Εδαφικές διαφορές μεταξύ της Εσθονίας και της Ρωσίας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Οι εδαφικές διαφορές μεταξύ της Εσθονίας και της Ρωσίας είναι σημείο αντιπαράθεσης στις σχέσεις μεταξύ της Εσθονίας και της Ρωσίας. Μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, η Εσθονία ήλπιζε ότι θα επιστρέφονταν περισσότερα από 2.000 τ.χλμ. εδάφους που προσαρτήθηκε στη Ρωσία μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, το 1945. Η προσαρτημένη γη ήταν μέσα στην επικράτεια της Εσθονίας όταν υπεγράφη η Συνθήκη Ειρήνης του Τάρτου. Ωστόσο, η κυβέρνηση του Μπόρις Γιέλτσιν έχει αποκηρύξει οποιαδήποτε ευθύνη για πράξεις που πραγματοποιήθηκαν από τη Σοβιετική Ένωση.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά την κατάρρευση της Ρωσικής Αυτοκρατορίας και λόγω της Οκτωβριανής Επανάστασης, τα σύνορα μεταξύ της Σοβιετικής Ρωσίας και της νέας ανεξάρτητης Εσθονίας καθορίστηκαν στη Συνθήκη Ειρήνης του Τάρτου το 1920. Στο ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η Εσθονία προσαρτήθηκε από τη Σοβιετική Ένωση με τη μορφή της Εσθονικής ΣΣΔ, ως μέρος της κατοχής όλων των χωρών της Βαλτικής. Σύντομα η Εσθονία κατελήφθη από τη Ναζιστική Γερμανία, αλλά επανακαταλήφθηκε από τη Σοβιετική Ένωση για την περίοδο 1944-1991. 

Μετασοβιετική εποχή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά την ανάκτηση της ανεξαρτησίας της Εσθονίας από τη Σοβιετική Ένωση, Εσθονοί και Ρώσοι διαπραγματευτές υπέγραψαν συμφωνία για τα σύνορα των δύο χωρών τον Δεκέμβριο του 1996, ενώ τα σύνορα ήταν ουσιαστικά τα ίδια με αυτά που καθορίστηκαν από τον Ιωσήφ Στάλιν, με κάποιες μικρές προσαρμογές. Η συνθήκη για τα σύνορα μονογράφηκε το 1999.

Στις 18 Μαΐου 2005, ο εσθονός υπουργός Εξωτερικών Ούρμας Πάετ και ο ρώσος ομόλογός του Σεργκέι Λαβρόφ υπέγραψαν στη Μόσχα τη «Σύμβαση μεταξύ της Κυβέρνησης της Δημοκρατίας της Εσθονίας και της Κυβέρνησης της Ρωσικής Ομοσπονδίας για τα σύνορα Εσθονίας-Ρωσίας»[1] και τη «Συνθήκη μεταξύ της Κυβέρνησης της Δημοκρατίας της Εσθονίας και της Κυβέρνησης της Ρωσικής Ομοσπονδίας για την Οριοθέτηση των Θαλάσσιων Ζωνών στον Κόλπο της Φινλανδίας και στον Κόλπο της Νάρβα».

Το Ριιγκικόγκου (Εσθονικό Κοινοβούλιο) επικύρωσε τις συνθήκες στις 20 Ιουνίου 2005, με αναφορά στη Συνθήκη Ειρήνης του Τάρτου στο προοίμιο του νόμου περί επικύρωσης, τοποθετώντας τη νέα συνοριακή συνθήκη στο πλαίσιο της εσωτερικής εσθονικής νομοθεσίας ως τροποποίηση των αρχικών συνόρων του 1920.[2] Αυτό προκάλεσε την αντίρρηση της Ρωσίας. Ο πρόεδρος της Εσθονίας Άρνολντ Ρίτελ επικύρωσε τις συνθήκες στις 22 Ιουνίου. Όπως στο και προοίμιο του νόμου κύρωσης που αναφέρεται στη Συνθήκη ειρήνης του Τάρτου, η Ρωσία το ερμήνευσε ότι θεωρητικά δίνει στην Εσθονία το δικαίωμα να διεκδικήσει μελλοντικά ορισμένες περιοχές των Περιφερειών Πσκοβ και Λένινγκραντ.[3] Όπως προτάθηκε από τη ρωσική Κυβέρνηση στις 13 Αυγούστου,[4] στις 31 Αυγούστου, ο ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν έδωσε γραπτή εντολή στο ρωσικό Υπουργείο Εξωτερικών να ειδοποιήσει την εσθονική πλευρά ότι «η πρόθεση της Ρωσίας είναι να μη συμμετάσχει στις συνοριακές συνθήκες μεταξύ της Ρωσικής Ομοσπονδίας και της Δημοκρατίας της Εσθονίας». Στις 6 Σεπτεμβρίου, το υπουργείο Εξωτερικών της Ρωσικής Ομοσπονδίας απέστειλε στην Εσθονία διάβημα, στο οποίο η Ρωσία ενημέρωσε ότι δεν είχε την πρόθεση να εφαρμόσει τις συνοριακές συνθήκες μεταξύ της Εσθονίας και της Ρωσίας, και ότι δεν θεωρεί ότι δεσμεύεται από τις περιστάσεις σχετικά με το αντικείμενο και τους σκοπούς των συνθηκών.

Οι διαπραγματεύσεις ξεκίνησαν πάλι το 2012 και η Συμφωνία υπεγράφη τον Φεβρουάριο του 2014. Η επικύρωση εκκρεμεί.[5]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]