Καλλιέργεια μακροφυκών και οικονομία

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η κατανάλωση και καλλιέργεια μακροφυκών παραδοσιακά στην Άπω Ανατολή και νοτιοανατολική Ασία για αρκετούς αιώνες και αποτελούσαν μια καλή πηγή εσόδων, διατροφικών και θρεπτικών συστατικών. Τις τελευταίες δεκαετίες το αυξημένο ενδιαφέρον για τα φύκη και η αυξημένη ζήτηση για πολλαπλούς λόγους, επιτρέπουν σε αρκετές χώρες να επενδύουν σε αυτήν την επιχειρηματική κατεύθυνση.[8]

Χώρες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραδοσιακές χώρες καλλιέργειας μακροφυκών σε μεγάλη κλίμακα αποτελούν η Κίνα, Ινδονησία, Φιλιππίνες, Κορέα (Βόρεια και Νότια), Μαλαισία και Ιαπωνία.[5] Τα τελευταία χρόνια η Ευρωπαϊκή ζήτηση έχει αυξηθεί, πράγμα που οδήγησε ευρωπαϊκές χώρες να ξεκινήσουν οι ίδιες την καλλιέργεια για να καλύψουν τις ανάγκες τους. Τέτοιες χώρες είναι είναι η Νορβηγία, Γαλλία, Ιρλανδία, Ισλανδία, Ιταλία, Πορτογαλία και Ισπανία.[7]

Πίνακας 1: Σημαντικότερες χώρες παραγωγής μακροφυκών και οι ποσότητες (τόνοι) που παρήγαγαν την περίοδο 1970-2011.[1]

Χώρες παραγωγής Τόνοι παραγωγής
Κίνα 141.563
Φιλιππίνες 19.080
Β. Κορέα 18.745
Ιαπωνία 15.887
Ν. Κορέα 15.738

Είδη και γένη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Είδη μακροφυκών που χρησιμοποιούνται για καλλιέργεια σε μεγάλη κλίμακα είναι τα ακόλουθα: Kappaphycus alvarezii, Laminaria, Eucheuma spp, Undaria sp (κοινή ονομασία Wakame), Porphyra (κοινή ονομασία Nori) και Gracilaria lemaeiformis. Στην Ευρώπη και συγκεκριμένα στην Ιρλανδία πρωτεύων είδος αποτελεί το Ascophyllum nodosum.[6][1]

Οικονομία και παραγωγή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η καλλιέργεια μακροφυκών αποτελεί έναν από τους γρήγορα αναπτυσσόμενους τομείς σε παγκόσμιο επίπεδο με την Ευρώπη να έχει μεγάλο μέλλον μπροστά της. Οι επιχειρηματικοί ορίζοντες που εμφανίζονται μπροστά της αποδεικνύονται με αριθμούς και αναλύσεις από χώρες εντός της Ευρώπης που αποτέλεσαν τις τελευταίες δύο δεκαετίες τους πυλώνες για την εγκατάσταση γενικότερα των υδατοκαλλιεργειών. Παρατηρείται προώθηση για καλλιέργεια μακροφυκών από κρατικούς φορείς αλλά και αρκετούς ιδιωτικούς φορείς.[5] Σε αυτούς συμπεριλαμβάνονται Πανεπιστήμια, ιδιώτες, ανεξάρτητοι και μη ερευνητές, φαρμακευτικές εταιρίες, βιομηχανίες και εταιρίες τροφίμων, ενεργειακοί φορείς κτλ. Η χρήση τους είναι πολλαπλή, για αυτό προσελκύει το επενδυτικό ενδιαφέρον.[5] Η βιομάζα μπορεί να χρησιμοποιηθεί για ανθρωπινή κατανάλωση, για ζωική τροφή, στην βιομηχανία καλλυντικών, για φαρμακευτικούς σκοπούς καθώς και στην παραγωγή βιοκαυσίμων.[1][3] Η παγκόσμια παραγωγή βιομάζας μακροφυκών δε μπορεί να προσδιοριστεί με απόλυτη σαφήνεια γεγονός που οφείλεται κατά κύριο λόγο στο γεγονός ότι η βιομάζα μπορεί να προσδιορίζεται με μορφή ξηρής ή νωπής βιομάζας καθώς και στην απουσία σήμανσης του είδους ή γένους του μακροφύκους που συλλέγεται.[3] Σύμφωνα όμως με εκτιμήσεις από παγκόσμιες βάσεις δεδομένων υδατοκαλλιεργειών για το έτος 2004, η συγκομιδή συνολικά από κάθε είδους καλλιέργειας ανέρχεται σε 13,9 εκατομμύρια τόνους, όπου μόνο 1,8 εκατομμύρια τόνοι προέρχονται από κλειστές καλλιέργειες.[3] Η μεγαλύτερη ποσότητα συλλέγεται από παράκτιες εκτάσεις, κάτι που προϋποθέτει σκληρή εργασία για την συγκομιδή. Σε αυτές τις περιπτώσεις γίνεται και χρήση αρχικών ατόμων μακροφυκών, τα οποία βρίσκονται στο κατάλληλο αναπτυξιακό στάδιο. Στην Κίνα το κόστος για ένα αρχικό άτομο ανέρχεται στα 50$-60$ και συνήθως κάθε έκταση χρειάζεται περίπου 50.000 για να αποτελεί κερδοφόρα επένδυση.[3] Ένα μικρό μόνο ποσοστό προέρχεται από πειραματικές εκτατικές εγκαταστάσεις στην χέρσο. Η αγορά για τις καλλιεργήσιμες ποσότητες ανέρχεται στα 5,5-6 δις δολάρια (καταγραφή το 2003) όπου το μεγαλύτερο ποσοστό είναι βρώσιμο προϊόν και πλούσιο σε πολυσακχαρίτες.[3]

Παράγοντες που επηρεάζουν την τιμή και την αγορά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η τιμή και η ποιότητα της βιομάζας επηρεάζεται άμεσα από τον τομέα της χρήσης της και την επεξεργασία που έχει δεχθεί. Ανάλογα με τις ανάγκες κάθε τομέα, με βασικά κριτήρια πάντα την καθαρότητα και την τιμή του τελικού προϊόντος, έρχονται και δευτερεύοντες παράγοντες που επηρεάζουν έμμεσα (κάποιες άμεσα) την τιμή της βιομάζας ανά κιλό ή τόνο.[3] Στον τομέα της επεξεργασίας της βιομάζας η τελική τιμή επηρεάζεται από παράγοντες όπως ο αριθμός των ατόμων που εργάζονται, τα μηχανήματα και ο εξοπλισμός που απαιτείται, οι εγκαταστάσεις, το κόστος παραγωγής ενέργειας κ.α. Τελικό στάδιο αποτελούν οι διάφοροι δασμοί, ανταγωνισμός, προδιαγραφές, κρατικοί φόροι, έξοδα διαφήμισης και έρευνας.[3]

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Dennis J. McHugh, (2003), A guide to the seaweed industry, Rome, FOOD AND AGRICULTURE ORGANIZATION OF THE UNITED NATIONS, Paper 441.
  2. Ευρυδίκη Π.Κωσταράκη, (2001), Φύκη, Αθήνα: Ευρυδίκη Π.Κωσταράκη, Κεφάλαιο 4, σελίδες 81-86.
  3. G. Roesijadi, A.E. Copping, M.H. Huesemann, J. Forster and J.R. Benemann, (2008), Techno-Economic Feasibility Analysis of Offshore Seaweed Farming for Bioenergy and Biobased Products, Battelle Pacific Northwest Division.
  4. Hermann Linder, (1948), Hermann Linder Biologie, Stuttgart: J. B. METZLERSCHE VERLAGSBUCHHANDLUNG
  5. Inés Mazarrasa, Ylva S.Olsen, Eva Mayol, Núria Marbà and Carlos M. Duarte, (2014), Global unbalance in seaweed production, research effort and biotechnology markets, Elsevier, Volume 32, Issue 5, Pages 1028-1036.
  6. K. J. Whittle, (1985), Prceedings of the Nutrition Society, The Nutrition Society, Volume 44, Issue 1, Pages 19-29.
  7. Mazarrasa I, Olsen YS, Mayol E, Marbà N, Duarte CM, (2014), Global unbalance in seaweed production, research effort and biotechnology markets, Abstract.
  8. Rebours C, Marinho-Soriano E, Zertuche-González JA, Hayashi L, Vásquez JA, Kradolfer P, Soriano G, Ugarte R, Abreu MH, Bay-Larsen I, Hovelsrud G, Rødven R, Robledo D, (2014), Seaweeds: an opportunity for wealth and sustainable livelihood for coastal communities, Abstract.