Ευμάθιος Φιλοκάλης

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ο Ευμάθιος Φιλοκάλης (Εὐμάθιος ὁ Φιλοκάλης) ήταν υψηλόβαθμος Βυζαντινός στρατιωτικός και διοικητής κατά τη διάρκεια του αυτοκράτορα Αλέξιου Α΄ Κομνηνού, γνωστότερος ως κυβερνήτης της Κύπρου επί εικοσαετία από το 1093 έως το 1112. Υπηρέτησε επίσης ως κυβερνήτης της νότιας Ελλάδας, πρέσβης της Ουγγαρίας και μέγας δουξ του βυζαντινού ναυτικού.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η καριέρα του Φιλοκάλη είναι γνωστή τόσο από την αναφορά του στην Αλεξιάδα όσο και από σφραγίδες του, στις οποίες φαίνεται η εξέλιξή του από πρωτοσπαθάριος επί του Χρυσοτρικλίνου για τα Θέματα της Ελλάδας και της Πελοποννήσου, και τελικά, κάποια στιγμή γύρω στο 1090, έως πραίτωρ της Πελοποννήσου.[1] [2] Περίπου την ίδια περίοδο, ο αυτοκράτορας Αλέξιος τον έστειλε σε αποστολή στην Ουγγαρία για να διευθετήσει θέματα που σχετίζονταν με τον γάμο του γιου και κληρονόμου του Αλέξιου, Ιωάννη Β' Κομνηνού, με την Ειρήνη της Ουγγαρίας.[3]

Το 1093, ο Αλέξιος διόρισε τον Φιλοκάλη ως στρατοπεδάρχη και κυβερνήτη της Κύπρου μετά την καταστολή της εξέγερσης του προηγούμενου κυβερνήτη του νησιού, Ραψομάτη. Δεδομένης της στρατηγικής θέσης του νησιού, ήταν διορισμός που έδειξε τόσο την προβολή του Φιλοκάλη στην αυτοκρατορική ιεραρχία, όσο και την εμπιστοσύνη του αυτοκράτορα στις ικανότητές του. Πράγματι, στην Αλεξιάδα, η κόρη του Αλεξίου, Άννα Κομνηνή, επαινεί την ευφυΐα και την αφοσίωση στο καθήκον του.[1][4]

Ο Φιλοκάλης παρέμεινε στην Κύπρο ως κυβερνήτης για περίπου 20 χρόνια, με εξαίρεση μια σύντομη περίοδο το 1109-1110. Σε αντίθεση με τον έπαινο της Άννας Κομνηνής, οι τοπικές κυπριακές πηγές εκκλησιαστικής προέλευσης τον απεικονίζουν ως σκληρό και αμείλικτο αξιωματούχο και τον αποκαλούν λύκο ή μαθητή του διαβόλου, λόγω της επιβολής βαρέων φόρων στον πληθυσμό του νησιού. [5] Το 1099, ο Φιλοκάλης εξεδίωξε τους Πιζάνους από την Κύπρο. Από τη θέση του έπαιξε επίσης ρόλο στις υποθέσεις των Κρατών των Σταυροφόρων, ως σύνδεσμος μεταξύ του Αλέξιου και του Ρεϊμόν Δ', Κόμητα της Τουλούζ. Το 1102 αναφέρεται ότι ο Φιλοκάλης έστειλε προμήθειες και εξοπλισμό στον Ρεϊμόν κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Τρίπολης. [3]

Κυβερνείο της Αττάλειας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1109 ο Φιλοκάλης ταξίδεψε στην Κωνσταντινούπολη, όπου ζήτησε να μετατεθεί στο κυβερνείο της Αττάλειας. Παρά την έλλειψη εμπειρίας του σε στρατιωτικά θέματα, ο αυτοκράτορας Αλέξιος εκπλήρωσε την επιθυμία του και έδωσε στρατεύματα στον Φιλοκάλη. Ο Φιλοκάλης αποβιβάστηκε με τον στρατό του στην Αβύδο και προχώρησε δια ξηράς μέσω της δυτικής Μικράς Ασίας, προκειμένου να αναλάβει τη θέση του. Στον δρόμο του, ξαναέκτισε το Αδραμύττιο, που είχε καταστραφεί από τον Τζαχά χρόνια πριν. Ωστόσο, τα στρατεύματά του υπέστησαν βαριά ήττα από τους τοπικούς Τούρκους και στη συνέχεια μετακινήθηκε προς τη Φιλαδέλφεια, το σημερινό Αλασεχίρ (Alaşehir).[6][7][8] Εκεί, αναμένοντας επίθεση, ο Φιλοκάλης επισκεύασε τα τείχη της πόλης και έβαλε πολλούς ανιχνευτές γύρω της.

Η πόλη ήταν έτοιμη όταν οι Τούρκοι της Καπαδοκίας, υπό τον Ασάν, εμφανίστηκαν μπροστά από τα τείχη. Ο Ασάν δεν επιτέθηκε στην πόλη, αλλά διαίρεσε τα στρατεύματά του και έστειλε τμήμα τους να επιτεθεί και να λεηλατήσει δυτικά. Ο Φιλοκάλης έστειλε τον δικό του στρατό πίσω τους. Οι Βυζαντινοί ακολούθησαν τις τουρκικές δυνάμεις σύμφωνα με την Αλεξιάδα, οι οποίες είχαν κινηθεί προς την πόλη Κελβιανός[9] και τις κατέστρεψαν με μια αιφνιδιαστική επίθεση την αυγή. Στη συνέχεια, τα στρατεύματα του Φιλοκάλη κινήθηκαν εναντίον των επιδρομέων που είχαν κινηθεί προς το Νυμφαίο και τη Σμύρνη και τους νίκησαν κοντά στον Μαίανδρο ποταμό.[10]

Λίγα είναι γνωστά για τον Φιλοκάλη μετά από αυτό. Το 1111/12, κατά τη διάρκεια της πρεσβείας του Μανουήλ Βουτομύτη στο Βασίλειο της Ιερουσαλήμ, επανήλθε στο αξίωμά του ως κυβερνήτης της Κύπρου. Σε διάταγμα του 1118 αναφέρεται ότι κατέχει το αξίωμα του Μεγάλου Δουκός. Μερικά εδάφια μαρτυρούν, επίσης, την εξέλιξή του στις τάξεις των μαγίστρων και των κουροπαλατών και, μέχρι το 1118, στην υψηλή θέση του πανσεβάστου σεβαστού. [7] [11]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 Guilland (1967), p. 543
  2. Skoulatos (1980), pp. 79–80
  3. 3,0 3,1 Skoulatos (1980), p. 80
  4. Skoulatos (1980), p. 79
  5. Skoulatos (1980), pp. 80–82
  6. Skoulatos (1980), p. 81
  7. 7,0 7,1 Guilland (1967), pp. 543–544
  8. Alexiad XIV.1 (Dawes ed, p. 360)
  9. A Short (and rough) Guide to Byzantine Names for SCA personae, σ. 14
  10. Alexiad XIV.1 (Dawes ed, pp. 361–362)
  11. Skoulatos (1980), pp. 81–82

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Dawes, Elizabeth A., επιμ. (1928). The Alexiad. London: Routledge & Kegan Paul. 
  • Guilland, Rodolphe (1967). Recherches sur les institutions byzantines, Tome I. Berlin: Akademie-Verlag. 
  • (Γαλλικά) Skoulatos, Basile (1980). Les personnages byzantins de l'Alexiade: Analyse prosopographique et synthèse. Λουβαίν-λα-Νεβ και Λουβαίν: Bureau du Recueil, Collège Érasme & Éditions Nauwelaerts. OCLC 8468871.