Αυτισμός χαμηλής λειτουργικότητας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ο αυτισμός χαμηλής λειτουργικότητας είναι αυτισμός με χαμηλό επίπεδο λειτουργικότητας. Στα συμπτώματα περιλαμβάνονται προβλήματα στις κοινωνικές αλληλεπιδράσεις και επικοινωνίες, προβληματική συμπεριφορά και έλλειψη συναισθηματικής ή κοινωνικής αμοιβαιότητας. Τα προβλήματα ύπνου, η επιθετικότητα, και οι αυτοβασανιστικές συμπεριφορές είναι συχνά συμπτώματα αυτής της μορφής του αυτισμού.[1] Ο αυτισμός χαμηλής λειτουργικότητας δεν περιλαμβάνεται ως διάγνωση στα διαγνωστικά πρότυπα DSM-5 ή ICD-10.

Είναι γνωστός και με τις ονομασίες σύνδρομο του Κάννερ, αυτισμός του Κάννερ και κλασικός αυτισμός. Ο όρος συμπίπτει με τους σοβαρός αυτισμός και οξύς αυτισμός (σε αντίθεση με τους όρους "ήπιος" ή "μέτριος"), οι οποίοι μπορεί να είναι ασαφείς και να μην σχετίζονται απαραιτήτως με σοβαρά και οξεία επίπεδα πνευματικής αναπηρίας (όπου το οξύς είναι το σοβαρότερο επίπεδο).[2][3]

Χαρακτηρισμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι άνθρωποι που εμφανίζουν συμπτώματα του αυτισμού χαμηλής λειτουργικότητας συνήθως έχουν "αναπηρίες στις τρεις περιοχές της ψυχοπαθολογίας: περιορισμένη κοινωνική αλληλεπίδραση και επικοινωνία, στερεότυπη, επαναλαμβανόμενη συμπεριφορά".[4]

Σε άτομα με αυτισμό χαμηλής λειτουργικότητας μπορεί να εκδηλώνεται σοβαρή έλλειψη κοινωνικών δεξιοτήτων. Αυτές οι ελλείψεις μπορεί να περιλαμβάνουν έλλειψη επικοινωνίας στα μάτι, ανεπαρκή γλώσσα του σώματος και έλλειψη συναισθηματικής ή φυσικής απάντησης σε συμπεριφορές και συναισθήματα των άλλων. Λόγω αυτής της έλλειψης κοινωνικών ικανοτήτων μπορεί να είναι δύσκολο για αυτούς τους ασθενείς να σχηματίζουν και να διατηρούν σχέσεις με άλλους.[1]

Στις δυσλειτουργίες στην επικοινωνία που εμφανίζονται σε άτομα με αυτισμό χαμηλής λειτουργικότητας περιλαμβάνεται η έλλειψη επικοινωνίας (τόσο στην προφορική όσο και στην σωματική επικοινωνία), επαναλαμβανόμενη χρήση λέξεων ή φράσεων και έλλειψη ευφάνταστων δυνατοτήτων παιχνιδιού.[1] Επίσης, μπορεί να ανταποκρίνονται μόνο σε πολύ άμεση εξωτερική κοινωνική αλληλεπίδραση από τους άλλους. Μερικές συγκεκριμένες δυσλειτουργίες ατόμων με αυτισμό χαμηλής λειτουργικότητας είναι η προσκόλληση σε μη λειτουργικές τελετές ή ρουτίνες (π.χ. επαναλαμβανόμενες κινητικές λειτουργίες, όπως χτύπημα χεριών ή σύνθετες κινήσεις μερών του σώματος και άλλα περιοριστικά ή ψυχαναγκαστική μοτίβα ενδιαφέροντος που είναι ανώμαλα). Άλλα συμπτώματα μπορεί να είναι η ενασχόληση με τα μη λειτουργικά στοιχεία του υλικού ενός παιχνιδιού όπως το να παρατηρούν την μυρωδιά, την αίσθηση ή τον θόρυβο που παράγουν.[5]

Αιτίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα ακριβή αίτια του αυτισμού είναι άγνωστα, ωστόσο θεωρείται ότι παίζουν ρόλο διάφοροι γενετικοί και περιβαλλοντικοί παράγοντες όσον αφορά την εκδήλωση του.[6] Πολλαπλές μελέτες έχουν δείξει διαφορετικούς τύπους δομικών ανωμαλιών στον εγκέφαλο των ατόμων με αυτισμό.[1] Έχουν διεξαχθεί πειράματα για να βρεθεί εάν ο βαθμός της ανωμαλίας στον εγκέφαλο έχει κάποια σχέση με την σοβαρότητα της κατάστασης. Μια μελέτη που έγινε από τον Ελία και άλλους (2000), χρησιμοποίησε μαγνητική τομογραφία (MRI) σε διάφορες περιοχές του εγκεφάλου με σκοπό την μέτρηση των εγκεφαλικών ανωμαλιών στα παιδιά με αυτισμό. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι δομές του μεσεγκεφάλου συσχετίζονται με συγκεκριμένες αναπτυξιακές πτυχές της συμπεριφοράς όπως τα κίνητρα, τη μνημονική και τις διαδικασίες μάθησης, αλλά θέλει περαιτέρω διερεύνηση για να επιβεβαιωθεί.[7] Επιπλέον, οι έρευνες έχουν δείξει ότι πολλές αναπτυξιακές διαδικασίες μπορεί να συμβάλουν σε διάφορους τύπους εγκεφαλικών ανωμαλιών στον αυτισμό. Ωστόσο η εύρεση του συνδέσμου μεταξύ αυτισμού και εγκεφαλικών ανωμαλιών καθίσταται δύσκολη.

Διάγνωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ενώ ο αυτισμός χαμηλής λειτουργικότητας δεν υπήρξε ποτέ μια επίσημη διάγνωση στο Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο των Ψυχικών Διαταραχών που δημοσιεύει η Αμερικανική Ψυχιατρική Ένωση, ο αυτισμός χαμηλής λειτουργικότητας συμπεριλαμβανόταν στην τέταρτη έκδοση του Εγχειριδίου για να αναφερθεί σε άτομο με αυτισμό που έχει νοητική υστέρηση (με δείκτη νοημοσύνης κάτω του 70). Αλλά στα σημερινά διαγνωστικά πρότυπα στη πέμπτη έκδοση του Εγχειριδίου, η ταξινόμηση του αυτισμού χαμηλής λειτουργικότητας έχει αφαιρεθεί.[8]

Τα κριτήρια για τις διαταραχές του αυτιστικού φάσματος στο DSM-5 κατανέμονται σε τρία επίπεδα ανάλογα με την υποστήριξη που χρειάζεται το άτομο. Τα κριτήρια για το επίπεδο 3 (άτομα που απαιτούν πολύ σημαντική υποστήριξη) περιλαμβάνουν τα σοβαρά προβλήματα στην επικοινωνία (προφορική και μη λεκτική), προβλήματα στη συμπεριφορά, ακραία δυσκολία στην αντιμετώπιση της αλλαγής και ακραία δυσκολία στην μετατόπιση της προσοχής και επικέντρωσης. Τα άτομα με επίπεδο αυτισμού 3 θα έχουν πολύ περιορισμένη κοινωνική αλληλεπίδραση και θα απαντούν μόνο σε άμεσες κοινωνικές προσεγγίσεις από άλλα άτομα.[5]

Τα κριτήρια του ICD-10 για τον αυτισμό της παιδικής ηλικίας υποθέτουν ότι η μη φυσιολογική ή και διαταραγμένη ανάπτυξη εμφανίζεται πριν την ηλικία των 3 ετών από την δεκτική ή εκφραστική γλώσσα που χρησιμοποιείται στην κοινωνική επικοινωνία, την ανάπτυξη επιλεκτικών κοινωνικών προσκολλήσεων ή της αμοιβαίας κοινωνικής αλληλεπίδρασης, ή το λειτουργικό/συμβολικό παιχνίδι. Οι ασθενείς θα πρέπει επίσης να παρουσιάζουν έξι άλλα συμπτώματα από τρεις μακροκατηγορίες που αφορούν στην ποιοτική εξασθένιση στην κοινωνική αλληλεπίδραση, τις ποσοτικές διαταραχές στην επικοινωνία και τα περιορισμένα/επαναλαμβανόμενα/στερεοτυπικά πρότυπα συμπεριφοράς, ενδιαφερόντων και δραστηριοτήτων. Το ICD-10 διαφοροποιεί τους ασθενείς με αυτισμό υψηλής ή χαμηλής λειτουργικότητας διαγιγνώσκοντας τον πρόσθετο κωδικό της διανοητικής αναπηρίας.[9]

Θεραπεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ενώ δεν υπάρχει ενιαία θεραπεία ή φάρμακο για τα άτομα με αυτισμό, υπάρχουν πολλές στρατηγικές που έχουν στόχο να βοηθήσουν στην ελαχιστοποίηση των συμπτωμάτων και συνεπειών της κατάστασης αυτής.

Επαυξητική και εναλλακτική επικοινωνία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η επαυξητική και εναλλακτική επικοινωνία χρησιμοποιείται για αυτιστικούς ασθενείς που δεν μπορούν να επικοινωνήσουν προφορικά. Οι ασθενείς που έχουν προβλήματα ομιλίας μπορεί να διδαχθούν να χρησιμοποιούν άλλους τρόπους επικοινωνίας, όπως είναι η γλώσσα του σώματος, οι υπολογιστές, οι διαδραστικές συσκευές αλλά και οι εικόνες.[10] Το σύστημα επικοινωνίας μέσω ανταλλαγής εικόνων (PECS) είναι μια συχνά χρησιμοποιούμενη μορφή επαυξητικής και εναλλακτικής επικοινωνίας με παιδιά και ενήλικες που δεν μπορούν να επικοινωνήσουν καλά με τον προφορικό τρόπο. Οι ασθενείς διδάσκονται να συνδέουν εικόνες και σύμβολα με τα αισθήματα τους, τις επιθυμίες και τις παρατηρήσεις τους, όπως και να σχηματίζουν προτάσεις με το λεξιλόγιο που σχηματίζουν.[11]

Λογοθεραπεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η λογοθεραπεία μπορεί να βοηθήσει τα άτομα με αυτισμό τα οποία χρειάζεται να αναπτύξουν ή να βελτιώσουν τις δεξιότητες επικοινωνίας τους.[12] Σύμφωνα με τον οργανισμό Autism Speaks, η "λογοθεραπεία έχει σχεδιαστεί για να συντονίζει την μηχανική του λόγου με την σημασία και την κοινωνική χρήση του λόγου".[11] Τα άτομα με αυτισμό μπορεί να έχουν προβλήματα στην επικοινωνία ή στο να πουν μια λέξη. Οι λογοθεραπευτές μπορούν να διδάξουν κάποιον πως να επικοινωνεί πιο αποτελεσματικά με άλλους ή να δουλέψει τον μαθητή να αρχίσει να αναπτύσσει σχήματα λόγου.[13] Οι λογοθεραπευτές δημιουργούν ένα σχέδιο που επικεντρώνεται στις ανάγκες του παιδιού.

Εργοθεραπεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η εργοθεραπεία βοηθά τα αυτιστικά παιδιά και ενήλικες να μάθουν καθημερινές δεξιότητες που θα τους βοηθήσουν στις καθημερινούς τους εργασίες, όπως η προσωπική υγιεινή και η κίνηση. Αυτές οι δεξιότητες ενσωματώνονται μετέπειτα στο οικιακό, σχολικό και εργασιακό περιβάλλον. Οι θεραπευτές θα βοηθήσουν συχνά τους ασθενείς να μάθουν να προσαρμόζουν το περιβάλλον τους στο επίπεδο ικανοτήτων τους.[14] Αυτός ο τύπος θεραπείας μπορεί να βοηθήσει τα αυτιστικά άτομα να συμμετέχουν πιο ενεργά στο περιβάλλον τους.[11] Ένας εργοθεραπευτής θα δημιουργήσει ένα σχέδιο βασισμένο στις ανάγκες και επιθυμίες του ασθενούς, ενώ θα δουλέψει με τον ασθενή για να πετύχει τους στόχους.

Εφαρμοσμένη ανάλυση συμπεριφοράς[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η εφαρμοσμένη ανάλυση συμπεριφοράς θεωρείται ότι είναι η πιο αποτελεσματική θεραπεία για τις διαταραχές του φάσματος του αυτισμού, σύμφωνα με την Αμερικανική Ακαδημία Παιδιατρικής.[15] Η εφαρμοσμένη ανάλυση συμπεριφοράς επικεντρώνεται στη διδασκαλία προσαρμοστικών συμπεριφορών, όπως οι δεξιότητες στην κοινωνική αλληλεπίδραση, στο παιχνίδι και την επικοινωνία[16][17], και η μείωση των προβληματικών συμπεριφορών[18], δημιουργώντας ένα εξειδικευμένο σχέδιο που χρησιμοποιεί τεχνικές της συμπεριφορικής θεραπείας, όπως είναι η θετική ή η αρνητική ενίσχυση και η ενθάρρυνση ή αποθάρρυνση ορισμένων συμπεριφορών.[19]

Θεραπεία αισθητηριακής ολοκλήρωσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η θεραπεία αιθητηριακής ολοκλήρωσης βοηθά τα αυτιστικά άτομα να προσαρμοστούν σε διάφορα είδη αισθητικών ερεθισμάτων. Πολλοί αυτιστικοί άνθρωποι μπορεί να είναι υπερευαίσθητοι σε κάποια ερεθίσματα, όπως το φως ή οι ήχοι, οδηγώντας τους στην εκδήλωση μιας υπεραντίδρασης. Άλλοι μπορεί να μην αντιδρούν σε ορισμένα ερεθίσματα όπως όταν κάποιος τους μιλάει.[20] Πολλοί τύποι θεραπευτικών δραστηριοτήτων περιλαμβάνουν μια μορφή παιχνιδιού (π.χ. κούνιες, παιχνίδια και τραμπολίνα) για να βοηθήσει τους ασθενείς στα αισθητικά ερεθίσματα.[11] Οι θεραπευτές θα δημιουργήσουν ένα σχέδιο που επικεντρώνεται στον τύπο του αισθητικού ερεθίσματος στο οποίο το άτομο χρειάζεται ολοκλήρωση.

Φαρμακευτική αγωγή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Δεν υπάρχουν φάρμακα για τη θεραπεία του αυτισμού. Σε αυτιστικά άτομα τα φάρμακα χρησιμοποιούνται συνήθως για την θεραπεία συμπτωμάτων που συνδέονται με αυτόν (π.χ. κατάθλιψη, άγχος, προβλήματα συμπεριφοράς).[21] Συνήθως χρησιμοποιούνται φάρμακα αφού έχουν αποτύχει οι άλλες εναλλακτικές θεραπείας.[22]

Κριτική στην διάκριση του αυτισμού σε επίπεδα λειτουργικότητας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πολλοί ακτιβιστές για τα δικαιώματα των ατόμων με αυτισμό διαφωνούν με την κατηγοριοποίηση των ατόμων σε "αυτισμό υψηλής λειτουργικότητας" και "χαμηλής λειτουργικότητας", δηλώνοντας ότι η ετικέτα "χαμηλής λειτουργικότητας" προκαλεί τους ανθρώπους να θέτουν χαμηλές προσδοκίες σε ένα παιδί και να τα βλέπουν ως κατώτερα.[23] Επιπλέον, οι επικριτές της διάκρισης σε επίπεδα λειτουργικότητας θεωρούν ότι η λειτουργικότητα ενός ατόμου μπορεί να διαφοροποιείται ανάλογα με τη μέρα και οι κατηγοροποιήσεις δεν το λαμβάνουν υπόψη.[24]

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 Brambilla, P (2003). «Brain anatomy and development in autism: Review of structural MRI studies». Brain Research Bulletin 61 (6): 557–569. doi:10.1016/j.brainresbull.2003.06.001. PMID 14519452. 
  2. Coleman, Mary· Gillberg, Christopher (2011). The Autisms. Oxford University Press. σελ. 192. ISBN 978-0-19-999629-2. For extremely low-functioning children with clinically estimated IQs of about 30 or under, [a test is suitable for those with] autism with severe and profound levels of mental retardation/intellectual disability. 
  3. Thurm, Audrey (30 July 2019). «State of the Field: Differentiating Intellectual Disability From Autism Spectrum Disorder». Frontiers in Psychiatry 10: 526. doi:10.3389/fpsyt.2019.00526. ISSN 1664-0640. PMID 31417436. 
  4. «What is Autism, Asperger Syndrome, and Pervasive Developmental Disorders?». US Autism and Asperger Association. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 13 Μαΐου 2020. Ανακτήθηκε στις 2 Σεπτεμβρίου 2019. 
  5. 5,0 5,1 «DSM-5 Diagnostic Criteria». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 19 Δεκεμβρίου 2015. Ανακτήθηκε στις 16 Δεκεμβρίου 2015. 
  6. «Autism Spectrum Disorder: Fact Sheet». National Institute of Neurological Disorders and Stroke. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 6 Δεκεμβρίου 2015. Ανακτήθηκε στις 16 Δεκεμβρίου 2015. 
  7. Elia, M; Ferri, R; Musumeci, S; Panerai, S; Bottitta, M; Scuderi, C (2000). «Clinical Correlates of Brain Morphometric Features of Subjects With Low-Functioning Autistic Disorder». Journal of Child Neurology 15 (8): 504–508. doi:10.1177/088307380001500802. PMID 10961787. https://archive.org/details/sim_journal-of-child-neurology_2000-08_15_8/page/504. 
  8. «What is Autism, Asperger Syndrome, and Pervasive Developmental Disorders?». US Autism and Asperger Association. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 28 Δεκεμβρίου 2015. Ανακτήθηκε στις 16 Δεκεμβρίου 2015. 
  9. Strunecká, A (2011). Cellular and molecular biology of autism spectrum disorders. Bentham e Books. σελίδες 4–5. 
  10. «Augmentative and Alternative Communication (AAC)». American Speech-Language-Hearing Association. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 15 Αυγούστου 2019. Ανακτήθηκε στις 20 Αυγούστου 2019. 
  11. 11,0 11,1 11,2 11,3 «What Treatments are Available for Speech, Language and Motor Issues?». Autism Speaks. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 22 Δεκεμβρίου 2015. Ανακτήθηκε στις 16 Δεκεμβρίου 2015. 
  12. «What is Autism, Asperger Syndrome, and Pervasive Developmental Disorders?». US Autism and Asperger Association. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 28 Δεκεμβρίου 2015. Ανακτήθηκε στις 16 Δεκεμβρίου 2015. 
  13. for you/parents-and-cares/pc speech and language therapy.aspx «Speech and Language Therapy» Check |url= value (βοήθεια). Autism Education Trust. [νεκρός σύνδεσμος]
  14. «Occupational Therapy's Role with Autism». American Occupational Therapy Association. Αρχειοθετήθηκε fact sheet.ashx από το πρωτότυπο Check |url= value (βοήθεια) στις 3 Ιανουαρίου 2019. Ανακτήθηκε στις 20 Αυγούστου 2019. 
  15. Myers, Scott M.; Johnson, Chris Plauché (1 November 2007). «Management of Children With Autism Spectrum Disorders». Pediatrics 120 (5): 1162–1182. doi:10.1542/peds.2007-2362. ISSN 0031-4005. PMID 17967921. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 9 October 2019. https://web.archive.org/web/20191009024902/https://pediatrics.aappublications.org/content/120/5/1162. Ανακτήθηκε στις 20 August 2019. 
  16. «Applied Behavioral Analysis (ABA): What is ABA?». Autism partnership. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 3 Ιανουαρίου 2019. Ανακτήθηκε στις 20 Αυγούστου 2019. 
  17. Matson, Johnny; Hattier, Megan; Belva, Brian (January–March 2012). «Treating adaptive living skills of persons with autism using applied behavior analysis: A review». Research in Autism Spectrum Disorders 6 (1): 271–276. doi:10.1016/j.rasd.2011.05.008. 
  18. Summers, Jane; Sharami, Ali; Cali, Stefanie; D'Mello, Chantelle; Kako, Milena; Palikucin-Reljin, Andjelka; Savage, Melissa; Shaw, Olivia και άλλοι. (November 2017). «Self-Injury in Autism Spectrum Disorder and Intellectual Disability: Exploring the Role of Reactivity to Pain and Sensory Input». Brain Sci 7 (11): 140. doi:10.3390/brainsci7110140. PMID 29072583. 
  19. «Applied Behavioral Strategies - Getting to Know ABA». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 6 Οκτωβρίου 2015. Ανακτήθηκε στις 16 Δεκεμβρίου 2015. 
  20. Smith, M; Segal, J; Hutman, T (2007). Autism Spectrum Disorders. https://archive.org/details/autismspectrumdi0002unse. 
  21. National Institute of Mental Health. «Medications for Autism». Psych Central. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 13 Δεκεμβρίου 2015. Ανακτήθηκε στις 16 Δεκεμβρίου 2015. 
  22. Pope, J; Volkmar, F (November 14, 2014). Medicines for Autism. 
  23. «More Problems with Functioning Labels». Ollibean. 2013-09-26. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2019-04-30. https://web.archive.org/web/20190430040320/https://ollibean.com/problems-functioning-labels/. Ανακτήθηκε στις 2017-12-29. 
  24. «Identity-First Autistic». Identity-First Autistic. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 30 Δεκεμβρίου 2017. Ανακτήθηκε στις 29 Δεκεμβρίου 2017.