Ακτινοβολία υποβάθρου

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Η ακτινοβολία υποβάθρου όπως την απεικόνισε το πρόγραμμα WMAP (2001-2010)

Ακτινοβολία Υποβάθρου ή Κοσμική Ακτινοβολία Υποβάθρου ονομάζεται το ίχνος, ή υπόλειμμα, της ακτινοβολίας που εξέπεμπε το σύμπαν όταν βρισκόταν σε κατάσταση εξαιρετικά μεγάλων θερμοκρασιών και πιέσεων. Αντιστοιχεί σε ακτινοβολία μέλανος σώματος, θερμοκρασίας 2,73 Κ (Kelvin) και έρχεται από όλες τις κατευθύνσεις. Παρουσιάζει μεγάλη ισοτροπία και ομοιογένεια. Η ύπαρξη μιας τέτοιας ακτινοβολίας είχε προβλεφθεί ήδη από το 1940 θεωρητικά από τον Τζορτζ Γκάμοφ και άλλους. Οι Άρνο Πενζίας (Penzias) και Ρόμπερτ Γουίλσον (Robert Woodrow Wilson) όμως ήταν αυτοί οι οποίοι επιβεβαίωσαν τις προβλέψεις. Το 1965 με τη βοήθεια μιας κερατοειδούς σχήματος κεραίας, την οποία οι ίδιοι κατασκεύασαν, ανακάλυψαν μια ακτινοβολία για την οποία αγνοούσαν την πηγή της, καθώς την λάμβαναν από κάθε κατεύθυνση. Υπολόγισαν πως η ακτινοβολία αυτή αντιστοιχούσε σε ακτινοβολία μελανού σώματος 3,5 K. Την ονόμασαν Ακτινοβολία Μικροκυμάτων. Αργότερα, ο δορυφόρος COBE (Cosmic Backround Explorer) έκανε πιο λεπτομερείς μετρήσεις και υπολόγισε την θερμοκρασία στα 2,7 K, όπως σήμερα είναι γνωστό.

Ακριβέστερες μετρήσεις δίνουν για την ΚΑΥ θερμοκρασία μέλαν σώματος που αντιστοιχεί στους 2.72548±0.00057 K (βαθμούς Κέλβιν).

Ο λόγος dEν/dν παρουσιάζει μέγιστο στα 160.23 GHz, στα όρια τως μικροκυμματικών συχνοτήτων ,που αντιστοιχούν σε φωτόνια ενέργειας περίπου ίση με 6.626 ⋅ 10−4 eV.