Ντούλα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η ντούλα ήταν ένδυμα παλαιότερων εποχών, πολύπτυχη φούστα ραμμένη σε ένα μπούστο. Ουσιαστικά έμοιαζε με αμάνικο φουστάνι.[1]

Η λέξη «ντούλα» πιθανόν έχει γαλλική προέλευση. Παράγεται από τη λέξη onde-κύμα, ondulation-κυματισμός και σημαίνει «κυματοειδής φούστα». Για τη ραφή της χρησιμοποιούσαν χασέ αμερικάνικο, γομαρισμένο και γυαλωμένο. Πρώτα την έραβαν και κατόπιν  την πήγαιναν στον βαφέα. Χρειαζόταν πολύ ύφασμα για κάθε ντούλα. Για τον λόγο αυτό τις έλεγαν «οχτάφυλλα φουστάνια».  

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Παπαντωνίου, Ιωάννα (2000). Η ελληνική ενδυμασία από την αρχαιότητα ως τις αρχές του 20ού αιώνα. Αθήνα: Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος. σελ. 116. ISBN 960-7059-10-7. 

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Εφημερίδα Καθημερινή, Επτά Ημέρες, 14 Μαΐου 2000