Κυτοσίνη

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η κυτοσίνη είναι μία από τις πέντε αζωτούχες βάσεις που απαρτίζουν τα μόρια των νουκλεικών οξέων. Χημικά είναι παράγωγο της πυριμιδίνης και σχηματίζει με την πουρινική βάση του DNA γουανίνη, τρεις δεσμούς υδρογόνου.

Ο μοριακός της τύπος είναι C4H5N3Ο και η κατά IUPAC ονομασία της 4-αμινο-1H-πυριμιδίνη-2-ένα. Το μοριακό της βάρος είναι 111,3.

Ανακαλύφθηκε το 1894 από τον Γερμανό χημικό Άλμπρεχτ Κόσελ (Albrecht Kossel). Το 1903 επιτεύχθηκε συνθετική της παρασκευή και αποσαφηνίστηκε η χημική της δομή, η οποία είχε προταθεί επίσης το 1903.[1]. Το νουκλεοσίδιό της (με ριβόζη ως πεντόζη) ονομάζεται κυτιδίνη, το οποίο μπορεί να φωσφορυλιωθεί δίνοντας μονο-, δι- ή τρι-φωσφορική κυτιδίνη. Τα νουκλεοσίδια αυτά παίζουν σημαντικό ρόλο στο μεταβολισμό του κυττάρου: Η τριφωσφορική κυτιδίνη δρα ως συνένζυμο στο μεταβολισμό λιπιδίων και υδατανθράκων, επειδή μπορεί εύκολα να αποδώσει τη μία φωσφορική της ρίζα στο αντίστοιχο νουκλεοσίδιο της αδενίνης, τη διφωσφορική αδενοσίνη, προς σχηματισμό τριφωσφορικής αδενοσίνης, μόριο που αποτελεί το "ενεργειακό νόμισμα" των ζωντανών οργανισμών.

Χημικά, η κυτοσίνη είναι σχετικά ασταθής και να υποστεί τυχαία απαμίνωση, οπότε και μετατρέπεται σε ουρακίλη. Αυτή η διαδικασία οδηγεί σε σημειακή μετάλλαξη, η οποία στις περισσότερες περιπτώσεις αποτρέπεται από την παρέμβαση των επανορθωτικών ενζύμων του DNA.

Πηγές- Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]