Δίφωνο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Στην φωνητική ένα δίφωνο είναι ένα ζευγάρι ήχων που είναι γειτονικοί ο ένας με τον άλλων στη ροή της ομιλίας. Οι γλωσσολόγοι χρησιμοποιούν τα δίφωνα ως εργαλεία για να αξιολογήσουν τη γλώσσα και τις χρήσεις της. Το δίφωνο είναι ένα μικρο κομμάτι ενός μεγαλύτερου συνόλου εργαλείων για την εξέταση και κατηγοριοποίηση των χαρακτηριστικών μιας οποιαδήποτε δεδομένης γλώσσας.

Μία σημαντική πτυχή των διφώνων είναι η διάκρισή τους από ένα παρόμοιο γλωσσικό στοιχείο, τη δίφθογγο. Η δίφθογγος είναι ένας συνδυασμένος ήχος που περιέχει δύο ή περισσότερες φωνηεντικές συνιστώσες, ενώ το δίφωνο είναι δύο ξεχωριστοί ήχοι, συμπεριλαμβανομένων είτε φωνηέντων είτε συμφώνων, τα οποία τοποθετούνται το ένα δίπλα στο άλλο.

Άλλη μία μονάδα που είναι παρόμοια με το δίφωνο είναι το τρίφωνο. Τα τρίφωνα απαρτίζονται από τρεις φωνητικούς ήχους. Τόσο τα δίφωνα όσο και τα τρίφωνα χρησιμοποιούνται συχνά σε αλγόριθμους για την επεξεργασία του φυσικού λόγου, όπου η τεχνολογία προσπαθεί είτε να παραλάβει είτε να επικοινωνήσει ήχους σύμφωνα με την τεχνική χρήση αυτών των μονάδων ήχου στη γλώσσα.