Μετάβαση στο περιεχόμενο

Πολιορκία της Κρακοβίας (1657)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Πολιορκία της Κρακοβίας (1657)
Δεύτερος Βόρειος Πόλεμος και Κατακλυσμός
Πολιορκία της Κρακοβίας (1657)
ΧρονολογίαΙούλιος και Αύγουστος 1657
ΤόποςΚρακοβία, Πολωνία
ΈκβασηΠολωνική-Αυστριακή νίκη
Αντιμαχόμενοι
Ηγετικά πρόσωπα
Δυνάμεις
2.500 Σουηδοί και 2.500 Τρανσυλβανοί
Άγνωστος αριθμός Πολωνών, περίπου 17.000 Αυστριακοί
Απώλειες
άγνωστες
άγνωστες

Η πολιορκία της Κρακοβίας ήταν μια από τις στρατιωτικές συγκρούσεις της εισβολής της Σουηδίας και της Τρανσυλβανίας στην Πολωνία, που έλαβε χώρα το καλοκαίρι του 1657. Η βασιλική πόλη της Κρακοβίας, είχε καταληφθεί για δύο χρόνια από μια σουηδική-τρανσυλβανική φρουρά με επικεφαλής τον Πάουλ Βυρτς και τον Γιάνος Μπέτλεν. Πολιορκήθηκε από τον Πολωνικό Στρατό του Χετμάνου Γέζι Σεμπάστιαν Λουμπομίρσκι, υποστηριζόμενος από στρατιώτες της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας υπό τον Αυστριακό Στρατάρχη Μέλχιορ φον Χάτσφελτ.[1][2]

Δύο χρόνια πριν από την πολιορκία του 1657, το καλοκαίρι του 1655, δύο στρατοί της Σουηδικής Αυτοκρατορίας εισέβαλαν στην Πολωνική-Λιθουανική Κοινοπολιτεία. Οι Σουηδοί εισβολείς κινήθηκαν προς τα νότια, φτάνοντας στην πόλη της Κρακοβίας στα τέλη Σεπτεμβρίου 1655. Μετά την Πολιορκία της Κρακοβίας, η ιστορική πολωνική πρωτεύουσα παραδόθηκε και στις 17 Οκτωβρίου, Σουηδοί στρατιώτες μαζί με τον βασιλιά Κάρολο Ι΄ Γουσταύο της Σουηδίας μπήκαν στην πόλη. Ακολούθησε η λεηλασία των θησαυρών της Κρακοβίας.[3] Σε ορισμένες συνοικίες δεν έμεινε ούτε ένα σπίτι όρθιο, όπως στο Γκαρμπάρι και στο Μπισκούπιε. Για τα επόμενα δύο χρόνια το μέγεθος της καταστροφής, της λεηλασίας και της μεθοδικής αρπαγής λαφύρων ήταν τόσο τεράστιο που ορισμένα πρώην μέρη της πόλης δεν ανέκτησαν ποτέ από αυτό.[2]

Σύμφωνα με τη Συνθήκη του Ράντνοτ που υπογράφηκε στις 6 Δεκεμβρίου 1656, η Κρακοβία επρόκειτο να καταληφθεί από τον Πρίγκιπα της Τρανσυλβανίας, Γεώργιο Β΄ Ράκοτσι, ο οποίος ήταν σύμμαχος του Καρόλου Ι΄ Γουσταύου. Τον Ιανουάριο του 1657, ο στρατός της Τρανσυλβανίας εισέβαλε σε νότιες επαρχίες του Στέμματος του Βασιλείου της Πολωνίας (Ερυθρά Ρουθηνία και Μικρά Πολωνία) και στις 28 Μαρτίου, οι Τρανσυλβανοί έφτασαν στην Κρακοβία. Ο Ράκοτσι άφησε στην πόλη περίπου 2.500 στρατιώτες, οι οποίοι ενίσχυσαν τη σουηδική φρουρά που ήταν ήδη τοποθετημένη εκεί. Το μεγαλύτερο μέρος του στρατού της Τρανσυλβανίας κατευθύνθηκε προς τα βόρεια, για να συναντήσει τους Σουηδούς.

Στις αρχές του καλοκαιριού του 1657, μονάδες του Πολωνικού Στέμματος υπό τον Χετμάνο Γέζι Σεμπάστιαν Λουμπομίρσκι έφτασαν κοντά στην Κρακοβία, αλλά λόγω έλλειψης πυροβολικού, οι Πολωνοί περιόρισαν τις δραστηριότητές τους στο κόψιμο των οδών ανεφοδιασμού της Σουηδίας και της Τρανσυλβανίας. Στις αρχές Αυγούστου, ο ισχυρός στρατός των 17.000 στρατιωτών της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, υπό τον Στρατάρχη Μέλχιορ φον Χάτσφελτ, ενίσχυσε τους Πολωνούς και άρχισε τις προετοιμασίες για μια επίθεση. Στις 4 Αυγούστου, ωστόσο, ένα μήνυμα από τον Ράκοτσι ελήφθη και από τις δύο πλευρές. Δεδομένου ότι ο στρατός του είχε καταστραφεί στη Μάχη του Τσάρνι Όστρουφ (20 Ιουλίου), ο Ράκοτσι προέτρεψε τον Γιάνος Μπέτλεν να παραδώσει την πόλη στους Πολωνούς.

Οι Τρανσυλβανοί συνθηκολόγησαν, αλλά η σουηδική φρουρά της Κρακοβίας, υπό τον Πάουλ Βυρτς, συνέχισε την αντίσταση μέχρι τις 25 Αυγούστου. Πέντε ημέρες αργότερα, οι σουηδικές μονάδες έφυγαν από την πόλη και στις 4 Σεπτεμβρίου, οι Πολωνοί, μαζί με Αυστριακούς, οργάνωσαν μια στρατιωτική παρέλαση, την οποία παρακολούθησε ο Βασιλιάς Ιωάννης Β΄ Καζίμιρ της Πολωνίας.[1]

Ο Ράκοτσι βγαίνει από το κατεστραμμένο Ζαβίχοστ. Το τεράστιο μέγεθος του στρατού του απαιτούσε επαρκής τροφή, ώστε μετανάστευε μεταξύ των περιοχών συνεχώς σαν ένα σύννεφο ακρίδων.[2]

Μετά από μια διετή σουηδική και τρανσυλβανική κατοχή, η ιστορική πρωτεύουσα της Πολωνίας ήταν ερειπωμένη. Όλα τα χωριά και οι πόλεις της περιοχής κάηκαν ολοσχερώς, καθώς και τα προάστια της Κρακοβίας. Στο Κλέπας κατοικούσαν μόνο 15 άτομα σε καλύβες, ενώ στην Πλατεία Επισκόπου έμειναν μόνο 5 σπίτια, από τα 51. Στη συνοικία Πιάσκι, που είχε αρκετές εκατοντάδες σπίτια πριν από τη σουηδική εισβολή, δεν έμεινε ούτε ένα κτίριο. Ο Λόφος Βάβελ λεηλατήθηκε εντελώς, καθώς Σουηδοί και Τρανσυλβανοί είχαν κλέψει σχεδόν ό,τι είχε αξία: συμπεριλαμβανομένου του πολωνικού θησαυροφυλακίου, βιβλίων, χαλιών, ακόμη και ταπετσαριών. Επιπλέον, οι Σουηδοί κατέστρεψαν τον τάφο του Αγίου Στανισλάου.

  1. 1,0 1,1 «Plan Oblezenia Krakowa - 1657». Historyczne widoki i plany Krakowa. Miejska Platforma Internetowa Magiczny Kraków. 19 Ιουλίου 2010. Ανακτήθηκε στις 5 Μαΐου 2014. 
  2. 2,0 2,1 2,2 Mgr inz. arch. Krzysztof Petrus. «Zrodla do badan przemian przestrzennych zachodnich przedmiesc Krakowa» (PDF). Architektura, Czasopismo techniczne. Politechnika Krakowska. σελίδες 143–145. Ανακτήθηκε στις 5 Μαΐου 2014. 
  3. Dariusz Milewski, Szwedzi w Krakowie (The Swedes in Krakow) Mówią Wieki monthly, 08.06.2007, Internet Archive. (πολωνικά)
  • Jaroslaw Stolicki, Oblezenie Krakowa przez Jerzego Lubomirskiego w latach 1656-1657 . SiM do historii wojskowosci, τόμ. XL, Μπιαουίστοκ, 2003, σελ. 87–117
  • Leszek Podhorodecki, Rapier i koncerz, Βαρσοβία, 1985, (ISBN 83-05-11452-X), σελ. 345–346