Σύναξη (αποσαφήνιση)
Ο όρος σύναξη ετυμολογικά προέρχεται από το συν+άγω αποδίδεται με την έννοια της συγκέντρωσης, συναγωγής και κυρίως της συνάθροισης. Στην αρχαιότητα είχε περισσότερο την έννοια της συγκομιδής καρπών, "σύναξις καρποφορηθέντων" (Πρόκλος). Ο όρος σήμερα μπορεί να αφορά:
- Σύναξη (λειτουργική)
- Ιερά Σύναξις
- Σύναξις των Εβδομήκοντα Αποστόλων
- Σύναξις του Ιωάννου του Προδρόμου.
- Σύναξις του Αρχαγγέλου Γαβριήλ
- Σύναξις των Δώδεκα Αποστόλων.
- Σύναξις των Θεοπατόρων Ιωακείμ και Άννης.
- Σύναξις των Αγίων Αναργύρων.
- Σύναξις των Αγίων Ασωμάτων
- Σύναξις της Υπεραγίας Θεοτόκου
- Σύναξη στρατιωτών
- Σύναξη (ακτή Μαρωνείας)
Επίσης στον πληθυντικό Συνάξεις του Θεού που ανάγεται στον Πεντηκοστιανισμό.
Παράγωγοι όροι είναι Συναξάριο, Συναξαριστής, Συναξογράφιο, συνάξιμος και συναγωνιστής.
Αυτή είναι μια σελίδα αποσαφήνισης, δηλαδή μια σελίδα που δείχνει άλλες που θα είχαν το ίδιο όνομα με αυτήν. Εάν ακολουθήσατε μια σύνδεση εδώ, μπορεί να θελήσετε να επιστρέψετε και να διορθώσετε τον σύνδεσμο για να συνδέει προς την κατάλληλη συγκεκριμένη σελίδα. |