Μπαζίνα, κόρη του Χιλπέριχου Α΄

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μπαζίνα, κόρη του Χιλπέριχου Α΄
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση560 (περίπου)
Θάνατος620 (περίπου)
Τόπος ταφήςHoly Cross Abbey
ΚατοικίαHoly Cross Abbey
Χώρα πολιτογράφησηςΦραγκία
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταμοναχή
Περίοδος ακμής590
Οικογένεια
ΓονείςΧιλπέριχος Α΄ και Αυδοβέρα[1]
ΑδέλφιαMerovech of Soissons[2]
Χλωτάριος Β΄[1]
Θευδεβέρτος του Σουασσόν[2]
Clovis[1]
Χλοδεβέρτος[3]
Σαμσών[3]
Δαγοβέρτος[3]
Θευδέριχος[3]
Ριγούνθα[1]
Childesinda[1]
ΟικογένειαΜεροβίγγειοι[1]

Η Μπαζίνα, Basina, (άκμασε το 590) από τον Οίκο των Μεροβιγγείων, ήταν πριγκίπισσα των Φράγκων, κόρη και μικρότερο παιδί του Χιλπέριχου Α΄, βασιλιά τού Σουασόν (αργότερα Νευστρίας) και της πρώτης συζύγου του Αυδόβερας. Αφού επέζησε από τη δολοφονία της οικογένειάς της, έγινε μοναχή. Αργότερα ηγήθηκε μίας εξέγερσης από μία ομάδα μοναχών, συμβάν που έγινε σκάνδαλο σε όλη την περιοχή. Αυτό το γεγονός εξιστορήθηκε από τον επίσκοπο και άγιο, Γρηγόριο του Τουρ, ο οποίος ήταν ένας από τους επισκόπους, που επιλέχθηκαν για να διευθετήσουν το θέμα. [4]

Βιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πρώιμη ζωή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 580 μία επιδημία δυσεντερίας σάρωσε τη Γαλατία και ταλαιπώρησε τον βασιλιά, επίσης σκότωσε όλα τα εναπομείναντα παιδιά του, εκτός από τη Μπαζίνα και τους αδελφούς της Κλόβι και Μέροβεχ (ο τελευταίος αργότερα νυμφεύτηκε τη Μπρουνχίλντα). Η Φρεδεγόνδη, η τρίτη σύζυγος του Χιλπέριχου, προσπάθησε να άρει το εμπόδιο για τη διαδοχή των δικών της παιδιών, στέλνοντας τον Κλόβι στο Μπερνύ, όπου η επιδημία ήταν ισχυρή. Αυτό απέτυχε να τον σκοτώσει, έτσι τον έβαλε να δολοφονηθεί μαζί με τη μητέρα του, την αποκηρυγμένη Aυδοβέρα. Για τη δική της ασφάλεια, η Μπαζίνα, στάλθηκε στο αβαείο του Τιμίου Σταυρού στο Πουατιέ. Το αβαείο είχε ιδρυθεί από τη Ραδεγούνδη, μία πριγκίπισσα της Θουρίγγιας που σκλαβώθηκε και αργότερα έγινε σύζυγος του Χλοτάρ Α' (πάππου της Μπαζίνας). Η άτεκνη Ραδεγούνδη είχε αφήσει τον σύζυγό της για να ακολουθήσει θρησκευτική ζωή, απολαμβάνοντας εκκλησιαστική υποστήριξη.

Μοναστική εξέγερση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 589 η Μπαζίνα ενώθηκε με την πρώτη της εξαδέλφη, Κλοτίλδα, κόρη του Χαριβέρτ Α΄, σε εξέγερση εναντίον της ηγουμένης του μοναστηριού τους, Λεμποβέρ (Leubovère), την οποία κατηγόρησαν τόσο για υπερβολική αυστηρότητα με τη μοναστική κοινότητα, όσο και για ανηθικότητα. Την Κυριακή των Βαΐων εκείνου του έτους, η Κλοτίλδα ηγήθηκε μίας απόσχισης από μία ομάδα αποστατών μοναχών, που εγκατέλειψαν το αβαείο και κατέφυγαν στη Μεγάλη Εκκλησία του Αγίου Ιλαρίου, όπου προχώρησαν στη συγκέντρωση ανδρών, κυρίως εγκληματιών. Τους διέταξαν να απαγάγουν την ηγουμένη. Ασκώντας βία καθώς πήγαιναν στο αβαείο, οι κακοποιοί της εξεγερμένης Μπαζίνας πήγαν στην εκκλησία τού αβαείου, όπου είχε καταφύγει η ανάπηρη ηγουμένη. Πρώτα, όμως, κατά λάθος άρπαξαν την προϊσταμένη του αβαείου, την Ιουστίνα, η οποία έτυχε να είναι ανιψιά του Γρηγορίου τού Τουρ. Τελικά συνειδητοποιώντας το λάθος τους, επέστρεψαν στο αβαείο, όπου κατέλαβαν με επιτυχία τη Λεμποβέρ. Η απαχθείσα ηγουμένη φυλακίστηκε υπό το βλέμμα της Μπαζίνα και οι τραμπούκοι, που είχαν στρατολογηθεί από τις εξεγερμένες καλόγριες, άρχισαν να λεηλατούν το αβαείο. [4]

Ο επίσκοπος της πόλης ήταν τόσο εξοργισμένος από αυτή την εξέλιξη των γεγονότων, που απείλησε να ακυρώσει όλες τις ακολουθίες για τον εορτασμό της Μεγάλης Εβδομάδας, εκτός και αν απελευθερωνόταν η Λεμποβέρ. Τελικά τη βοήθησε να ξεφύγει από την αιχμαλωσία της κάποιος Φλαβιανός. [4]

Όταν η Κλοτίλδα έγινε πολύ αλαζονική για να αρέσει στον εξάδερφό της, η Μπαζίνα έκανε ειρήνη με τη Λεμποβέρ. Ωστόσο τα πράγματα δεν επανήλθαν στην κανονικότητα με αυτό. Η βία συνέχισε να ξεσπά στην ίδια την εκκλησία τού αβαείου και, σύμφωνα με τα λόγια του Γρηγόριου, δεν πέρασε σχεδόν ούτε μία ημέρα χωρίς φόνο, ούτε μία ώρα χωρίς καυγά, ούτε μία στιγμή χωρίς δάκρυα. Αυτό έκανε τον βασιλιά Χιλδεβέρτ Β΄ της Αυστρασίας να προτείνει στον θείο του, Γκούντραμ της Βουργουνδίας να στείλουν κοινές πρεσβείες των επισκόπων τους, για να αντιμετωπίσουν το περιστατικό σύμφωνα με το εκκλησιαστικό δίκαιο. Ο Γρηγόριος επίσκοπος της Τουρ, ο χρονικογράφος, διατάχθηκε να πάει, μαζί με τον Εβρέγιζελ επίσκοπο της Κολωνίας, τον Mαροβέο επίσκοπος του Πουατιέ, και τον Γουνδέγιζελ επίσκοπο του Μπορντό, στην ταραχή, αλλά ο Γρηγόριος απαίτησε από τον Μάκκο κόμη του Πουατού, να την καταπνίξει πρώτα με το χέρι του νόμου. Επειδή η κοσμική απάντηση ήταν ανεπαρκής, οι επίσκοποι συγκεντρώθηκαν στο Πουατιέ και εξέδωσαν μία απόφαση, που αποκατέστησε την ηγουμένη και την κήρυττε αθώα για τυχόν εγκλήματα, για τα οποία την είχαν κατηγορήσει οι επαναστάτες. Τα εξαδέλφια αφορίστηκαν. [4]

Μετέπειτα ζωή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 590 τόσο η Κλοτίλδα, όσο και η Μπαζίνα αμνηστεύτηκαν από τον βασιλιά Χιλδεβέρτο και η Μπαζίνα επέστρεψε στο μοναστήρι της και έζησε εκεί, μέχρι το τέλος της, υπακούοντας. Η Κλοτίλδα, από την άλλη πλευρά, έλαβε εδάφη από τη μητέρα του βασιλιά, βασίλισσα Μπρουνχίλντα, όπου κυβέρνησε μέχρι τον θάνατό της. [4]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]