Αφρικανοί Πυγμαίοι

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Χάρτης με την κατανομή των Πυγμαίων του Κονγκό και των γλωσσών τους, σύμφωνα με τον Bahuchet (2006). Δεν απεικονίζεται η νότια Τούα.
Χορευτές Baka στην ανατολική επαρχία του Καμερούν (2006)
Μητέρα και παιδί των Aka. Κεντροαφρικανική Δημοκρατία (2014)

Οι Αφρικανοί ΠυγμαίοιΠυγμαίοι του Κονγκό, «Αφρικανοί κυνηγοί-συλλέκτες τροπικών δασών»[1]) είναι ομάδα εθνοτήτων ιθαγενών της Κεντρικής Αφρικής, κυρίως στη λεκάνη του Κονγκό, που παραδοσιακά ακολουθεί τον τρόπο ζωής του τροφοσυλλέκτη και του κυνηγού-τροφοσυλλέκτη. Χωρίζονται σε τρεις, κατά προσέγγιση, γεωγραφικές ομάδες:

Διακρίνονται για το μικρό ανάστημά τους, φαινόμενο που αναφέρεται, στην ανθρωπολογική βιβλιογραφία, ως «πυγμισμός». Υποτίθεται ότι προέρχονται από την αρχική επέκταση, κατά τη Μέση Λίθινη Εποχή, των ανατομικά σύγχρονων ανθρώπων στην Κεντρική Αφρική, αν και επηρεάστηκαν σημαντικά από μεταγενέστερες μεταναστεύσεις από τη Δυτική Αφρική. Κατά την πρώτη καταγραφή τους, τον 19ο αιώνα, οι πληθυσμοί των Πυγμαίων περιορίζονται σε μια συγκριτικά μικρή περιοχή εντός της Κεντρικής Αφρικής, σε μεγάλο βαθμό αποδεκατισμένοι από την προϊστορική επέκταση των Μπαντού, και μέχρι σήμερα επηρεασμένοι ευρέως από την υποδούλωση στα χέρια των γειτονικών ομάδων Μπαντού, Ουμπάνγκι και του Κεντρικού Σουδάν.[2]

Οι περισσότερες σύγχρονες ομάδες Πυγμαίων είναι μόνο εν μέρει τροφοσυλλέκτες και εν μέρει εμπορεύονται με γειτονικούς αγρότες για την απόκτηση καλλιεργούμενων τροφίμων και υλών. Καμία ομάδα δεν ζει βαθιά στο δάσος, χωρίς πρόσβαση σε αγροτικά προϊόντα.[3] Συνολικός αριθμός περίπου 900.000 Πυγμαίων εκτιμάται ότι ζούσαν στα δάση της Κεντρικής Αφρικής το 2016, με περίπου το 60% αυτού του αριθμού να βρίσκεται στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό.[4] Ο αριθμός δεν περιλαμβάνει πληθυσμούς Νότιων Twa, οι οποίοι ζουν εκτός του δασικού περιβάλλοντος της Κεντρικής Αφρικής, εν μέρει σε περιβάλλοντα ανοιχτών βάλτων ή ερήμου.

Επιπλέον, οι Δυτικοαφρικανοί κυνηγοί-τροφοσυλλέκτες μπορεί να κατοικούσαν στη δυτική Κεντρική Αφρική πριν από το 32.000 π.Χ. και στη Δυτική Αφρική από το 16.000 - 12.000 π.Χ. μέχρι το 1000 π.Χ. ή κάποια χρονική περίοδο μετά το 1500 π.Χ.[5][6][7][8] Οι Δυτικοαφρικανοί κυνηγοί-τροφοσυλλέκτες, πολλοί από τους οποίους κατοικούσαν στην περιοχή δάσους-σαβάνας, τελικά αφομοιώθηκαν πολιτισμικά και αναμίχθηκαν με μεγαλύτερες ομάδες Δυτικοαφρικανών γεωργών, όπως συνέβη με τους μετανάστες αγρότες που μιλούσαν Μπαντού και τις συναντήσεις τους με κυνηγούς-τροφοσυλλέκτες της Κεντρικής Αφρικής.[5]

Όνομα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κονγκολέζος Πυγμαίος πατέρας και γιος (Belgian Congo at War, 1942)
Οικογένεια Πυγμαίων ποζάρει με έναν Ευρωπαίο για ένδειξη της αναλογίας (Collier's New Encyclopedia, 1921)
Ομάδα Πυγμαίων αντρών από τη Νάλα (Haut-Uele, βορειοανατολικό Κονγκό) που ποζάρει με τόξα και βέλη (περί το 1915)

Ο όρος Πυγμαίος, αναφερόμενος σε πολύ μικρόσωμα άτομα, προέρχεται από την ελληνική λέξη πυγμαῖος, η οποία περιέγραφε τον νάνο της ελληνικής μυθολογίας. Η τελευταία προέρχεται από το πυγμή (γροθιά), η υποδηλώνει μικροσκοπικό ύψος.[9]

Η χρήση του όρου «Πυγμαίος» για τους μικρόσωμους Αφρικανούς κυνηγούς-τροφοσυλλέκτες χρονολογείται στις αρχές του 19ου αιώνα, στα αγγλικά πρώτα από τον John Barrow, στο Travels Into the Interior of Southern Africa (1806). Ωστόσο, μέχρι την εξερεύνηση της λεκάνης του Κονγκό, ο όρος χρησιμοποιήθηκε διάσπαρτα και αντιμετωπίστηκε ως αβάσιμος ισχυρισμός για «φυλές νάνους» μεταξύ των Βουσμάνων του εσωτερικού της Αφρικής. Στη δεκαετία του 1860, δύο Δυτικοί εξερευνητές, ο Paul Du Chaillu και ο Georg Schweinfurth, ισχυρίστηκαν ότι βρήκαν τους μυθικούς Πυγμαίους». Το 1982, ένας σχολιαστής έγραψε το 1892 ότι, πριν τριάντα χρόνια (δηλαδή, τη δεκαετία του 1860), «κανείς δεν πίστευε στην ύπαρξη αφρικανικών νάνων φυλών» και ότι «χρειαζόταν μια αυθεντία όπως ο Δρ. Schweinfurth για να αποδείχτεί ότι οι Πυγμαίοι υπάρχουν στην Αφρική». (αναφορά στο The Heart of Africa του Georg August Schweinfurth, έκδοση 1873).[10] Το «Αφρικανός Πυγμαίος» χρησιμοποιείται για αποσαφήνιση από το «Ασιάτης Πυγμαίος», όρο ο οποίος χρησιμοποιείται για τους πληθυσμούς Νεγκρίτο (Negrito) της Νοτιοανατολικής Ασίας.

Ο Dembner, το 1996, ανέφερε πως υπάρχει γενική «περιφρόνηση προς τον όρο Πυγμαίος» μεταξύ των Πυγμαίων λαών της Κεντρικής Αφρικής, καθώς ο όρος αυτός θεωρείται υποτιμητικός, και προτιμούν να αναφέρονται με το όνομα των αντίστοιχων εθνοτικών ή φυλετικών ομάδων τους, όπως π.χ. ως Bayaka, Mbuti και Twa.[3] Δεν υπάρχει σαφής εναλλακτικός όρος για το «Πυγμαίοι». Ένας περιγραφικός όρος που χρησιμοποιείται από τη δεκαετία του 2000 είναι «Κεντροαφρικανοί τροφοσυλλέκτες».[1]

Τα τοπικά ονόματα που χρησιμοποιούνται σε ευρεία κλιμακα για τη δυτική ομάδα των Πυγμαίων είναι «Bambenga» (πληθυντικός αριθμός του Mbenga), που χρησιμοποιείται στη γλώσσα Kongo και «Bayaka» (πληθυντικός του Aka/Yaka), που χρησιμοποιείται στην Κεντροαφρικανική Δημοκρατία .

Ομάδες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι Πυγμαίοι του Κονγκό μιλούν γλώσσες της οικογένειας γλωσσών Νίγηρα-Κονγκό και του Κεντρικού Σουδάν. Υπήρξε σημαντική ανάμειξη μεταξύ των Μπαντού και των Πυγμαίων.

Υπάρχουν τουλάχιστον δώδεκα ομάδες Πυγμαίων, μερικές φορές άσχετες μεταξύ τους. Ομαδοποιούνται σε τρεις γεωγραφικές κατηγορίες:[11]

  • Οι δυτικοί Bambenga (Mbenga ) του Καμερούν και της Γκαμπόν, οι Bayaka (Aka και Baka ), οι Bakola ή Bakoya (Gyele και Kola) και οι Bongo. Αυτές οι ομάδες είναι ομιλητές των γλωσσών Μπαντού και Ουμπανγκί.
  • Οι Μπαμπούτι (Μμπούτι ) του Τροπικού Δάσους Ιτούρι, ομιλητές των γλωσσών Μπαντού και του Κεντρικού Σουδάν
  • Οι, ευρέως διασκορπισμένοι, Τούα ή Batwa:
    • Οι Τούα των Μεγάλων Λιμνών, ομιλητές των γλωσσών Μπαντού Ρούντι και Κιγκά.
    • οι «Πυγμοειδείς» Νότιοι Τούα, που δεν περιλαμβάνονται πάντα στον όρο «Πυγμαίος», καθώς τείνουν να είναι κάπως ψηλότεροι (μέσος όρος ανδρών άνω των 155 εκ).[12] Οι υποομάδες περιλαμβάνουν τους Echuya Τούα, Mongo Τούα, Lukanga Τούα και Kafwe Τούα.

Προέλευση και ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι Αφρικανοί Πυγμαίοι συχνά θεωρείται ότι είναι οι άμεσοι απόγονοι των λαών κυνηγών-τροφοσυλλεκτών της Μέσης Εποχής του Λίθου του τροπικού δάσους της Κεντρικής Αφρικής. Τη δεκαετία του 2010, βρέθηκαν γενετικές ενδείξεις για βαθύ διαχωρισμό των Πυγμαίων του Κονγκό από τη γενεαλογία των Δυτικοαφρικανών και των Ανατολικοαφρικανών, καθώς και πρόσμιξη από αρχαϊκούς ανθρώπους.[13][14] Η γενεαλογία των Αφρικανικών Πυγμαίων συνδέεται στενά με τη μιτοχονδριακή (μητρική γραμμή) απλοομάδα L1, και η απόκλιση συνέβη πριν από 170.000 έως 100.000 χρόνια.

Οι Πυγμαίοι απορροφήθηκαν εν μέρει ή εκτοπίστηκαν από μεταγενέστερη μετανάστευση αγροτών των φύλων του Κεντρικού Σουδάν και των Ουμπανγκί, οποία ξεκίνησε περίπου 5.500 χρόνια πριν[15] ενώ η υιοθέτηση των γλωσσών των Μπαντού άρχισε πριν 3.500 χρόνια.[16]

Γλωσσικό υπόστρωμα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σημαντικά γλωσσικά υποστρώματα που δεν είναι Bantu ή Ubangi έχουν εντοπιστεί στις γλώσσες των Aka και Baka, αντίστοιχα, της τάξης του 30% του λεξιλογίου. Μεγάλο μέρος αυτού του λεξιλογίου είναι βοτανικό, έχει σχέση με τη συγκομιδή μελιού ή είναι εξειδικευμένο για το δάσος και μοιράζεται μεταξύ των δύο δυτικών ομάδων Πυγμαίων. Έχει προταθεί ότι αυτό το υπόστρωμα αντιπροσωπεύει κατάλοιπο μιας αρχαίας γλωσσικής φυλής «Δυτικών Πυγμαίων», που ονομάστηκε «Mbenga» ή «Baaka». Ωστόσο, καθώς το λεξιλόγιο του υποστρώματος έχει δανειστεί ευρέως από τις φυλές που γειτονεύουν με τους Πυγμαίους, καμία ανακατασκευή μιας τέτοιας γλώσσας «Baaka» δεν είναι δυνατή για χρονολογία αρχαιότερη από μερικούς αιώνες.[17]

Με βάση την παρατήρηση γλωσσικών υποστρωμάτων έχει υποστηριχθεί ότι υπήρξε μία προγονική γλώσσα των Πυγμαίων, τουλάχιστον για ορισμένες ομάδες Πυγμαίων. Σύμφωνα με τον Merritt Ruhlen (1994), «οι Αφρικανοί Πυγμαίοι μιλούν γλώσσες που ανήκουν είτε στη Νειλο-Σαχάρια οικογένεια είτε στην οικογένεια των Νιγηροκογκολεζικών γλωσσών. Υποτίθεται ότι οι Πυγμαίοι κάποτε μιλούσαν τη δική τους γλώσσα(ες), αλλά, μέσω της συμβίωσης με άλλους Αφρικανούς, στους προϊστορικούς χρόνους, υιοθέτησαν γλώσσες που ανήκαν σε αυτές τις δύο οικογένειες.»[18]

Ο Roger Blench (1997, 1999) επέκρινε την υπόθεση της προγονικής «γλώσσας των Πυγμαίων», υποστηρίζοντας ότι ακόμη και αν υπάρχουν στοιχεία για μια κοινή προγονική γλώσσα και όχι απλώς δανεισμό, δεν θα αρκεί να εδραιωθεί μια συγκεκριμένη «πυγμαία» προέλευση παρά οποιαδήποτε από τις πολλές πιθανές απομονωμένες γλώσσες (πρώην) πληθυσμών κυνηγών-τροφοσυλλεκτών που πρεβάλλουν το τροπικό δάσος.[19] Υποστήριξε ότι οι Πυγμαίοι δεν αποτελούν το υπόλειμμα ενός ενιαίου αρχαίου φύλου Κεντροαφρικανών κυνηγών-τροφοσυλλεκτών, αλλά ότι μάλλον κατάγονται από διάφορες γειτονικές εθνογλωσσικές ομάδες, που προσαρμόζονταν ανεξάρτητα στις στρατηγικές επιβίωσης των δασών. Ο Blench ανέφερε την έλλειψη σαφών γλωσσικών και αρχαιολογικών αποδείξεων για την αρχαιότητα των Αφρικανών Πυγμαίων, ότι τα γενετικά στοιχεία, κατά την εποχή που έγραφε, ήταν αδιευκρίνιστα και ότι δεν υπάρχουν στοιχεία ότι οι Πυγμαίοι είχαν τεχνολογία κυνηγιού διαφορετική από αυτή των γειτόνων τους. Υποστήριξε ότι το χαμηλό ανάστημα των πληθυσμών των Πυγμαίων μπορεί να προκύψει σχετικά γρήγορα (σε λιγότερο από μερικές χιλιετίες) κάτω από την ισχυρή πίεση της φυσικής επιλογής.[20]

Οι κυνηγοί-τροφοσυλλέκτες της Δυτικής Αφρικής μπορεί να μιλούσαν ένα σύνολο από σήμερα εξαφανισμένες υποσαχάριες δυτικοαφρικανικές γλώσσες.[6][21] Στη βορειοανατολική περιοχή της Νιγηρίας, η απομονωμένη γλώσσα Jalaa μπορεί να ήταν μια κατιούσα γλώσσα από το αρχικό σύνολο γλωσσών που μιλούσαν οι κυνηγοί-τροφοσυλλέκτες της Δυτικής Αφρικής.[5]

Γενετική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γενετικές μελέτες έχουν βρει στοιχεία ότι οι Αφρικανοί Πυγμαίοι κατάγονται από τους κατοίκους της Μέσης Λίθινης Εποχής της Κεντρικής Αφρικής, με χρόνο διαχωρισμού από τους Δυτικούς και Ανατολικούς Αφρικανούς της τάξης των 130.000 ετών . Οι Αφρικανοί Πυγμαίοι κατά την ιστορική περίοδο έχουν εκτοπιστεί σημαντικά και αφομοιωθεί από πολλά κύματα ομιλητών των γλωσσών του Νίγηρα-Κονγκό και της Νειλο-Σαχάριας, των φυλών του Κεντρικού Σουδάν, της Ουμπανγκί και της Μπαντού.[14]

Γενετικά, οι Αφρικανοί Πυγμαίοι έχουν κάποιες βασικές διαφορές με τους λαούς Μπαντού.[22] [23] Οι μονογονικοί γενετικοί δείκτες των Αφρικανών Πυγμαίων εμφανίζουν την πιο αρχαία απόκλιση από άλλες ανθρώπινες ομάδες μεταξύ των ανατομικά σύγχρονων ανθρώπων, αμέσως από αυτή που εμφανίζεται σε ορισμένους πληθυσμούς Khoisan στη Νότια Αφρική.[24] Οι ερευνητές εντόπισαν μια αυτόχθονη προγονική γενεαλογία mtDNA που μοιράζονται οι Πυγμαίοι και οι Μπαντού, υποδηλώνοντας ότι και οι δύο πληθυσμοί ήταν αρχικά ένας και ότι άρχισαν να αποκλίνουν από τους κοινούς προγόνους πριν από περίπου 70.000 χρόνια. Μετά από περίοδο απομόνωσης, κατά τη διάρκεια της οποίας συσσωρεύτηκαν οι διαφορές φαινοτύπου μεταξύ των Πυγμαίων και των αγροτών Μπαντού, οι Πυγμαίες γυναίκες άρχισαν να παντρεύονται άντρες αγρότες Μπαντού (αλλά όχι το αντίθετο). Αυτή η τάση ξεκίνησε πριν από περίπου 40.000 χρόνια και συνεχίστηκε μέχρι πριν από μερικές χιλιάδες χρόνια. Μετά από αυτό, η δεξαμενή γονιδίων των Πυγμαίων δεν εμπλουτίστηκε από άλλες εξωτερικές εισροές γονιδίων. [25] [26]

Η μιτοχονδριακή απλοομάδα L1c συνδέεται στενά με τους Πυγμαίους, ειδικά με τις ομάδες Bambenga . [25] Ο επιπολασμός της L1c αναφέρθηκε ποικιλοτρόπως ως: 100% στοους Ba-Kola, 97% στους Aka (Ba-Benzélé) και 77% στους Biaka, [27] 100% στους Bedzan (Tikar), 97% και 100% στις φυλές Baka της Γκαμπόν και του Καμερούν, αντίστοιχα, [28] 97% στους Μπακόγια και 82% στους Μπα-Μπόνγκο . [25] Οι μιτοχονδριακές απλοομάδες L2a και L0a είναι διαδεδομένες μεταξύ των Bambuti . [25] [29]

Οι Patin et al. (2009) προτείνουν δύο μοναδικές αποκλίσεις από άλλους ανθρώπινους πληθυσμούς, της εποχής του όψιμου Πλειστόκαινου (πριν από 60.000 χρόνια), και μια διάσπαση μεταξύ των ανατολικών και δυτικών ομάδων Πυγμαίων πριν από περίπου 20.000 χρόνια. [30]

Χαμηλό ανάστημα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σύγκριση μεγέθους μεταξύ Πυγμαίων, Άγγλων αξιωματικών, Σουδανών και Ζανζιβαριανών (1890)

Διάφορες υποθέσεις έχουν προταθεί για να εξηγήσουν το χαμηλό ανάστημα των Αφρικανών Πυγμαίων. Οι Becker και άλλοι,[31] προτείνουν ότι ο αφρικανικός πυγμισμός μπορεί να έχει προκύψει ως προσαρμογή στα σημαντικά χαμηλότερα μέσα επίπεδα υπεριώδους φωτός που είναι διαθέσιμα κάτω από το θόλο των περιβαλλόντων των τροπικών δασών.[32] Σε παρόμοια υποθετικά σενάρια, λόγω μειωμένης πρόσβασης στο ηλιακό φως, παράγεται συγκριτικά μικρότερη ποσότητα ανατομικά διαμορφωμένης βιταμίνης D, με αποτέλεσμα περιορισμένη πρόσληψη ασβεστίου από τη διατροφή και στη συνέχεια περιορισμένη ανάπτυξη και συντήρηση των οστών, με αποτέλεσμα μια συνολική μέση σκελετική μάζα του πληθυσμού κοντά στο χαμηλότερο περιφέρεια του φάσματος ανάμεσα στους ανατομικά σύγχρονους ανθρώπους.[33]

Άλλες προτεινόμενες εξηγήσεις περιλαμβάνουν τη δυνητικά μικρότερη διαθεσιμότητα πηγών τροφής πλούσιων σε πρωτεΐνες σε περιβάλλοντα τροπικών δασών, τα συχνά μειωμένα επίπεδα ασβεστίου του εδάφους σε περιβάλλοντα τροπικών δασών, τη θερμιδική δαπάνη που απαιτείται για τη διάσχιση των τροπικών δασών, τον νανισμό ως προσαρμογή στην ισημερινή και τροπική ζέστη και υγρασία και τον πυγμισμό ως προσαρμογή που σχετίζεται με την ταχεία αναπαραγωγική ωρίμανση υπό συνθήκες πρώιμης θνησιμότητας.[34]

Πρόσθετα στοιχεία δείχνουν ότι, σε σύγκριση με άλλους πληθυσμούς της Υποσαχάριας Αφρικής, οι πληθυσμοί των Αφρικανών Πυγμαίων εμφανίζουν ασυνήθιστα χαμηλά επίπεδα έκφρασης των γονιδίων που κωδικοποιούν την ανθρώπινη αυξητική ορμόνη και τον υποδοχέα της, φαινόμενο που συνδέεται με χαμηλά επίπεδα ορού του αυξητικού παράγοντα-1 που προσομοιάζει με ινσουλίνη καθώς και με χαμηλό ανάστημα.[35]

Μουσική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πυγμαίοι μουσικοί κρουστών (1930)

Οι Αφρικανοί Πυγμαίοι είναι ιδιαίτερα γνωστοί για τη φωνητική τους μουσική, η οποία χαρακτηρίζεται συνήθως από πυκνό αντιστικτικό αυτοσχεδιασμό. Η Simha Arom αναφέρει πως η Ευρώπη έφτασε το επίπεδο πολυφωνικής πολυπλοκότητας της μουσικής των Πυγμαίων τον 14ο αιώνα. Παρόλα αυτά, η κουλτούρα των Πυγμαίων είναι άγραφη και αρχαία, καθώς ορισμένες ομάδες Πυγμαίων είναι οι πρώτοι γνωστοί πολιτισμοί σε ορισμένες περιοχές της Αφρικής.[36] Η μουσική διαπερνά την καθημερινή ζωή, με τραγούδια για διασκέδαση, ειδικές εκδηλώσεις και κοινές δραστηριότητες. Οι Πυγμαίοι είναι γνωστό ότι χρησιμοποιούν ένα όργανο που ονομάζεται n'dehou που είναι φλάουτο από μπαμπού. Το n'dehou παράγει μόνο έναν ήχο (νότα), ωστόσο, το άτομο που χρησιμοποιεί αυτό το όργανο μπορεί να κρατήσει την αναπνοή του και να εισπνέει παράγοντας ήχους υψηλής τονικότητας. Αυτό επιτρέπει στο άτομο να παράγει πολυρυθμική μουσική χρησιμοποιώντας ένα όργανο μιας νότας. Μαζί με τους διαφορετικούς ήχους της αναπνοής και του n'dehou, ο μουσικός μπορεί επίσης να πατήσει τα πόδια του ή να χτυπήσει στο στήθος του για να προσθέσει ακόμα μεγαλύτερη διάσταση και πολυπλοκότητα στη μουσική. Το n'dehou διαδόθηκε, τον υπόλοιπο κόσμο, από τον Καμερουνέζο μουσικό Francis Bebey.

Η πολυφωνική μουσική συναντάται μεταξύ των Aka–Baka και των Mbuti, αλλά όχι μεταξύ των Gyele (Kola) ή των διαφόρων ομάδων Τούα.

Σύγχρονα ζητήματα στην κοινωνία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Υποδούλωση, κανιβαλισμός και γενοκτονία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στη Δημοκρατία του Κονγκό, όπου οι Πυγμαίοι εκτιμάται ότι αποτελούν μεταξύ 1,2% και 10% του πληθυσμού,[37] πολλοί Πυγμαίοι ζουν ως δούλοι των Μπαντού. Το έθνος του Κογκό είναι βαθιά διαστρωματωμένο μεταξύ αυτών των δύο μεγάλων εθνοτικών ομάδων. Οι σκλάβοι Πυγμαίοι ανήκουν από τη γέννησή τους στους κυρίους τους σε μια σχέση που οι Μπαντού αποκαλούν μακρόχρονηυ παράδοση. Παρόλο που οι Πυγμαίοι είναι υπεύθυνοι για μεγάλο μέρος του κυνηγιού, του ψαρέματος και της χειρωνακτικής εργασίας στα χωριά της ζούγκλας, οι Πυγμαίοι και οι Μπαντού λένε ότι οι Πυγμαίοι συχνά αμείβονται σύμφωνα με τις ιδιοτροπίες του κυρίου τους, με τσιγάρα, μεταχειρισμένα ρούχα ή ακόμα και τίποτα. Ως αποτέλεσμα της πίεσης της UNICEF και των ακτιβιστών για τα ανθρώπινα δικαιώματα, ένας νόμος που θα παρέχει ειδική προστασία στους Πυγμαίους αναμένει ψήφιση από το Κοινοβούλιο του Κονγκό.[2]

Στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης Ιτούρι, οι ομάδες ανταρτών που υποστηρίζονται από την Ουγκάντα κατηγορήθηκαν από τον ΟΗΕ ότι υποδούλωσαν τους Μπούτι σε αναζήτηση ορυκτών και ζωοτροφών για δασική τροφή, με όσους επέστρεφαν με άδεια χέρια να σκοτώνονται και να τρώγονται.[38]

Το 2003, ο Sinafasi Makelo, εκπρόσωπος των Πυγμαίων Mbuti, ανέφερε στο Φόρουμ των Ιθαγενών του ΟΗΕ ότι κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου του Κονγκό, οι άνθρωποι του λαού του κυνηγήθηκαν και φαγώθηκαν σαν να ήταν θηράματα. Στη γειτονική επαρχία του Βόρειου Κίβου υπήρξε κανιβαλισμός από μια ομάδα θανάτου γνωστή ως Les Effaceurs («οι Γόμες») η οποία ήθελε να εκκαθαρίσει τη γη από τους ανθρώπους της προκειμένου να προχωρήσει η εκμετάλλευση ορυκτών.[39] Και οι δύο εμπόλεμες πλευρές τους θεωρούσαν «υπανθρώπους» και μερικοί πιστεύουν ότι η σάρκα τους μπορεί να προσδώσει μαγικές δυνάμεις.[40]

Ο Μακέλο ζήτησε από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ να αναγνωρίσει τον κανιβαλισμό ως έγκλημα κατά της ανθρωπότητας και ως πράξη γενοκτονίας. [41] Σύμφωνα με το Minority Rights Group International (MRG), υπάρχουν εκτεταμένα στοιχεία για μαζικές δολοφονίες, κανιβαλισμό και βιασμούς Πυγμαίων και έχει ζητήσει από το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο να διερευνήσει την εκστρατεία εξόντωσης των Πυγμαίων. Αν και οι Πυγμαίοι έχουν στοχοποιηθεί σχεδόν από όλες τις ένοπλες ομάδες, μεγάλο μέρος της βίας εναντίον τους αποδίδεται στην ανταρτική ομάδα, το Κίνημα για την Απελευθέρωση του Κονγκό, η οποία είναι μέρος της μεταβατικής κυβέρνησης και εξακολουθεί να ελέγχει μεγάλο μέρος του Βορρά, και τους συμμάχους της.[42]

Στην επαρχία της Βόρειας Κατάνγκα, ξεκινώντας από το 2013, οι Πυγμαίοι Batwa, τους οποίους οι φυλές Λούμπα εκμεταλλεύονται συχνά και φέρεται να υποδουλώνουν,[43] οργανώθηκαν σε πολιτοφυλακές, όπως η πολιτοφυλακή «Perci» και επιτέθηκαν στα χωριά των Λούμπα.[44] Μια πολιτοφυλακή των Λούμπα, γνωστή ως «Elements» αντεπιτέθηκε, διαπράττοντας μεταξύ άλλων τον φόνο 30 τουλάχιστον ατόμων στον καταυλισμό εκτοπισμένων «Vumilia 1», τον Απρίλιο του 2015. Από την έναρξη της σύγκρουσης, εκατοντάδες έχουν σκοτωθεί και δεκάδες χιλιάδες έχουν εκτοπιστεί από τα σπίτια τους.[43] Συχνά, τα όπλα που χρησιμοποιούνται στη σύγκρουση συχνά βέλη και τσεκούρια, αντί πυροβόλα όπλα.[44]

Το 1904, στις ΗΠΑ, ο Ότα Μπένγκα[45], έφηβος Πυγμαίος από το Κονγκό, αγοράστηκε από δουλεμπόρους με σκοπό την επίδειξή του σε διάφορες εκθέσεις, λόγω της ιδιαίτερής του εμφάνισης. Ο Ota είχε ακονισμένα δόντια ως αποτέλεσμα των παραδόσεων της φυλής του και ήταν επίσης κοντός στο ανάστημα. Το 1906, ο Ota μεταφέρθηκε στον ζωολογικό κήπο του Μπρονξ και εκτέθηκε στο σπίτι των πιθήκων. [46], όπου του δόθηκαν τόξο και βέλη για προστασία από τα ζώα. Μετά το κλείσιμο της έκθεσης, ο Ota δεν μπόρεσε να επιστρέψει στην πατρίδα του στο Κονγκό και έζησε το υπόλοιπο της ζωής του στη Βιρτζίνια, έως ότου έπαθε κατάθλιψη και έβαλε τέλος στη ζωή του, σε ηλικία 33 ετών.

Συστηματικές διακρίσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ιστορικά, οι μόνιμα εγκατεστημένες φυλές των Μπαντού και οι αποικιακές αρχές θεωρούσαν πάντοτε τους Πυγμαίους κατώτερα όντα.[47] Αυτή η αντίληψη μεταφράστηκε σε συστηματικές διακρίσεις. Ένα πρώιμο παράδειγμα ήταν η σύλληψη παιδιών Πυγμαίων, υπό την αιγίδα των βελγικών αποικιακών αρχών, οι οποίες τα εξήγαγαν σε ζωολογικούς κήπους σε όλη την Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένης της παγκόσμιας έκθεσης στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1907.[47]

Οι Πυγμαίοι συχνά εκδιώκονται από τη γη τους και τους προσφέρονται οι χαμηλότερα αμειβόμενες θέσεις εργασίας. Σε κρατικό επίπεδο, οι Πυγμαίοι δεν θεωρούνται πολίτες από τα περισσότερα αφρικανικά κράτη και δεν τους παρέχονται δελτία ταυτότητας, τίτλοι γαιοκτησίας, υγειονομική περίθαλψη και πρόσβαση στην εκπαίδευση[εκκρεμεί παραπομπή]

Οι Άκα Πυγμαίοι που ζουν στο Ειδικό Αποθεματικό Dzanga-Sangha στην Κεντροαφρικανική Δημοκρατία

Στο τροπικό δάσος της Κεντρικής Αφρικής, απομένουν περίπου 500.000 Πυγμαίοι.[47] Αυτός ο πληθυσμός μειώνεται ραγδαία καθώς η φτώχεια, οι γάμοι με τους λαούς Μπαντού, ο εκδυτικισμός και η αποψίλωση των δασών καταστρέφουν σταδιακά τον τρόπο ζωής και τον πολιτισμό τους.

Το μεγαλύτερο περιβαλλοντικό πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι Πυγμαίοι είναι η απώλεια της παραδοσιακής πατρίδας τους, των τροπικών δασών της Κεντρικής Αφρικής. Σε χώρες όπως το Καμερούν, η Γκαμπόν, η Κεντροαφρικανική Δημοκρατία και η Δημοκρατία του Κονγκό αυτό οφείλεται στην αποψίλωση των δασών και στην επιθυμία αρκετών κυβερνήσεων στην Κεντρική Αφρική να εκδιώξουν τους Πυγμαίους από το δασικό τους περιβάλλον προκειμένου να επωφεληθούν από την πώληση σκληρού ξύλου και την εγκατάσταση αγροτών στην εκκαθαρισμένη γη. Σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως στη Ρουάντα και τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, αυτή η σύγκρουση είναι βίαιη. Ορισμένες ομάδες, όπως οι Χούτου ττης Interahamwe, επιθυμούν να εξαλείψουν τους Πυγμαίους και να πάρουν τους πόρους του δάσους ως στρατιωτική κατάκτηση, χρησιμοποιώντας τους πόρους αυτούς για στρατιωτική αλλά και οικονομική ανάπτυξη.[47] Δεδομένου ότι οι Πυγμαίοι βασίζονται στο δάσος για τη φυσική και πολιτιστική τους επιβίωση, καθώς αυτά τα δάση εξαφανίζονται, το ίδιο συμβαίνει και με τους Πυγμαίους.

Μαζί με τον Raja Sheshadri, η οργάνωση προστασίας ανθρωπίνων δικαιωμάτων που εκπροσωπείται από τον ιστότοπο fPcN-Global.org έχει πραγματοποιήσει έρευνα για τους Πυγμαίους. Η οργάνωση υποστηρίζει ότι, καθώς το δάσος έχει υποχωρήσει λόγω των δραστηριοτήτων υλοτομίας, οι αρχικοί του κάτοικοι έχουν αναγκαστεί να μετοικήσουν σε κατοικημένες περιοχές προκειμένου να ενταχθούν στην επίσημη οικονομία, εργαζόμενοι ως περιστασιακοί εργάτες ή σε εμπορικές φάρμες, εκτιθέμενοι εκτίθενται σε νέες ασθένειες.[48] Αυτή η αλλαγή τους έφερε σε στενότερη επαφή με γειτονικές εθνοτικές κοινότητες των οποίων τα επίπεδα HIV (νόσος AIDS) είναι γενικά υψηλότερα. Αυτό οδήγησε στην εξάπλωση του HIV στις φυλές των Πυγμαίων.

Δεδομένου ότι η φτώχεια έχει γίνει πολύ διαδεδομένη στις κοινότητες των Πυγμαίων, έχει γίνει κοινή πρακτική η σεξουαλική εκμετάλλευση των ιθαγενών γυναικών. Το εμπορευματοποιημένο σεξ έχει ενισχυθεί από την υλοτομία, η οποία συχνά τοποθετεί μεγάλες ομάδες ανδρών εργατών σε στρατόπεδα που βρίσκονται κοντά σε κοινότητες Πυγμαίων[εκκρεμεί παραπομπή].

Ομάδες ανθρωπίνων δικαιωμάτων έχουν επίσης αναφέρει εκτεταμένη σεξουαλική κακοποίηση ιθαγενών γυναικών στην, πληττόμενη από συγκρούσεις, ανατολική Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό. Παρά τους κινδύνους αυτούς, οι πληθυσμοί των Πυγμαίων έχουν γενικά κακή πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας και πληροφορίες σχετικά με τον ιό HIV. Το βρετανικό ιατρικό περιοδικό, The Lancet, δημοσίευσε μια ανασκόπηση που δείχνει ότι οι πληθυσμοί των Πυγμαίων συχνά είχαν χειρότερη πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη, σε σχέση με τις γειτονικές κοινότητες.[49] Σύμφωνα με την έκθεση, ακόμη και όπου υπάρχουν εγκαταστάσεις υγειονομικής περίθαλψης, πολλοί Πυγμαίοι δεν τις χρησιμοποιούν επειδή δεν μπορούν να πληρώσουν για ιατρικές επισκέψεις και φάρμακα, δεν έχουν τα έγγραφα και τα δελτία ταυτότητας που απαιτούνται για να ταξιδέψουν ή να λάβουν νοσοκομειακή περίθαλψη και υπόκεινται σε εξευτελισμό και μεταχείριση που εισάγει διακρίσεις.[48]

Μελέτες στο Καμερούν και τη ΛΔΚ στις δεκαετίες του 1980 και του 1990 έδειξαν χαμηλότερο επιπολασμό του HIV στους πληθυσμούς των Πυγμαίων από ό,τι μεταξύ των γειτονικών ομάδων, αλλά έχουν καταγραφεί πρόσφατες αυξήσεις. Μια μελέτη διαπίστωσε ότι ο επιπολασμός του HIV μεταξύ των Πυγμαίων Baka στο ανατολικό Καμερούν αυξήθηκε από 0,7% το 1993 σε 4% το 2003. [48]

Αποψίλωση των δασών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μια κοινοπραξία ερευνητών πραγματοποίησε μελέτη περίπτωσης για τους Πυγμαίους της Αφρικής και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αποψίλωση των δασών έχει επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό την καθημερινότητά τους.[50] Ο πολιτισμός των Πυγμαίων απειλείται σήμερα από τις δυνάμεις της πολιτικής και οικονομικής αλλαγής.[51]

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 To «Κεντροαφρικανοί τροφοσυλλέκτες» χρησιμοποιείται, κάποιες φορές μαζί με το «Πυγμαίοι», πχ:
    Susan Kent, Cultural Diversity Among Twentieth-Century Foragers: An African Perspective (2006). Richard Bradshaw, Juan Fandos-Rius, Historical Dictionary of the Central African Republic (2016), σ. 11; Schlebusch et al. (2017).
    Το «Αφρικανοί κυνηγοί-τροφοσυλλέκτες του τροπικού δάσους» χρησιμοποιείται σε μελέτες πληθυσμιακής γενετικής, από το 2015 περίπου: Fagny, Maud; Patin, Etienne; MacIsaac, Julia L; Rotival, Maxime; Flutre, Timothée; Jones, Meaghan J και άλλοι. (2015). «The epigenomic landscape of African rainforest hunter-gatherers and farmers». Nature Communications 6: 10047. doi:10.1038/ncomms10047. PMID 26616214. Bibcode2015NatCo...610047F. 
    Το «Λαοί του Δάσους της Κεντρικής Αφρικής» χρησιμοποιήθηκε σε περιορισμένο βαθμό στις αρχές της δεκαετίας του 2000s. πχ Racism Against Indigenous Peoples, International Work Group for Indigenous Affairs (2001), σ. 312; Thomas Widlok, Wolde Gossa Tadesse (eds.), Property and Equality vol. 2 (2005), σ. 104.
  2. 2,0 2,1 Thomas, Katie (March 12, 2007). «Congo's Pygmies live as slaves». The News & Observer. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2009-02-28. https://web.archive.org/web/20090228160138/http://newsobserver.com/110/story/552528.html.  Kristof, Nicholas D. (June 16, 1997). «As the World Intrudes, Pygmies Feel Endangered». New York Times. https://www.nytimes.com/1997/06/16/world/as-the-world-intrudes-pygmies-feel-endangered.html?pagewanted=all&src=pm. 
  3. 3,0 3,1 S. A. Dembner, "Forest peoples in the central African rain forest: focus on the pygmies" Unasylva — An international journal of forestry and forest industries Vol. 47 – 1996/3. "Pygmies are distributed discontinuously across nine different African countries Rwanda, Burundi, Uganda, Zaire, the Central African Republic, Cameroon, Equatorial Guinea, Gabon and the Congo and live in innumerable distinct ethnic groups that are separated by geography, language, customs and technology. The one characteristic that is common to them all, regardless of their location or degree of acculturation, is their disdain for the term 'pygmy'. Without exception, they prefer to be called by their appropriate ethnic name, such as Mbuti, Efe, Aka, Asua, and consider the term 'pygmy' as pejorative."
  4. Olivero, Jesús; Fa, John E; Farfán, Miguel A; Lewis, Jerome; Hewlett, Barry; Breuer, Thomas; Carpaneto, Giuseppe M; Fernández, María και άλλοι. (2016). «Distribution and Numbers of Pygmies in Central African Forests». PLOS ONE 11 (1): e0144499. doi:10.1371/journal.pone.0144499. PMID 26735953. Bibcode2016PLoSO..1144499O. 
  5. 5,0 5,1 5,2 MacDonald, Kevin C. (2 Σεπτεμβρίου 2003). «Archaeology, language and the peopling of West Africa: a consideration of the evidence». Archaeology and Language II: Archaeological Data and Linguistic Hypotheses. London and New York: Routledge. σελίδες 39–40, 43–44, 48–49. ISBN 9780203202913. 
  6. 6,0 6,1 MacDonald, Kevin (1997). «Korounkorokalé revisited: The Pays Mande and the West African microlithic technocomplex». African Archaeological Review 14 (3): 192–196. doi:10.1007/BF02968406. https://link.springer.com/article/10.1007%2FBF02968406. 
  7. Scerri, Eleanor M. L. (2021). «Continuity of the Middle Stone Age into the Holocene». Scientific Reports 11 (1): 70. doi:10.1038/s41598-020-79418-4. PMID 33431997. 
  8. Van Beek, Walter E.A.· Banga, Pieteke M. (11 Μαρτίου 2002). The Dogon and their trees. Routledge. σελ. 66. ISBN 9781134919567. 
  9. pygmy. Online Etymology Dictionary.
  10. Schlichter, Henry. 1892. "The Pygmy tribes of Africa" Αρχειοθετήθηκε 2022-07-08 στο Wayback Machine., The Scottish Geographical Magazine 8 (1892), 289-301, 345-357.
  11. "Mbuti, Twa, and Mbenga". Στο Stokes (επιμ.) 2009. Encyclopedia of the Peoples of Africa and the Middle East, Volume 1
  12. Ο Hiernaux (1975) διαχώρισε τους Mbuti και Biaka, με μέσο ύψος ανδρών και γυναικών περ. 1,54 και 1,44 μ. αντιστοίχως, από τις "Πυγμοειδείς" ομάδεςs (Τούα και γειτονικές φυλές της Ουγκάντα, Ρουάντα και Νοτίου Κονγκό) με κάπως μεγαλύτερρο μέσο ύψος, 1,5 έως 1,6 μ. (παράθεση στους Cavalli-Sforza, L. Luca, Menozzi Paolo και Piazza Alberto (1994), The History and Geography of Human Genes, Princeton, New Jersey: Princeton University Press, σ. 168, πίνακας “A Summary of Hiernaux's Classification (Hiernaux 1975) of the Sub-Saharan African Peoples").
  13. Lipson, Mark; Ribot, Isabelle; Mallick, Swapan; Rohland, Nadin; Olalde, Iñigo; Adamski, Nicole; Broomandkhoshbacht, Nasreen; Lawson, Ann Marie και άλλοι. (Jan 2020). «Ancient West African foragers in the context of African population history» (στα αγγλικά). Nature 577 (7792): 665–670. doi:10.1038/s41586-020-1929-1. ISSN 0028-0836. PMID 31969706. PMC 8386425. Bibcode2020Natur.577..665L. https://www.nature.com/articles/s41586-020-1929-1.epdf?referrer_access_token=Sv5T97VpZT8Bof_UnmrDHdRgN0jAjWel9jnR3ZoTv0MCUu5RcRm4n8PzkjDdW2JMOfq7vA7xSFftEkttydvrM5vgXGT719_dEXF6QQTKOG8PN8tN9Tx5qFP22jW1pSN7HePU0sSCCdWiS7B60HdgbKxaaUViR7KllWOzHCLEGpDzLY1oX6uASQ48RT1O5xXVcM42U-hybHxcoVZqmdzGdRULZdTxCmUQqjziHZFTnHaIXhcjDExYjoOarSo7TwogZWnQh-P7NW-zBWY5fr8nXJ0Jw4IQhNrX7B4hy8UJ_7Y=&tracking_referrer=www.sciencenews.org. 
  14. 14,0 14,1 Lachance, Joseph; Vernot, Benjamin; Elbers, Clara C; Ferwerda, Bart; Froment, Alain; Bodo, Jean-Marie; Lema, Godfrey; Fu, Wenqing και άλλοι. (2012). «Evolutionary History and Adaptation from High-Coverage Whole-Genome Sequences of Diverse African Hunter-Gatherers». Cell 150 (3): 457–469. doi:10.1016/j.cell.2012.07.009. PMID 22840920.  Schlebusch, Carina M; Malmström, Helena; Günther, Torsten; Sjödin, Per; Coutinho, Alexandra; Edlund, Hanna; Munters, Arielle R; Vicente, Mário και άλλοι. (2017). «Southern African ancient genomes estimate modern human divergence to 350,000 to 260,000 years ago». Science 358 (6363): 652–655. doi:10.1126/science.aao6266. PMID 28971970. Bibcode2017Sci...358..652S.  Schlebusch, Carina M; Malmström, Helena; Günther, Torsten; Sjödin, Per; Coutinho, Alexandra; Edlund, Hanna; Munters, Arielle R; Steyn, Maryna και άλλοι. (2017). Ancient genomes from southern Africa pushes modern human divergence beyond 260,000 years ago. doi:10.1101/145409.  Older (pre-2010) studies with inconclusive results: R. Blench and M. Dendo. Genetics and linguistics in sub-Saharan Africa, Cambridge-Bergen, June 24, 2004. Cavalli-Sforza, Luigi Luca (1986). African pygmies. Academic Press. ISBN 978-0-12-164480-2. 
  15. Igor Kopytoff, The African Frontier: The Reproduction of Traditional African Societies (1989), 9–10 όπως παρατίθεται στην ιστοσελίδα, Pre-historic Roots of the Igbo Language, A Mighty Tree, 2011).
  16. R. M. Blench, Genetics and linguistics in sub-Saharan Africa (2004), "4.3 The origin of the African pygmies": "The common view, however, is that the pygmies are the ancient denizens of the forest zone, dating from at least the Middle Stone Age (MSA) (e.g. Cavalli-Sforza 1968a). They would have lived by hunting and gathering until they encountered expanding Central Sudanic, Adamawa-Ubangian and Bantu-speaking farmers ca. 4000 bp. Since that date they have lived in a symbiosis with the farmers, often as a despised and marginalised group. If this is the case, then major MSA archaeological sites in the area of the present-day rain-forest are presumed to be the traces of these ancient pygmy groups. There is no doubt the Central African rainforest has been occupied for a very long time (Clist 1995; Mercader and Marti 1999), but there is no direct evidence as to the racial or genetic affiliations of the populations whose stone tools have been recovered. These sites have problems of dating, but it is usually assumed that the sites, ‘Sangoan’ or ‘Lupemban’ are >40,000 years old (the usual limit of radio-carbon dating)."
  17. Bahuchet, Serge (1993) "History of the inhabitants of the central African rain forest: perspectives from comparative linguistics." στο C.M. Hladik, επιμ., Tropical forests, people, and food: Biocultural interactions and applications to development. Paris: Unesco/Parthenon. (ISBN 1850703809)
  18. Ruhlen, Merritt (1994) The Origin of Language: Tracing the Evolution of the Mother Tongue. John Wiley & Sons, Inc: New York, p. 154, (ISBN 0471584266).
  19. Blench, Roger (1997) "The languages of Africa". In Roger Blench and Matthew Spriggs (eds.), Archaeology and language IV, Routledge, (ISBN 1134816235)
  20. Blench, Roger. 1999. Are the African Pygmies an ethnographic fiction? In: Central African hunter-gatherers in a multi-disciplinary perspective: challenging elusiveness. K. Biesbrouck, S. Elders & G. Rossel eds. 41-60. Leiden: CNWS.
  21. Abd-El-Moniem, Hamdi Abbas Ahmed. «A New Recording Of Mauritanian Rock Art» (PDF). σελ. 221. 
  22. Jarvis, Joseph P; Scheinfeldt, Laura B; Soi, Sameer; Lambert, Charla; Omberg, Larsson; Ferwerda, Bart; Froment, Alain; Bodo, Jean-Marie και άλλοι. (2012). «Patterns of Ancestry, Signatures of Natural Selection, and Genetic Association with Stature in Western African Pygmies». PLOS Genetics 8 (4): e1002641. doi:10.1371/journal.pgen.1002641. PMID 22570615. 
  23. López Herráez, David; Bauchet, Marc; Tang, Kun; Theunert, Christoph; Pugach, Irina; Li, Jing; Nandineni, Madhusudan R; Gross, Arnd και άλλοι. (2009). «Genetic Variation and Recent Positive Selection in Worldwide Human Populations: Evidence from Nearly 1 Million SNPs». PLOS ONE 4 (11): e7888. doi:10.1371/journal.pone.0007888. PMID 19924308. Bibcode2009PLoSO...4.7888L. 
  24. Tishkoff, S. A; Reed, F. A; Friedlaender, F. R; Ehret, C; Ranciaro, A; Froment, A; Hirbo, J. B; Awomoyi, A. A και άλλοι. (2009). «The Genetic Structure and History of Africans and African Americans». Science 324 (5930): 1035–1044. doi:10.1126/science.1172257. PMID 19407144. Bibcode2009Sci...324.1035T. 
  25. 25,0 25,1 25,2 25,3 Quintana-Murci, L; Quach, H; Harmant, C; Luca, F; Massonnet, B; Patin, E; Sica, L; Mouguiama-Daouda, P και άλλοι. (2008). «Maternal traces of deep common ancestry and asymmetric gene flow between Pygmy hunter-gatherers and Bantu-speaking farmers». Proceedings of the National Academy of Sciences 105 (5): 1596–1601. doi:10.1073/pnas.0711467105. PMID 18216239. Bibcode2008PNAS..105.1596Q. 
  26. S. Bahuchet/MNHN Common Origins of Pygmies and Bantus. http://www2.cnrs.fr/en/1164.htm
  27. Sarah A. Tishkoff et al. 2007, History of Click-Speaking Populations of Africa Inferred from mtDNA and Y Chromosome Genetic Variation. Molecular Biology and Evolution 2007 24(10):2180-2195
  28. Lluis Quintana-Murci et al. MtDNA diversity in Central Africa: from hunter-gathering to agriculturalism. CNRS-Institut Pasteur, Paris
  29. Silva, Marina; Alshamali, Farida; Silva, Paula; Carrilho, Carla; Mandlate, Flávio; Jesus Trovoada, Maria; Černý, Viktor; Pereira, Luísa και άλλοι. (2015). «60,000 years of interactions between Central and Eastern Africa documented by major African mitochondrial haplogroup L2». Scientific Reports 5: 12526. doi:10.1038/srep12526. PMID 26211407. Bibcode2015NatSR...512526S. 
  30. Patin, Etienne; Laval, Guillaume; Barreiro, Luis B; Salas, Antonio; Semino, Ornella; Santachiara-Benerecetti, Silvana; Kidd, Kenneth K; Kidd, Judith R και άλλοι. (2009). «Inferring the Demographic History of African Farmers and Pygmy Hunter–Gatherers Using a Multilocus Resequencing Data Set». PLOS Genetics 5 (4): e1000448. doi:10.1371/journal.pgen.1000448. PMID 19360089. «little is known about the chronology of the demographic events—size changes, population splits, and gene flow—ultimately giving rise to contemporary Pygmy (Western and Eastern) groups and neighboring agricultural populations. We studied the branching history of Pygmy hunter–gatherers and agricultural populations from Africa and estimated separation times and gene flow between these populations. The model identified included the early divergence of the ancestors of Pygmy hunter–gatherers and farming populations ~60,000 years ago, followed by a split of the Pygmies' ancestors into the Western and Eastern Pygmy groups ~20,000 years ago. Our findings increase knowledge of the history of the peopling of the African continent in a region lacking archaeological data.». 
  31. Becker, Noémie S.A.; Verdu, Paul; Froment, Alain; Le Bomin, Sylvie; Pagezy, Hélène; Bahuchet, Serge; Heyer, Evelyne (2011). «Indirect evidence for the genetic determination of short stature in African Pygmies». American Journal of Physical Anthropology 145 (3): 390–401. doi:10.1002/ajpa.21512. PMID 21541921. https://deepblue.lib.umich.edu/bitstream/2027.42/86961/1/21512_ftp.pdf. 
  32. O'Dea, Julian (21 Δεκεμβρίου 2009). «Ultraviolet light levels available in the rainforest». 
  33. O'Dea, JD (1994). «Possible contribution of low ultraviolet light under the rainforest canopy to the small stature of Pygmies and Negritos». HOMO: Journal of Comparative Human Biology 44 (3): 284–7. 
  34. Short lives, short size – why are pygmies small? « Not Exactly Rocket Science.
  35. Bozzola, M; Travaglino P; Marziliano N; Meazza C; Pagani S; Grasso M; Tauber M; Diegoli M και άλλοι. (Nov 2009). «The shortness of Pygmies is associated with severe under-expression of the growth hormone receptor». Mol Genet Metab 98 (3): 310–3. doi:10.1016/j.ymgme.2009.05.009. PMID 19541519. 
  36. African Rhythms (2003), πληροφορίες εσωφύλλου. Μουσική των Πυγμαίων Aka, εκτέλεση από Πυγμαίους Aka, καθώς και των György Ligeti και του μινιμαλιστή συνθέτη Steve Reich, εκτέλεση από τον Pierre-Laurent Aimard. Teldec Classics: 8573 86584-2. Σημειώσεις εσωφύλλου από τους Aimard, Ligeti, Reich, Simha Arom και Stefan Schomann.
  37. «Republic of Congo». Minority Rights Group (στα Αγγλικά). 19 Ιουνίου 2015. Ανακτήθηκε στις 3 Μαρτίου 2021. 
  38. James Astill (8 January 2003). «Congo rebels are eating pygmies, UN says». The Guardian. https://www.theguardian.com/world/2003/jan/09/congo.jamesastill. 
  39. Clayton, Jonathan (December 16, 2004). «Pygmies struggle to survive in war zone where abuse is routine». The Times. http://www.timesonline.co.uk/tol/news/world/article402970.ece. 
  40. «DR Congo Pygmies 'exterminated'». BBC News. July 6, 2004. http://news.bbc.co.uk/2/hi/africa/3869489.stm. 
  41. «DR Congo Pygmies appeal to UN». BBC News. 23 May 2003. http://news.bbc.co.uk/2/hi/africa/2933524.stm. 
  42. Peta, Basildon (January 9, 2003). «Rebels 'eating Pygmies' as mass slaughter continues in Congo despite peace agreement». The Independent. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις April 22, 2008. https://web.archive.org/web/20080422185032/http://www.independent.co.uk/news/world/africa/rebels-eating-pygmies-as-mass-slaughter-continues-in-congo-despite-peace-agreement-601088.html. 
  43. 43,0 43,1 «DR Congo: Ethnic Militias Attack Civilians in Katanga». Human Rights Watch. 11 Αυγούστου 2015. Ανακτήθηκε στις 7 Μαρτίου 2017. 
  44. 44,0 44,1 «In Congo, Wars Are Small and Chaos Is Endless». nytimes.com. 30 April 2016. https://www.nytimes.com/2016/05/01/world/africa/in-congo-wars-are-small-and-chaos-is-endless.html?_r=0. Ανακτήθηκε στις 7 March 2017. 
  45. «Ota Benga», Wikipedia, 2022-11-20, https://en.wikipedia.org/w/index.php?title=Ota_Benga&oldid=1122838079, ανακτήθηκε στις 2022-11-30 
  46. «Caged Congolese teen: Why a zoo took 114 years to apologise» (στα αγγλικά). BBC News. 2020-08-26. https://www.bbc.com/news/world-africa-53917733. Ανακτήθηκε στις 2022-11-30. 
  47. 47,0 47,1 47,2 47,3 Sheshadri, Raja (2005). «Pygmies in the Congo Basin and Conflict». ICE Case Studies 163. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2016-03-04. https://web.archive.org/web/20160304025741/http://www1.american.edu/ted/ice/pygmy.htm. Ανακτήθηκε στις 2012-03-13. 
  48. 48,0 48,1 48,2 Deforestation in central Africa brings HIV/AIDS to indigenous communities, mainly women. fpcn-global.org. April 6, 2008
  49. Ohenjo, N. O.; Willis, R.; Jackson, D.; Nettleton, C.; Good, K.; Mugarura, B. (2006). «Health of Indigenous people in Africa». The Lancet 367 (9526): 1937–46. doi:10.1016/S0140-6736(06)68849-1. PMID 16765763. 
  50. «Deforestation Threatens Pygmies, Study Finds». The New York Times. 25 January 2016. https://www.nytimes.com/2016/01/26/health/deforestation-threatens-pygmies-study-finds.html. 
  51. «As Cameroon's jungle shrinks, pygmies' lifestyle is under threat». France 24. 13 July 2017. https://www.france24.com/en/20170713-focus-cameroon-baka-pygmies-deforestation-jungle-alcoholism-indigenous-culture. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]