Σπήλαιο του Πανός στο Δαφνί

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Αρχείο:Το σπήλαιο του Πανός στο Δαφνί.JPG
Το σπήλαιο του Πανός στο Δαφνί

Το Σπήλαιο του Πανός στο Δαφνί βρίσκεται στους πρόποδες του Ποικίλου Όρους, πίσω από τη Μονή Δαφνίου και χρονολογείται στον 5ο αιώνα π.Χ. Ανακαλύφθηκε από τον Δημήτριο Καμπούρογλου λίγο μετά το 1890, κατά τη διάρκεια της έρευνας που έκανε για την Αρχαία Ιερά Οδό. Η ανασκαφή του όμως έγινε το 1932 από τον Ιωάννη Τραυλό.

Περιγραφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

To σπήλαιο έχει βάθος 11,55 μέτρα και μέγιστο πλάτος 7,8 μέτρα, έχει χωνιοειδές σχήμα με άνοιγμα προς τον Βορρά. Κατά την αρχαιότητα το άνοιγμα αυτό ήταν κλειστό και υπήρχε μόνο μία στενή είσοδος εκεί. Μπροστά από το σπήλαιο υπήρχε ένα είδος αυλής που υποστηριζόταν από αναλημματικό τοίχο 2 μέτρα βόρεια της εισόδου. Στο εσωτερικό του υπήρχε ένας μικρός τοίχος με ορθογώνιες λαξεύσεις στο δάπεδο, παρόμοιες με αυτές που υπήρχαν στην αυλή. Στην αρχαιότητα πιθανόν όλες αυτές οι επιφάνειες ήταν επιχρισμένες, καθώς υπάρχουν πολλά ίχνη κονιάματος.

Χρήση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το σπήλαιο ήταν κατά την αρχαιότητα λατρευτικό με τελετουργικές καύσεις προσφορών σε πυρές και θυσίες μικρών ζώων. Η λατρευόμενη θεότητα σύμφωνα με τον Ιωάννη Τραυλό, που έκανε τις ανασκαφές του σπηλαίου και βάση των ευρημάτων, ήταν ο θεός Πάνας. Πολλά σπήλαια στην ευρύτερη περιοχή της Αττικής ήταν αφιερωμένα στον Πάνα, καθώς λατρευόταν κυρίως σε απόμακρα σημεία από ταξιδιώτες που κατά την περιήγησή τους αναζητούσαν την προστασία του. Ο λατρευτικός σκοπός του σπηλαίου πιθανόν δε συνεχίστηκε μετά τον 5ο αιώνα π.Χ., καθώς δεν υπάρχουν άλλα ευρήματα που να μαρτυρούν περαιτέρω χρήση του. Θεωρείται όμως ότι κατά τα βυζαντινά χρόνια το σπήλαιο κατοικήθηκε για μικρό χρονικό διάστημα, από ασκητές και κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας χρησιμοποιήθηκε ως στάβλος.

Ευρήματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στους χώρους του σπηλαίου έχουν ανακαλυφθεί οστά μικρών ζώων που επιβεβαιώνουν τις τελετουργίες αλλά και τμήματα αγγείων και πήλινων ειδωλίων με ίχνη καύσης. Τα περισσότερα όστρακα και τμήματα αγγείων προέρχονταν από λουτροφόρους, με το χαρακτηριστικό πολύ στενό και υψηλό λαιμό. Αυτά τα αγγεία χρησιμοποιούνταν κυρίως στην τελετουργία των γάμων και στις κηδείες άγαμων προσώπων. Μερικά από αυτά φέρουν γραπτή διακόσμηση, μελανόμορφη και ερυθρόμορφη, με εξαιρετική τεχνοτροπία, αναπαριστώντας Σιληνούς, τον θεό Πάνα, την Αφροδίτη (μυθολογία) και άλλες γυναικείες μορφές.

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Χαϊδάρι, συνάντηση με την Ιστορία Αναστασία Λερίου, Έκδοση του Δήμου Χαϊδαρίου (2006)
  • [1] Ιστοσελίδα Δήμου Χαϊδαρίου