Ειδική αγωγή

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η ειδική αγωγή είναι η πρακτική της εκπαίδευσης μαθητών με τρόπο ο οποίος απευθύνεται στις ατομικές διαφορές και ανάγκες τους. Στην ιδανική περίπτωση, η διαδικασία αυτή περιλαμβάνει μια εξατομικευμένη έκδοση των διδακτικών διαδικασιών, προσαρμοσμένο εξοπλισμό και υλικό, καθώς και ρυθμίσεις προσβασιμότητας. Οι παρεμβάσεις έχουν σχεδιαστεί για να βοηθήσουν τα άτομα με ειδικές ανάγκες να επιτύχουν υψηλότερο επίπεδο αυτάρκειας και επιτυχίας στο σχολείο και την κοινότητα, βοήθεια η οποία μπορεί να μην ήταν διαθέσιμη αν ο μαθητής συμμετείχε μόνο σε μια τυπική τάξη.

Στην ειδική αγωγή υπάγονται τα άτομα που έχουν διαγνωσθεί με μαθησιακές δυσκολίες (όπως δυσλεξία), διαταραχές επικοινωνίας, συναισθηματικές και συμπεριφορικές διαταραχές (όπως η ΔΕΠΥ), σωματικές διαταραχές (όπως ατελής οστεογένεση, εγκεφαλική παράλυση, μυϊκή δυστροφία, δισχιδή ράχη, και αταξία του Φρίντραϊχ), αναπτυξιακές διαταραχές (διαταραχές του αυτιστικού φάσματος, όπως αυτισμός, σύνδρομο Άσπεργκερ και πνευματικές διαταραχές) και πολλές άλλες διαταραχές.[1] Οι μαθητές με αυτά τα είδη διαταραχών πιθανώς θα ωφεληθούν από πρόσθετες εκπαιδευτικές υπηρεσίες, όπως: διαφορετικές προσεγγίσεις μάθησης, χρήση τεχνολογίας, ειδικά διαμορφωμένη περιοχή διδασκαλίας, δωμάτιο πόρων.

Η νοητική χαρισματικότητα είναι διαφορά στην μάθηση και μπορεί επίσης να ωφεληθεί από ειδικές μεθόδους διδασκαλίας και διαφορετικά προγράμματα εκπαίδευσης, αλλά ο όρος "ειδική αγωγή" χρησιμοποιείται γενικά ως όρος για την ειδική διδασκαλία των μαθητών με ειδικές ανάγκες. Η χαρισματική εκπαίδευση αντιμετωπίζεται ξεχωριστά.

Λαμβάνοντας υπόψη ότι η ειδική αγωγή έχει διαμορφωθεί για μαθητές με μαθησιακές δυσκολίες, η αντισταθμιστική εκπαίδευση μπορεί να σχεδιαστεί για οποιονδήποτε μαθητή, με ή χωρίς ειδικές ανάγκες. Το καθοριστικό στοιχείο είναι ότι οι μαθητές της επανορθωτικής εκπαίδευσης έχουν φτάσει σε σημείο μη ετοιμότητας, ανεξάρτητα από το γιατί. Για παράδειγμα, ακόμη και οι άνθρωποι με υψηλή νοημοσύνη μπορεί να είναι μην είναι επαρκώς προετοιμασμένοι αν η εκπαίδευση είχε τους διακοπεί, για παράδειγμα, λόγω εσωτερικού εκτοπισμού κατά την διάρκεια πολιτικής αναταραχής ή πολέμου.

Στις περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες οι εκπαιδευτές τροποποιούν τις μεθόδους και περιβάλλοντα διδασκαλίας για να μεγιστοποιήσουν τον μέγιστο αριθμό μαθητών που θα παρακολουθήσουν προγράμματα γενικής εκπαίδευσης. Ως εκ τούτου, στις ανεπτυγμένες χώρες η ειδική αγωγή θεωρείται συχνά ως υπηρεσία και όχι ως μέρος.[2][3][4][5][6] Η ολοκλήρωση και ενσωμάτωση μπορεί να μειώσει το κοινωνικό στίγμα και να βελτιώσει τις επιδόσεις πολλών μαθητών.[7]

Στην Ελλάδα η ειδική αγωγή παρέχεται σε σχολεία ειδικής αγωγής και γενικής αγωγής στο πλαίσιο της συμπεριληπτικής εκπαίδευσης. Η γενική εκπαίδευση είναι το επίσημο πρόγραμμα σπουδών το οποίο παρουσιάζεται χωρίς ειδικές μεθόδους ή στήριξη. Μερικές φορές οι μαθητές που εξυπηρετούνται από υπηρεσίες ειδικής αγωγής εγγράφονται σε σχολεία γενικής εκπαίδευσης για να μάθουν μαζί με μαθητές χωρίς διαταραχές ή αναπηρίες. Σε ό,τι αφορά τη γενική εκπαίδευση, πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια, η ειδική αγωγή παρέχεται μέσω των θεσμών της παράλληλης στήριξης - συνεκπαίδευσης και του τμήματος ένταξης.

Εκπαίδευση Κωφών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ύπαρξη των Κωφών είναι γνωστή στην Ελλάδα από την αρχαιότητα. Ο Αριστοτέλης στο έργο του "Προβλήματα" θεωρεί την ακοή την πιο σημαντική από όλες τις άλλες αισθήσεις και το κυριότερο όργανο μάθησης. Στον Πλατωνικό διάλογο "Κρατύλος", ο Σωκράτης αντλεί παραδείγματα από τη νοηματική γλώσσα των Κωφών Αθηναίων για να υποστηρίξει την άποψή του και αναφέρει ότι τα νοήματα είναι αυθόρμητα σύμβολα και τα χαρακτηρίζει "όργανο επικοινωνίας για τους κωφούς " Αυτή η αναφορά του Πλάτωνα είναι η πρώτη γραπτή μαρτυρία για τη νοηματική γλώσσα, η οποία, συνυπάρχει με τους Κωφούς. Στην Ευρώπη η εκπαίδευση Κωφών άρχισε τον 16ο αιώνα (Ισπανία), έγινε δημόσια στη Γαλλία το 1755 , ενώ στην Ελλάδα άρχισε το 1925.[8]

Η διάγνωση της βαρηκοΐας/κώφωσης, είναι ίσως η πιο οδυνηρή εμπειρία για τους περισσότερους γονείς κωφών/βαρήκοων παιδιών, οι οποίοι στην πλειοψηφία τους είναι ακούοντες.[9]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. What is special education? Σφάλμα στο πρότυπο webarchive: Ελέγξτε την τιμή |url=. Empty. from New Zealand's Ministry of Education
  2. National Council on Disability. (1994). Inclusionary education for students with special needs: Keeping the promise. Washington, DC: Author.
  3. Swan, William W.· Morgan, Janet L (1993). «The Local Interagency Coordinating Council». Collaborating for Comprehensive Services for Young Children and Their Families. Baltimore: Paul H. Brookes Pub. Co. ISBN 978-1-55766-103-6. 
  4. Beverly Rainforth· York-Barr, Jennifer (1997). Collaborative Teams for Students With Severe Disabilities: Integrating Therapy and Educational Services. Brookes Publishing Company. ISBN 978-1-55766-291-0. 
  5. Stainback, Susan Bray· Stainback, William C. (1996). Support Networks for Inclusive Schooling: Interdependent Integrated Education. Paul H Brookes Pub Co. ISBN 978-1-55766-041-1. 
  6. Gaylord-Ross, Robert (1989). Integration strategies for students with handicaps. Baltimore: P.H. Brookes. ISBN 978-1-55766-010-7. 
  7. Gartner, Alan· Dorothy Kerzner Lipsky (1997). Inclusion and School Reform: Transforming America's Classrooms. Brookes Publishing Company. ISBN 978-1-55766-273-6. 
  8. Βενέττα, Λαμπροπούλου, Επιμέλεια. Πολιτισμικές και Εκπαιδευτικές Ανάγκες του Κωφού Παιδιού. Πάτρα: Πανεπιστήμιο Πατρών-Π.Τ.Δ.Ε.-Μονάδα Αγωγής Κωφών. σελ. 7. ISBN 960-87091-0-5. 
  9. Βενέττα, Λαμπροπούλου, Επιμέλεια. Γονείς με κωφά και βαρήκοα παιδιά. Πάτρα: Πανεπιστήμιο Πατρών, Π.Τ.Δ.Ε, Μονάδα Αγωγής Κωφών. σελ. 11. ISBN 960-87091-4-8.