Σύνδρομο Κλέιφστρα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Το σύνδρομο Kleefstra (Kleefstra) είναι μια σπάνια γενετική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από νοητική υστέρηση, υποτονία στην παιδική ηλικία, σοβαρή καθυστέρηση λόγου και χαρακτηριστικό προσωπείο με ένα φάσμα πρόσθετων κλινικών χαρακτηριστικών. [1]Tο σύνδρομο προκαλείται από έλλειψη ή μετάλλαξη ενός τμήματος σε ένα από τα 46 χρωμοσώματα του σώματος. Το κομμάτι που λείπει βρίσκεται κοντά στο τέλος του χρωμοσώματος 9 και περιλαμβάνει ένα γονίδιο που ονομάζεται EHMT1. Η απουσία του συγκεκριμένου γονιδίου προκαλεί τα κύρια συμπτώματα του συνδρόμου. Η διαγραφή ή η έλλειψη του γονιδίου ΕΗΜΤ1 είναι σχεδόν πάντα “de novo”, δηλαδή δεν την είχαν και οι γονείς και τη μετέδωσαν στα παιδιά (ωστόσο αυτό είναι πιθανό σε μερικές περιπτώσεις). Το σύνδρομο αναγνωρίστηκε επίσημα ως σύνδρομο Κλέιφστρα τον Απρίλιο του 2010, αλλά μπορεί να το δείτε να εμφανίζεται και με τις ακόλουθες ονομασίες:

  • 9q34.3 deletion

Αυτή ήταν η πιο κοινή ονομασία, πριν ονοματιστεί το σύνδρομο ως Σύνδρομο Κλέιφστρα.

  • 9qSTDS

Ακρωνύμιο του 9q Subtelomere Deletion Syndrome (Σύνδρομο διαγραφής τελομερούς 9q). Η ονομασία είχε προταθεί από ένα ειδικό στον τομέα. Ωστόσο σε κάποιους γονείς δεν άρεσε, λόγω των άλλων σημασιών του όρου STD.

  • CHOMS

Ακρωνύμιο του Craniofacial characteristics, Hypotonia, Obesity, Microcephaly, Speech problems (Κρανιοπροσωπικά χαρακτηριστικά, Υποτονία, Παχυσαρκία, Μικροκεφαλία, Προβλήματα στην ομιλία). Η ονομασία είχε προταθεί από έναν ειδικό που ερευνούσε την κατάσταση.

Η συγκεκριμένη γενετική κατάσταση πρόσφατα αναγνωρίστηκε και άρχισε να ερευνάται. Δεν υπάρχει μια περιγραφή που να ταιριάζει σε όλες τις περιπτώσεις, τόσο λόγω του μεγάλου εύρους των συμπτωμάτων όσο και λόγω ενός ακόμα μεγαλύτερου εύρους της σοβαρότητας των συμπτωμάτων αυτών. Η διακύμανση αυτή μπορεί να οφείλεται εν μέρει στον αριθμό των γονιδίων που έχουν υποστεί καταστροφή ή έχουν διαγραφεί στην περιοχή 9q34.3, όμως άτομα με περίπου ίδιο μέγεθος διαγραφής μπορούν να έχουν αρκετά διαφορετικά συμπτώματα. Πολύ απλά δε γνωρίζουμε ακόμα τι κάνει αυτό το σύμπλεγμα γονιδίων κατά τη διάρκεια της εμβρυικής ανάπτυξης (και πιθανότατα και της εφηβείας).

Το κύριο γονίδιο που εμπλέκεται σε αυτή τη διαταραχή είναι το ΕΗΜΤ1, το οποίο βρίσκεται σε μια περιοχή του χρωμοσώματος 9, στην οποία βρίσκονται και άλλα γονίδια, μερικά από τα οποία παραμένουν άγνωστα ως προς τη λειτουργία τους. Το γονίδιο ΕΗΜΤ1(Euchromatic Histone Methyltransferase 1) κωδικοποιεί μια πρωτεΐνη, η οποία με τη σειρά της συνδέεται με πολλά μέρη τουDNA.Το ΕΗΜΤ1 είναι ένα απαραίτητο γονίδιο για την ανθρώπινη ανάπτυξη και λειτουργία. Η πρωτεΐνη που παράγεται από το γονίδιο είναι μέρος του «επιγενετικού μηχανισμού» και πιστεύεται ότι εμπλέκεται με τη διαδικασία της απενεργοποίησης άλλων γονιδίων. Ως εκ τούτου, η ανεπάρκεια οδηγεί σε μια σειρά από σοβαρά ιατρικά προβλήματα που αναλύονται στη συνέχεια.Η ανάπτυξη του εμβρύου είναι μια εξαιρετικά εκλεπτυσμένη,ευπαθής και ελεγχόμενη διαδικασία.

Κάποια άτομα φέρουν και επιπλέον διαγνώσεις. Το σύνδρομο μπορεί να οφείλεται και σε άλλες γενετικές ανωμαλίες ή μπορεί να είναι κάτι πολύ απλό. Πολλά από τα γνωρίσματα που αποδίδονται σε αυτή τη διαταραχή είναι κοινά και σε άλλες χρωμοσωμικές ανωμαλίες.

Χαρακτηριστικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το σύνδρομο Κλέιφστρα χαρακτηρίζεται από διανοητική καθυστέρηση και ποικίλες άλλες νευρολογικές και σωματικές ανωμαλίες. Αναφορικά με τη διανοητική καθυστέρηση, πιστεύεται ότι η πλειονότητα των ατόμων με σύνδρομο Κλέιφστρα βρίσκεται σε μέτριο έως σοβαρό φάσμα με δείκτη νοημοσύνης μικρότερο του 70, σε πολλές περιπτώσεις. Οι περισσότεροι ασθενείς έχουν σοβαρή καθυστέρηση στην ομιλία με μικρή ανάπτυξη του λόγου, ωστόσο είναι πιθανή η μη λεκτική επικοινωνία. Οι ασθενείς μπορεί να έχουν υποτονία κατά την παιδική τους ηλικία (χαμηλό μυικό τόνο που συχνά σχετίζεται με μειωμένη μυική δύναμη και κατά συνέπεια μειωμένες βασικές κινητικές δεξιότητες όπως το περπάτημα), ιδιαίτερα χαρακτηριστικά προσώπου (που περιλαμβάνουν υποπλασία στο μεσαίο τμήμα του προσώπου, κοντή μύτη, λεπτό άνω χείλος και ανοιχτό στόμα στα βρέφη με προεξέχουσα γλώσσα), ποικιλία από αναπτυξιολογικές καθυστερήσεις και άλλες σωματικές ανωμαλίες. [2]

Οι σωματικές ανωμαλίες περιλαμβάνουν καρδιακές ανωμαλίες, νεφρικές/ουρολογικές ανωμαλίες, γενετικές ανωμαλίες στα αγόρια, σοβαρές αναπνευστικές λοιμώξεις και επιληπτικές/εμπύρετες κρίσεις.

Οι ανωμαλίες στη συμπεριφορά μπορεί να περιλαμβάνουν ακραία απάθεια ή χαρακτηριστικά που μοιάζουν με αυτιστική συμπεριφορά κατά την παιδική ηλικία και κατατονία κατά την εφηβεία (συχνά άτομα με σύνδρομο Κλέιφστρα διαγιγνώσκονται και με αυτισμό). Σε συγκεκριμένες πιο σοβαρές περιπτώσεις, οι ανωμαλίες και οι επιπλοκές που προκαλούνται από το σύνδρομο έχουν οδηγήσει στο θάνατο.Στη συνέχεια υπάρχει μια περιεκτική λίστα με γνωστά χαρακτηριστικά των ατόμων με σύνδρομο Κλέιφστρα. Ωστόσο πρέπει να αναφερθεί ότι ο αριθμός των ατόμων αυτών παραμένει, για την ώρα, μικρός και τα χαρακτηριστικά μπορεί να ποικίλουν από άτομο σε άτομο.

Τα πιο κοινά χαρακτηριστικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Αναπτυξιακή καθυστέρηση
  • Αναγνωρίσιμη εμφάνιση προσώπου
  • Μαθησιακές δυσκολίες ή μαθησιακή ανικανότητα
  • Μυική ατονία, τόσο στα μωρά όσο και στα παιδιά
  • Περιορισμένες ή ανύπαρκτες δυνατότητες ομιλίας

Άλλα κοινά χαρακτηριστικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Καρδιοπάθειες
  • Επιληπτικές κρίσεις
  • Μικρής σημασίας γενετικές ανωμαλίες στα αγόρια
  • Δυσκολίες στον ύπνο
  • Δυσκολίες στη συμπεριφορά
  • Στραβισμός ή άλλες ασυνήθιστες παθήσεις των ματιών
  • Λοιμώξεις του αναπνευστικού συστήματος που προκαλούνται από γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση ΓΟΠ
  • Μικροκεφαλία

Λιγότερο κοινά χαρακτηριστικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Ελαφρώς ασυνήθιστα χέρια και/ή πόδια (ενιαίες πτυχές στην παλάμη, εύκαμπτα δάχτυλα, κοντά ή στενά δάχτυλα, ασυνήθιστη θέση των ποδιών)
  • Προβλήματα στην ακοή
  • Ανωμαλίες στα νεφρά
  • Διαταραχές του συνδετικού ιστού, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται οι χαλαρές αρθρώσεις και οι κήλες
  • Μικρές περιοχές που το δέρμα έχει πιο ανοιχτό χρώμα
  • Ανωμαλίες στα δόντια
  • Απουσία του φυσιολογικού ανοίγματος στον πρωκτό
  • Πιθανώς υπερβολικό βάρος

Διάγνωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η διάγνωση καθορίζεται από την παρουσία των κλινικών χαρακτηριστικών και από τις μοριακές γενετικές εξετάσεις. Οι μικροσυστοιχίες ανιχνεύουν τυχόν διπλασιασμούς/ελλείμματα. Η διαφορική διάγνωση περιλαμβάνει τα σύνδρομα Ντάουν, Πιτ-Χόπκινς, Σμιθ-Μαγκένις, Ρετ και το σύνδρομο μικροελλείματος 2q23.1. [1]

Τα πρώτα σημάδια μπορεί να είναι πολύ διαφορετικά. Από μια ομάδα 14 μωρών τα 5 έδειχναν φυσιολογικά κατά τη γέννηση και η ανησυχία για την ανάπτυξή τους αυξήθηκε αργότερα: δεν κατάφερναν να παρακολουθήσουν τα οπτικά ερεθίσματα, να κοιτάνε τη μητέρα τους καθώς τα τάιζε ή ο ρυθμός ανάπτυξής τους ήταν αργός. Ένα μωρό έδειχνε να αναπτύσσεται φυσιολογικά, μέχρι να ξεκινήσει ένα είδος επιληπτικών σπασμών στην ηλικία των 3 μηνών. Ένα άλλο αποτύγχανε επανειλημμένα στα τεστ ακοής. [3]

Σε 9 μωρά υπήρχαν συμπτώματα αμέσως μετά τη γέννηση ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, που κυμαίνονται από αδύναμο κλάμα, δυσκολίες στο φαγητό και ασυνήθιστα χαρακτηριστικά προσώπου (σε 2 περιπτώσεις παρέπεμπαν στο σύνδρομο Ντάουν) έως μικρό κεφάλι, κήλες στη βουβωνική χώρα και στον ομφαλό, χαλαρό λάρυγγα, καρδιακά προβλήματα, καταρράκτηςκαι επιληπτικές κρίσεις.

Συχνότητα εμφάνισης του συνδρόμου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ερευνητές και επιστήμονες, που ασχολούνται με το σύνδρομο Κλέιφστρα, έχουν εκτιμήσει ότι έχουν καταγραφεί μόνο 300 περιστατικά ασθενών με το συγκεκριμένο σύνδρομο. Ωστόσο, επειδή το σύνδρομο Kleefstra είναι μια σχετικά καινούργια γενετική κατάσταση, πιστεύεται, από κάποιους γενετιστές της επιστημονικής κοινότητας, ότι αυτή η εκτίμηση μπορεί να είναι δραματικά υψηλότερη. Μη δημοσιευμένα στοιχεία υποδεικνύουν ότι η ενημέρωση για το συγκεκριμένο σύνδρομο είναι γενικά χαμηλή, ακόμα και σε μέλη της ιατρικής κοινότητας συμπεριλαμβανομένων και γενετιστών και παιδιάτρων. Επομένως υπάρχει περιορισμένος διαγνωστικός έλεγχος για το συγκεκριμένο σύνδρομο.

Διαγνωστικοί/απεικονιστικοί έλεγχοι δε γίνονται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης (σε αντίθεση με άλλα σύνδρομο όπως είναι το σύνδρομο Down). Επιπρόσθετα, τα διαγνωστικά τεστ που γίνονται για να ταυτοποιηθεί το σύνδρομο απαιτούν μια ιατρική παραπομπή, η οποία μπορεί να μην παρέχεται από τον γιατρό, καθώς το σύνδρομο μπορεί να είναι άγνωστο σε αυτόν. Συχνά, οι ασθενείς λαμβάνουν άλλες λανθασμένες ιατρικές εξηγήσεις ή μια λιγότερο συγκεκριμένη και ευρύτερη διάγνωση. Κατά συνέπεια, η συχνότητα εμφάνισης του συνδρόμου Kleefstra είναι πιθανόν να είναι πολύ μεγαλύτερη από αυτή που εκτιμάται σήμερα. [4]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 «OrphaNet Σύνδρομο Kleefstra» (PDF). 
  2. [www.kleefstrasyndrome.com «Το Σύνδρομο Kleefstra, Μια σελίδα ενημέρωσης για ένα σπάνιο γενετικό σύνδρομο»] Check |url= value (βοήθεια). 
  3. [www.kleefstrasyndrome.org «Kleefstra Syndrome»] Check |url= value (βοήθεια). 
  4. «KIDS I.Q. Project». 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]