Σεκουριτάτε

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Κρατική Υπηρεσία Ασφαλείας
Departamentul Securității Statului
Γενικές πληροφορίες
Σύσταση30 Αυγούστου 1948 (ως Γενική Διεύθυνση Ασφαλείας)
Πρώην φορέαςΣιγκουράντα
Ειδικές Μέθοδοι Ανίχνευσης Κατασκοπείας της Ρουμανίας
Κατάργηση30 Δεκεμβρίου 1989[1]
Αντικαταστάθηκε απόΑρκετές υπηρεσίες:
Ρουμανική Υπηρεσία Πληροφοριών,
Υπηρεσία Εξωτερικών Πληροφοριών,
Υπηρεσία Προστασίας του Κράτους,
Υπηρεσία Ειδικών Τηλεπικοινωνιών,
κτλ.
ΤύποςΜυστική αστυνομία
ΔικαιοδοσίαΡουμανία
ΈδραΒουκουρέστι
Υπάλληλοι11.000 (1985)[2][3]
ΥπαγωγήΥπουργείο Εσωτερικών (1948–51, 1955–89)
Υπουργείο Κρατικής Ασφάλειας (1951–55)

Σεκιουριτάτε (Securitate) ήταν το όνομα με το οποίο ήταν γνωστή η Κρατική Υπηρεσία Ασφαλείας (ρουμανικά: Departamentul Securităţii Statului) της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Ρουμανίας.

Η Σεκιουριτάτε ιδρύθηκε στις 30 Αυγούστου του 1948 με σκοπό «να υπερασπίζεται τις δημοκρατικές κατακτήσεις και να εγγυάται την ασφάλεια της Λαϊκής Δημοκρατίας της Ρουμανίας έναντι εσωτερικών και εξωτερικών εχθρών». Αρχικά, στελεχώθηκε από υπαλλήλους της πρώην Βασιλικής Αστυνομίας, συγκεκριμένα της «Γενικής Διεύθυνσης Ασφαλείας» (Direcţia Generală a Poliţiei de Siguranţă). Σύντομα όμως απομακρύνθηκαν όλοι όσοι είχαν εργαστεί ή συνεργαστεί με την πρώην Βασιλική Αστυνομία και προσελήφθησαν ένθερμοι οπαδοί του Κομμουνιστικού Κόμματος Ρουμανίας, προκειμένου να διασφαλιστεί το απόρρητο εντός της Υπηρεσίας. Η Σεκουριτάτε ήταν, σε αναλογία με τον πληθυσμό της Ρουμανίας, μία από τις μεγαλύτερες μυστικές αστυνομικές δυνάμεις στο Ανατολικό Μπλοκ.[2]

Ο πρώτος προϋπολογισμός της Σεκιουριτάτε το 1948 περιείχε 4.641 θέσεις εργασίας, εκ των οποίων 3.549 καλύφθηκαν μέχρι τον Φεβρουάριο του 1949: το 64% ήταν εργαζόμενοι, το 4% ήταν αγρότες, το 28% ήταν υπάλληλοι, το 2% άτομα απροσδιόριστης καταγωγής και το 2% ήταν διανοούμενοι.

Ως το 1951, το προσωπικό της Σεκιουριτάτε είχε πενταπλασιαστεί. Τον Ιανουάριο του 1956 η Σεκιουριτάτε είχε εργατικό δυναμικό 25.468 υπαλλήλων.[4]

Η Σεκουριτάτε χρησιμοποίησε ένα τεράστιο δίκτυο πληροφοριοδοτών, ουσιαστικά εκβιάζοντας πολίτες να καταδώσουν συγγενείς και φίλους που μπορεί να είχαν αντικαθεστωτική συμπεριφορά. Οι πληροφοριοδότες υπέγραφαν συμφωνητικό, με το οποίο υπόσχονταν να «πληροφορήσουν το κράτος για τυχόν απειλή». Οι πληροφοριοδότες κάλυπταν ολόκληρη την κοινωνική διαστρωμάτωση της χώρας, από εργάτες εργοστασίων μέχρι ιερείς κάθε δόγματος, οι οποίοι υποχρεούνταν να υποβάλλουν εβδομαδιαίες αναφορές για τη δραστηριότητα των ενοριτών τους.

Η μεθοδολογία της Σεκουριτάτε είναι αυτή ακριβώς που χρησιμοποιούσαν και άλλες Υπηρεσίες Ασφαλείας ανά τον κόσμο. Περιλάμβανε τοποθέτηση «κοριών» σε σπίτια και χώρους εργασίας, υποκλοπή τηλεφωνικών συνδιαλέξεων, διακοπή διεθνών τηλεφωνικών κλήσεων, κ. ά. Η Υπηρεσία επίσης είχε απόλυτο έλεγχο επί της εισόδου και εξόδου από τη χώρα. Στην πραγματικότητα, μόνο μέλη του κόμματος επιτρεπόταν να ταξιδέψουν στο εξωτερικό, ενώ όποιος άλλος πολίτης αιτούνταν κάτι τέτοιο, θέτονταν αυτομάτως υπό παρακολούθηση.

Η Σεκιουριτάτε καταργήθηκε με την πτώση του καθεστώτος Τσαουσέσκου στα τέλη του 1989. Αν και μέχρι το 2005 θεωρούταν ότι η Σεκιουριτάτε ήταν απόλυτα πιστή στο καθεστώς, άρθρα που δημοσιεύτηκαν εκείνη την εποχή σε εφημερίδες της χώρας υποστήριζαν ότι εντός της Υπηρεσίας υπήρχαν κάποιοι που εργάζονταν κατά του καθεστώτος, και μάλιστα συνέβαλαν στην κατάρρευσή του. Τέλος, πολλοί εκατομμυριούχοι σήμερα στη Ρουμανία θεωρείται (ή έχει αποδειχθεί) ότι πλούτισαν χάρη στις διασυνδέσεις που είχαν με τη Σεκιουριτάτε.

Στο απόγειό της, η Σεκιουριτάτε απασχολούσε περίπου 11.000 πράκτορες και είχε μισό εκατομμύριο πληροφοριοδότες[2] για μια χώρα με πληθυσμό 22 εκατομμυρίων κατοίκων το 1985.[3] Υπό τον Τσαουσέσκου, η Σεκιουριτάτε ήταν μία από τις πιο βίαιες μυστικές αστυνομικές δυνάμεις στον κόσμο, υπεύθυνες για τις συλλήψεις, τα βασανιστήρια και τους θανάτους χιλιάδων ανθρώπων.[2]

Η Σεκιουριτάτε και το καθεστώς Τσαουσέσκου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1951 η Σεκιουριτάτε ανέλαβε την συστηματική εξόντωση των πολιτικών αντιπάλων του καθεστώς Τσαουσέσκου. Είχε υπό τον έλεγχο της τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, επέβαλε φανερά τη λογοκρισία, ακόμη πραγματοποιούσε έλεγχο στις τηλεφωνικές επικοινωνίες, όπως επίσης και στην προσωπική αλληλογραφία μεταξύ των πολιτών. Κατά τη διάρκεια διακυβέρνησης του Νικολάε Τσαουσέσκου εκτιμάται ότι πάνω από 1.000.000 άνθρωποι εξαναγκάστηκαν να δώσουν πληροφορίες και στοιχεία συμπολιτών τους στην μυστική υπηρεσία της Σεκιουριτάτε. Η υπηρεσία είχε την δικαιοδοσία να συλλαμβάνει και να προφυλακίζει όποιον θεωρούσε ταξικό εχθρό, ακόμη κι αν δεν διέθετε επαρκή στοιχεία για να το κάνει αυτό. Επίσης σε πολλές περιπτώσεις, αφαιρούσε αυθαίρετα από τους συλληφθέντες το δικαίωμα να περάσουν από δίκη. Η μυστική αυτή υπηρεσία ήταν πολύ ισχυρή και ουσιαστικά λειτουργούσε σαν ένα κράτος εν κράτει, καθώς είχε τη δυνατότητα να λογοδοτεί για τις ενέργειες τις, μονάχα στον ίδιο τον Πρόεδρο Τσαουσέσκου.

Η Σεκιουριτάτε ανέλαβε την οργάνωση στρατοπέδων καταναγκαστικής εργασίας, τα οποία απαρτίζονταν κυρίως από φυλακισμένους που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή καναλιού – γνωστό και ως κανάλι του θανάτου- είχε μήκος από τον Δούναβη μέχρι τη Μαύρη Θάλασσα. Οι περισσότεροι εργάτες πέθαναν από τις κακουχίες και τις άθλιες συνθήκες που επικρατούσαν κατά τη διάρκεια υλοποίησης του έργου. Παρόλα αυτά, η κατασκευή δεν σταμάτησε καθώς θεωρήθηκε ως ευκαιρία για την εξόντωση ανεπιθύμητων μειονοτήτων Τρανσυλβάνων, Ούγγρων και Μολδαβών που ως τότε ζούσαν στο εσωτερικό της Ρουμανίας.

Σύμφωνα μάλιστα, με μια εκδοχή ιστορικών αλλά και παλαιών μελών της υπηρεσίας, η Σεκιουριτάτε απαρτίζονταν σε μεγάλο βαθμό από παιδιά αντιφρονούντων του καθεστώτος. Τα παιδιά αυτά απομακρύνθηκαν από τις οικογένειες τους, μεγάλωσαν σε ορφανοτροφεία όπου γαλουχήθηκαν με την ιδέα που πρέσβευε το καθεστώς ώστε ν το υπηρετήσουν πιστά.

Η διάλυση της Σεκιουριτάτε[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η πτώση του καθεστώτος Τσαουσέσκου σήμανε ταυτόχρονα και την διάλυση της μυστικής υπηρεσίας της Σεκιουριτάτε στην οποία ο ίδιος ο Νικολάε Τσαουσέσκου είχε δώσει τόση μεγάλη δύναμη. Τον Δεκέμβρη του 1989 , έπειτα από μια περίοδο εσωτερικών αναταραχών και έντονων αποδοκιμασιών προς τον πρόεδρο Τσαουσέσκου, ο ρουμανικός λαός προχώρησε σε εξέγερση ζητώντας την απομάκρυνση του από την διακυβέρνηση της χώρας. Η Σεκιουριτάτε διαδραμάτισε σημαντικότατο ρόλο, καθώς υπερασπίστηκε σθεναρά την πολιτική του καθεστώτος, τον πρόεδρο και την οικογένειά του. Ωστόσο, παρά τη δύναμη της δεν μπόρεσε να αποτρέψει την πτώση.

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. «DECRET nr.33 din 30 decembrie 1989 privind desfiintarea Departamentului securitatii statului». www.cdep.ro. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 14 Αυγούστου 2018. Ανακτήθηκε στις 24 Δεκεμβρίου 2018. 
  2. 2,0 2,1 2,2 2,3 Craig S. Smith, "Eastern Europe Struggles to Purge Security Services", The New York Times, December 12, 2006
  3. 3,0 3,1 Turnock 1997, σελ. 15
  4. Cristian Troncota, "Securitatea: Începuturile" Αρχειοθετήθηκε 2007-12-12 στο Wayback Machine., Magazin Istoric, 1998