Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αλισίβα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η αλισίβα[1], ή αλουσά, ή σταχτόνερο, είναι ένα αλκαλικό διάλυμα που παρασκευάζεται με τον βρασμό του νερού μαζί με στάχτη από καμένα ξύλα.[2] Συνιστάται να χρησιμοποιείται βρόχινο νερό.[3] Στα παλαιότερα χρόνια τη χρησιμοποιούσαν για τη λεύκανση των ρούχων, αλλά και αντί για σαπούνι, και για το λούσιμο, ιδίως για λιπαρά μαλλιά. Η αλισίβα έχει καθαριστικές ιδιότητες λόγω του ανθρακικού καλίου που προσλαμβάνει από τη στάχτη, το οποίο έχει την ιδιότητα να διαλύει τα έλαια και τα λίπη, όχι όμως και τα ορυκτέλαια (λ.χ. γράσο, παραφίνες, βαζελίνη).

Η αλισίβα ήταν άλλοτε πολύ διαδεδομένη.[4] Χρησιμοποιείται ακόμη και σήμερα σε απομακρυσμένα χωριά, ιδίως τον χειμώνα, στην πλύση των ασπρορούχων.

Χρήσεις & εφαρμογές

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Με την αλισίβα γινόταν η «μπουγάδα». Δηλαδή αφού τα ασπρόρουχα πλενόντουσαν καλά, τοποθετούνταν σε ένα ψηλό καλάθι, στο «μπουγαδοκόφινο», το οποίο όμως καλυπτόταν προηγουμένως εσωτερικά με μια μεγάλη άσπρη χοντρή μαντήλα ή ύφασμα, το λεγόμενο «σταχτόπανο», και που τα άκρα της έβγαιναν έξω από το κοφίνι. Στη συνέχεια, τα πλυμένα ασπρόρουχα διπλώνονταν και στοιβάζονταν μέσα στο μπουγαδοκόφινο, και στο τέλος σκεπάζονταν από τις άκρες του σταχτόπανου. Πάνω από το σταχτόπανο άρχιζαν και έριχναν αργά-αργά και κατά διαστήματα την αλισίβα. Το υγρό αυτό διάλυμα σταδιακά διαπερνούσε τα ρούχα και εξερχόταν από το κάτω μέρος του κοφινιού, παρασύροντας τα υπολείμματα από τους λεκέδες που υπήρχαν στα ρούχα. Όταν η αλισίβα ήταν καλή, τότε τα ασπρόρουχα έπαιρναν ένα κρινόλευκο χρώμα.[5] Από την παραπάνω διαδικασία προέρχεται σήμερα η δημώδης έκφραση «μπουγαδοκόφινο» με την οποία και χαρακτηρίζονται άτομα μειωμένης προσωπικότητας, ή υποτιμητικά, ευτραφέστατης σωματικής διάπλασης άτομα.

Η αλισίβα έχει πάρα πολλές χρήσεις[1], ιδίως χρησιμοποιείται στη μαγειρική ακόμη και σήμερα (και ιδιαίτερα σε συνταγές για μερικά είδη κουλουριών, όπως τα μελομακάρονα).[6] Μεταφορικά, ως αλισίβα, αποκαλείται το χλιαρό νερό που έχει μείνει αρκετή ώρα εκτός ψυγείου και δεν προσφέρει την αναμενόμενη ικανοποίηση της δίψας κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών μηνών.