Αποτελέσματα αναζήτησης
Λήμμα «Οπή» δεν υπάρχει σε αυτή τη Βικιπαίδεια!
Θέλετε να το δημιουργήσετε; Ελέγξτε πρώτα ότι το θέμα δεν έχει ήδη καλυφθεί στα παρακάτω αποτελέσματα και, στη συνέχεια, βεβαιωθείτε ότι είναι κατάλληλο για την εγκυκλοπαίδεια.
Για να δημιουργήσετε το «Οπή», ακολουθήστε τον οδηγό!
- NGC 4845 (ενότητα Μελανή οπή)του γαλαξία υπάρχει υπερμαζική μελανή οπή μάζας 300 χιλιάδων ηλιακών μαζών. Το 2013 η ESA εντόπισε μελανή οπή που απορροφούσε την ύλη παραπλήσιου ουράνιου...5 KB (287 λέξεις) - 05:58, 18 Δεκεμβρίου 2023
- Μαύρη τρύπα (ανακατεύθυνση από Μελανή οπή)Μαύρη τρύπα (ή μέλαινα οπή, αγγλικά: black hole) ονομάζεται το σημείο του χωροχρόνου, στο οποίο οι βαρυτικές δυνάμεις είναι τόσο μεγάλες, ώστε τίποτα...45 KB (3.431 λέξεις) - 08:10, 23 Μαρτίου 2024
- μάλλον ήταν και η πρωταρχική της λειτουργία. Ένα φύσημα από χούλντρα στην οπή του τουφεκιού κυνηγού έφερε ως αποτέλεσμα το όπλο αυτό να μην αστοχήσει ποτέ...3 KB (263 λέξεις) - 10:22, 13 Ιουνίου 2022
- και δεν υφίστανται πλέον μόρια, όπως σε έναν αστέρα νετρονίων ή μία μελανή οπή, όπου και πάλι δεν μιλάμε για στερεά κατάσταση της ύλης. Σήμερα η Φυσική...6 KB (405 λέξεις) - 13:55, 27 Σεπτεμβρίου 2021
- αντικείμενα με ένα μίσχο που διαπερνάει τη μια από τις βαλβίδες από μια οπή. Τα ζώα αυτά είναι εφοδιασμένα με κροσσωτούς βραχίονες που με αυτούς πιάνουν...1 KB (89 λέξεις) - 23:04, 27 Μαρτίου 2019
- είπε, "θα μπω, αλλά με μια συμφωνία: αν μετά από εμένα μπει από την ίδια οπή κάτι άλλο, και προπάντων αν μπει ερωτικό όργανο, εγώ θα φύγω από εκείνον
- οπή < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ὀπή ΔΦΑ : /oˈpi/ τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐πή οπή θηλυκό (λόγιο) τρύπα ※ Ἡ εἴσοδος ἦτο στενὴ καὶ σκοτεινή, εἰς
- βρίσκεται κάτω από την οπή, με μια μπότα στην άκρη του. Όταν ο χρήστης τραβά το μοχλό χειρισμού χειρός, ο μιχανισμός ανεβαίνει προς την οπή και η μπότα χτυπά
- νερό χωρίς τον τσοπάνο και τα τσοπανόσκυλά του. Εάν θέλετε να δείτε την οπή διαφυγής, είναι στην δεξιά άκρη του μαντριού. Απόσπασμα ομιλίας στη Βουλή
- ορατός, αυτόπτης, επόπτης, είδος, είδωλο, ειδύλλιο, όμμα, οφθαλμός, όψη, οπή, vi’deo, provi’deo, vi’sio, vide’licet, viso, visum, visus, -us, visus, -a