Επιπολασμός

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Στην επιδημιολογία, ο επιπολασμός είναι η αναλογία ενός συγκεκριμένου πληθυσμού που διαπιστώνεται ότι επηρεάζεται από μια ιατρική κατάσταση (συνήθως μια ασθένεια ή έναν παράγοντα κινδύνου όπως το κάπνισμα ή τη μη χρήση της ζώνης ασφαλείας). Προκύπτει από την διαίρεση του αριθμού των ατόμων που βρέθηκαν να έχουν την κατάσταση προς τον συνολικό αριθμό των ατόμων που μελετήθηκαν. Εκφράζεται συνήθως ως κλάσμα, ως ποσοστό ή ως αριθμός περιπτώσεων ανά 10.000 ή 100.000 άτομα. Είναι ο συνολικός αριθμός περιπτώσεων μιας ιατρικής κατάστασης σε μια συγκεκριμένη περιοχή κατά τη διάρκεια μιας δεδομένης χρονικής περιόδου. Ο σημειακός επιπολασμός είναι η αναλογία ενός πληθυσμού που έχει την κατάσταση σε συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Ο επιπολασμός περιόδου είναι η αναλογία ενός πληθυσμού που έχει την κατάσταση σε οποιαδήποτε στιγμή μιας δεδομένης περιόδου (π.χ. δωδεκάμηνος επιπολασμός) και περιλαμβάνει τα άτομα που έχουν ήδη την κατάσταση στην αρχή της περιόδου μελέτης, καθώς και εκείνα που την αποκτούν κατά την διάρκεια της περιόδου αυτής. Ο ισόβιος επιπολασμός είναι η αναλογία ενός πληθυσμού που σε κάποια στιγμή της ζωής του (μέχρι την στιγμή της αξιολόγησης) έχει βιώσει την κατάσταση.[1] Η εκτίμηση του επιπολασμού χρησιμοποιείται από επιδημιολόγους, παροχείς υγειονομικής περίθαλψης, κρατικούς φορείς, τοξικολόγους και ασφαλιστές.

Χρήσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Επιπολασμός περιόδου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο επιπολασμός περιόδου είναι το ποσοστό του πληθυσμού που φέρει μια συγκεκριμένη ασθένεια ή κατάσταση σε οποιαδήποτε στιγμή μιας συγκεκριμένης χρονικής περιόδου. Για παράδειγμα, θα μπορούσε να αναφέρεται στον αριθμό των ατόμων ενός πληθυσμού που κρυολόγησαν κατά τη διάρκεια της χειμερινής περιόδου 2006-2007. Εκφράζεται ως ποσοστό του πληθυσμού και αποδίδεται από τον ακόλουθο τύπο:

Η σχέση μεταξύ επίπτωσης (ρυθμός), σημειακού επιπολασμού (αναλογία) και επιπολασμού περιόδου (αναλογία) εξηγείται εύκολα μέσω παραδείγματος με φωτογραφίες. Ο σημειακός επιπολασμός είναι παρόμοιος με μια στιγμιαία φωτογραφία: τι συμβαίνει αν παγώσουμε τον χρόνο αυτή την στιγμή. Ο επιπολασμός περιόδου είναι ανάλογος με φωτογραφία μακράς έκθεσης (δευτερόλεπτα και όχι για μια στιγμή): ο αριθμός των συμβάντων που καταγράφηκαν ενόσω το κλείστρο της κάμερας ήταν ανοιχτό. Σε μια ταινία, κάθε καρέ καταγράφει μια στιγμή (σημειακός επιπολασμός). Βλέποντας διαδοχικά καρέ, μπορεί κανείς να παρατηρήσει τα νέα συμβάντα (επίπτωση) και μπορεί να αντιστοιχίσει τον αριθμό αυτών των συμβάντων σε μια χρονική περίοδο (επιπολασμός περιόδου).

Σημειακός επιπολασμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο σημειακός επιπολασμός είναι το ποσοστό των ατόμων σε ένα πληθυσμό που φέρουν την νόσο ή την κατάσταση σε συγκεκριμένη χρονική στιγμή (συνήθως έναν μήνα ή λιγότερο). Είναι σαν ένα στιγμιότυπο της νόσου στον χρόνο. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως στατιστικό στοιχείο σχετικά με την εμφάνιση χρόνιων ασθενειών. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με τον επιπολασμό περιόδου, ο οποίος είναι ένα μέτρο του ποσοστού των ανθρώπων σε έναν πληθυσμό που έχουν μια ασθένεια ή κατάσταση για μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο, π.χ. μια εποχή ή ένα έτος.[2] Ο σημειακός επιπολασμός μπορεί να αποδοθεί από τον τύπο:

Ισόβιος επιπολασμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο ισόβιος επιπολασμός είναι το ποσοστό των ατόμων σε έναν πληθυσμό που σε κάποιο σημείο της ζωής τους (μέχρι τη στιγμή της αξιολόγησης) έχουν βιώσει την εν λόγω "κατάσταση", π.χ. μια ασθένεια, ένα τραυματικό συμβάν ή μια συμπεριφορά, όπως το κάπνισμα. Συχνά, ο ετήσιος επιπολασμός (ή κάποιο άλλο είδος «επιπολασμού περιόδου») παρέχεται σε συνδυασμό με τον ισόβιο επιπολασμό. Ο ισόβιος κίνδυνος νοσηρότητας είναι το ποσοστό ενός πληθυσμού που μπορεί να προσβληθεί από μια δεδομένη ασθένεια σε οποιαδήποτε στιγμή της ζωής του.[3]

Σύγκριση με επίπτωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο επιπολασμός διαφέρει από την επίπτωση, που είναι μέτρο των νέων κρουσμάτων τα οποία εμφανίζονται σε έναν πληθυσμό κατά την διάρκεια δεδομένης χρονικής περιόδου (μήνας, έτος κτλ.), ενώ ο επιπολασμός αναφέρεται στον συνολικό αριθμό κρουσμάτων που υπάρχουν σε ένα συγκεκριμένο πληθυσμό σε μια δεδομένη χρονική στιγμή. Η διαφορά μεταξύ επιπολασμού και επίπτωσης συνοψίζεται ως εξής: ο επιπολασμός απαντάει στην ερώτηση «Πόσοι άνθρωποι έχουν την ασθένεια αυτή την στιγμή;» ή «Πόσοι άνθρωποι είχαν αυτή την νόσο κατά την διάρκεια αυτή της χρονικής περιόδου;» και η επίπτωση απαντάει στην ερώτηση «Πόσες νέες εμφανίσεις της νόσου υπήρξαν κατά την διάρκεια αυτής της χρονικής περιόδου;»[4] Για τις χρόνιες ασθένειες, όπως το AIDS, η εκτίμηση του φόρτου νοσηρότητας απαιτεί γνώση και του επιπολασμού και της επίπτωσης, ενώ για τις οξείες ασθένειες, όπως η ανεμοβλογιά, η επίπτωση αρκεί για την εκτίμηση του φόρτου νοσηρότητας.[5]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Kenneth J. Rothman (21 Ιουνίου 2012). Epidemiology: An Introduction. Oxford University Press. σελ. 53. ISBN 978-0-19-975455-7. 
  2. Gerstman, B.B. (2003). Epidemiology Kept Simple: An Introduction to Traditional and Modern Epidemiology (2nd ed.). Hoboken, NJ: Wiley-Liss. 
  3. Kruse, Matthew· Schulz, S. Charles (2016). «Chapter 1: Overview of schizophrenia and treatment approaches». Schizophrenia and psychotic spectrum disorders. S. Charles Schulz, Michael Foster Green, Katharine J. Nelson (eds.). New York: Oxford University Press. σελ. 7. ISBN 978-0-19-937806-7. 
  4. «Definition of Prevalence». MedicineNet (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 23 Μαΐου 2020. Ανακτήθηκε στις 3 Δεκεμβρίου 2019. 
  5. «Chapter 2. Quantifying disease in populations». British Medical Journal. Ανακτήθηκε στις 9 Απριλίου 2020. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]