωσε τη βυζαντινή αυτοκρατορία [1]