Μαρί Νικόλ ντ' Ολιβά

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Νικόλ ντ'Ολιβά
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση1761
Παρίσι
Θάνατος1789
Φοντεναί-σου-Μπουά
Χώρα πολιτογράφησηςΒασίλειο της Γαλλίας
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταιερόδουλη
εταίρα
συγγραφέας απομνημονευμάτων

Η Μαρί Νικόλ Λεγκαί ντ' Ολιβά[1] (Σεπτέμβριος 1761-1789) ήταν Γαλλίδα ιερόδουλη διάσημη για την εμπλοκή της στην υπόθεση του περιδέραιου, ένα από τα πολλά σκάνδαλα που συνδέονται με το ξέσπασμα της Γαλλικής Επανάστασης και την καταστροφή της μοναρχίας στη Γαλλία.

Βιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Νικόλ γεννήθηκε στο Παρίσι, και ήταν κόρη του μικροαστού Κλοντ Λε Γκουαί και της συζύγου του Μαργκαρίτ Νταβίντ.[2]. Προερχόταν από μια έντιμη αλλά ταπεινή οικογένεια. Ωστόσο, στα απομνημονεύματά της , η Νικόλ αναφέρει πως «η πρώτη της ατυχία ήταν να μείνει ορφανή από πολύ νωρίς, στερούμενη έτσι τη φροντίδα και την επίβλεψη των γονιών της, η οποία θα την είχε βοηθήσει στο να αποφύγει κινδύνους και να μην είναι απροστάτευτη στην παιδική της ηλικία».[2] Χωρίς λοιπόν ευκαιρίες στη ζωή και για λόγους επιβίωσης, η Νικόλ, αναγκάστηκε να στραφεί στην πορνεία. «Επιστράτευσε όλης της την γοητεία», συχνάζοντας στους κύκλους του Βασιλικού Παλατιού, που ήταν το επίκεντρο της ακολασίας στα τέλη του 18ου αιώνα. Ως νόμιμος ιδιοκτήτης, ο Δούκα της Ορλεάνης, επέτρεπε το παλάτι να είναι ανοιχτό για το κοινό. Εκεί έβρισκε κανείς καταστήματα, φαγητό, μέρη για περιπάτους και εκθέσεις, ακόμη και μια όπερα, ενώ ήταν επίσης ένα μέρος που συνήθιζαν να προτιμούν πολλές πόρνες της πόλης. Λόγω της μεγάλης ομοιότητάς της με τη Μαρία Αντουανέτα, οι πελάτες της συνήθιζαν να την αποκαλούν με το παρατσούκλι «η μικρή βασίλισσα».

Την άνοιξη του 1784, η Νικόλ βρισκόταν σε μια καφετέρια συντρόφια με ένα αγόρι,[2] γιο ενός φίλου της, όταν παρατήρησε ότι ένας άντρας την παρακολουθούσε. Αργότερα τον είδε ξανά στο Βασιλικό Παλάτι. Σύμφωνα με την μαρτυρία της Νικόλ, μια μέρα καθώς περπατούσε στην οδό Ντι Ζούρ, ο ίδιος άνδρας άρχισε να την ακολουθεί και στην συνέχεια χτύπησε την πόρτα της, αναφέροντας ότι είχε καλές προθέσεις. Εκείνη του επέτρεψε να της μιλήσει.[2] Ο άντρας συστήθηκε ως Κόμης Νικολά ντε λα Μοτ, παντρεμένος με την Ζαν , κόμισσα της λα Μοτ. Ο Νικολά, ο οποίος χρειαζόταν τη συνεργασία της Νικόλ για την υλοποίηση ενός σχεδίου, προσπάθησε να κερδίσει την εμπιστοσύνη της εντυπωσιάζοντάς την με τη στρατιωτική του στολή και λέγοντάς της φανταστικές ιστορίες για τη φιλία της γυναίκας του με τη Μαρία Αντουανέτα. Η Νικόλ, όντας μια απλή νεαρή γυναίκα, ξεγελάστηκε πολύ εύκολα και πίστεψε ότι της έλεγε την αλήθεια. Όταν συνάντησε από κοντά την κόμισσα, εκείνη της ζήτησε την βοήθειά της για να πραγματοποιήσει μια αποστολή που της είχε αναθέσει η βασίλισσα. Η αποστολή περιλάμβανε το να κάνουν μια φάρσα σε ένα άτομο (τον Καρδινάλιο ντε Ροάν) στους κήπους του παλατιού των Βερσαλλιών, και γι’ αυτή της την συμμέτοχη η Νικόλ θα λάμβανε ως αμοιβή δεκαπέντε χιλιάδες φράγκα. Σύμφωνα με την Ζαν, η Μαρία Αντουανέτα, θα τους παρακολουθούσε από ένα κρυφό μέρος, και θα ήταν πολλή ευχαριστημένη αν η Νικόλ έπαιζε πειστικά τον ρόλο της. Η Νικόλ δέχτηκε να το κάνει.[2]

Ένα βράδυ, κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού του 1784, η Νικόλ εμφανίστηκε φορώντας ένα λευκό φόρεμα, το οποίο ήταν πιστό αντίγραφο ενός φορέματος της βασίλισσας, και ένα καπέλο με πλατύ γείσο για να κρύβει τα χαρακτηριστικά της. Επίσης, της δόθηκε ένα τριαντάφυλλο και ένα γράμμα καθώς μεταφερόταν στους κήπους των Βερσαλλιών. Εκεί, η Νικόλ μπήκε στο δάσος της Αφροδίτης. Σε λίγο εμφανίστηκε ο Καρδινάλιος ντε Ροχάν, ο οποίος την πλησίασε. Η Νικόλ είχε εντολές να παραδώσει το τριαντάφυλλο που κρατούσε με τις ακόλουθες λέξεις: "Ξέρεις τι σημαίνει αυτό." Ωστόσο, ξέχασε να παραδώσει την επιστολή που της είχε ανατεθεί να δώσει στον Καρδινάλιο. Εν τω μεταξύ εμφανίστηκε ενώπιων τους η κόμισσα και τους διέκοψε, υποστηρίζοντας ότι κάποιος πλησίαζε. Έτσι όλοι διασκορπίστηκαν και εγκατέλειψαν το μέρος.[2]

Αυτό το αστείο ήταν μια απάτη που επινοήθηκε από την Κόμισσα ντε λα Μοτ. Ο Ρετώ ντε Βιλέτ, ο εραστής της κόμισσας και εξειδικευμένος πλαστογράφος, είχε γράψει αρκετές επιστολές, μιμούμενος τη γραφή της Μαρίας Αντουανέτας που απευθυνόταν στη Ζαν. Σε αυτές, η βασίλισσα δήλωνε ότι ήθελε να αποκτήσει ένα πολυτελές περιδέραιο με διαμάντια, αλλά δεν μπορούσε να το αγοράσει άμεσα, λόγω της απροθυμίας του Λουδοβίκου ΙΣΤ’ να καλύψει ένα τόσο υψηλό κόστος ενόψει της ευαίσθητης οικονομικής κατάστασης της χώρας. Ανέφερε την ελπίδα της ότι ως προσωπική χάρη ο Καρδινάλιο ντε Ροάν θα αποκτούσε για εκείνη το κόσμημα στο όνομά του. Η Ζαν έπαιξε το ρόλο του ενδιάμεσου σε ολόκληρη την φάρσα. Μετά τη σύναψη σύμβασης, στην οποία η πώληση του κοσμήματος θα παραδινόταν στον Καρδινάλιο, καθορίστηκε το ποσό πληρωμής, το οποίο ήταν ένα εκατομμύριο εξακόσιες χιλιάδες λίρες, πληρωτέες σε τέσσερις μηνιαίες δόσεις. Επίσης δηλωνόταν ότι η Μαρία Αντουανέτα θα ήταν αυτή που θα αποπλήρωνε το ποσό. Τελικά το περιδέραιο δόθηκε στην Ζαν[3] για να το παραδώσει στη βασίλισσα , και ο σύζυγός της Νικολά άρχισε να πουλάει τα διαμάντια στο Παρίσι και το Λονδίνο, μετά την αποσυναρμολόγηση του κοσμήματος.

Τους επόμενους μήνες μετά από αυτή τη συνάντηση στο δάσος, η Νικόλ έγινε μέλος του κοινωνικού κύκλου της Ζαν, και συστηνόταν ως βαρόνη της Ολιβά. Κάποια μέρα, η Νικόλ και η κόμισσα παρακολούθησαν μια κωμική παράσταση με τίτλο «Οι Γάμοι του Φίγκαρο», ένα σκανδαλώδες έργο του Πιερ-Μπωμαρσαί, στο οποίο εμφανίστηκαν οι υπηρέτριες ντυμένες ως κόμισσες, με σαφή παραλληλισμό του γεγονότος που συνέβη στο δάσος της Αφροδίτης. Για κάποιο λόγο όμως, το μήνα Νοέμβριο ή Δεκέμβριο του 1784, οι σχέσεις μεταξύ των Κόμηδων Ντε Λα Μοτ και της Νικόλ έγιναν απόμακρες, γι' αυτό εκείνη επέστρεψε στο σπίτι της.

Η απάτη, γνωστή ως "υπόθεση περιδέραιο", ανακαλύφθηκε το καλοκαίρι του 1785, με τη Ζαν και τους συνεργούς της να συλλαμβάνονται. Η Νικόλ συνελήφθη στις Βρυξέλλες στις 16 Οκτωβρίου 1785 ενώ συνοδευόταν από έναν άντρα που ονομαζόταν Τουσαίν ντε Μποζίρ. Αφού και οι δύο εκδόθηκαν στο Παρίσι, η Νικόλ φυλακίστηκε στη Βαστίλη , όπου γέννησε ένα παιδί. Εντούτοις , η δημόσια δίκη που διεξήχθη, είχε ως αποτέλεσμα η Νικόλ και ο Καρδινάλιος να αθωωθούν, με τον δεύτερο να εξορίζεται με εντολή του βασιλιά. Ο Ντε Βιλέτ βρέθηκε ένοχος πλαστογραφίας και καταδικάστηκε σε εξορία, ενώ ο Κόμης Καλιόστρο, που εμπλέκετο επίσης στην υπόθεση, απελάθηκε από τη Γαλλία με εντολή του Λουδοβίκου ΙΣΤ’, παρόλο που αθωώθηκε. Από την πλευρά της, η Ζαν κρίθηκε ένοχη και καταδικάστηκε σε μαστίγωμα, στιγματισμό με καυτό σίδερο και σε ισόβια φυλάκιση. Ο Νικολά δεν συνελήφθη ποτέ επειδή ήταν στο Λονδίνο,[4] αν και καταδικάστηκε.

Μετά τη δίκη, η Νικόλ άρχισε να ζει μια ήσυχη ζωή και απομακρύνθηκε από την πορνεία, έχοντας πιθανόν μια σύντομη ερωτική σχέση με τον δικηγόρο που την είχε υπερασπιστεί. Όσο για τον Τουσαίν ντε Μποζίρ, τον πατέρας του γιου που είχε γεννήσει η Νικόλ στη φυλακή,[2] εκείνος τελικά την εγκατέλειψε. Η Νικόλ πέθανε σε ένα μοναστήρι που βρίσκεται στο Φοντεναί-σου-Μπουά, το 1789 σε ηλικία είκοσι οκτώ ετών.

Φιλμογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί Σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Πληροφορίες από το Βρετανικό Μουσείο [1]
  • Τα "διαμάντια" της Μαρίας Αντουανέτας: Η απίστευτη αληθινή ιστορία της υπόθεσης του διαμαντένιου κολιέ [2]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]