Η ιστορία του σπουδαστή

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Η ιστορία του σπουδαστή
Ο σπουδαστής, όπως παρουσιάζεται σε εικονογραφημένο χειρόγραφο των αρχών του 15ου αιώνα
ΣυγγραφέαςΤζόφρι Σώσερ
ΓλώσσαΜέση αγγλική γλώσσα
Μορφήποίημα
Βασίζεται σεGriselda
ΠροηγούμενοΗ ιστορία του κλητήρα του ιεροδικείου
ΕπόμενοΗ ιστορία του εμπόρου
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Η ιστορία του σπουδαστή (αγγλικός τίτλος: The Clerk's Tale) είναι η ένατη από τις Ιστορίες του Καντέρμπερι (1387-1400) του Τζέφρυ Τσώσερ και αφηγείται την ιστορία μιας νεαρής γυναίκας της οποίας ο σύζυγος δοκιμάζει την αφοσίωσή της με μια σειρά από σκληρές δοκιμασίες, που αυτή υπομένει αγόγγυστα. [1]

Ο αφηγητής σπουδάζει στην Οξφόρδη φιλοσοφία και θεολογία και ισχυρίζεται ότι άκουσε την ιστορία στην Ιταλία από τον Πετράρχη. Στον Γενικό Πρόλογο, περιγράφεται ως αδύνατος και φτωχός, εργατικός και πλήρως αφοσιωμένος στις σπουδές του.[2]

Ακολουθεί Η ιστορία του εμπόρου, στην οποία ο έμπορος, αναλογιζόμενος τη μεγάλη διαφορά μεταξύ της υπομονετικής και υπάκουης νεαρής και της σκληρότητας της γυναίκας του, διηγείται την ιστορία ενός ηλικιωμένου άνδρα και της νεαρής άπιστης συζύγου του.[3]

Υπόθεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στο Πεδεμόντιο της Ιταλίας, ο ηγεμόνας του Σαλούτσο νεαρός μαρκήσιος Γουόλτερ δεν είχε βρει ακόμη σύζυγο, οπότε δεν υπήρχε κληρονόμος. Κάτω από την επιμονή των ανήσυχων υπηκόων του, δέχεται να παντρευτεί, με την προϋπόθεση ότι θα επιλέξει ο ίδιος την πιο άξια. Μετά από μακρά αναζήτηση, ο νεαρός ανακοίνωσε ότι είχε κάνει την επιλογή του και ότι θα παντρευόταν την ίδια μέρα.

Η απαγωγή του παιδιού της Γκριζέλντας

Όλος ο κόσμος συρρέει για να δει τη νύφη, αλλά παραδόξως ο μαρκήσιος πηγαίνει στο σπίτι ενός ταπεινού αγρότη, μπαίνει και ζητά το χέρι της κόρης του, ο αγρότης έκπληκτος συμφωνεί. Η κοπέλα, που ονομάζεται Γκριζέλντα, βγαίνει από το σπίτι, τη ντύνουν σαν βασίλισσα και πριν τον γάμο, ορκίζεται να μην τον παρακούει ποτέ, ό,τι κι αν της ζητήσει, ούτε να παραπονεθεί για οτιδήποτε κάνει. Η Γκριζέλντα, παρά την ταπεινή της καταγωγή, αποδεικνύεται πολύ ικανή στη διαχείριση πολιτικών θεμάτων όταν ο σύζυγος λείπει. [4]

Όταν η γυναίκα απέκτησε ένα κοριτσάκι, ο βαρόνος αποφάσισε να δοκιμάσει την πίστη και την απόλυτη υπακοή της: στέλνει έναν αξιωματικό να πάρει το μωρό, λέγοντάς της ότι έχει διαταγή να το σκοτώσει. Η Γκριζέλντα, λόγω της υπόσχεσης αφοσίωσης, υποτάσσεται στη θέληση του συζύγου της και δεν διαμαρτύρεται, αλλά ζητά μόνο να ταφεί σωστά το παιδί. Όταν αποκτά έναν γιο λίγα χρόνια αργότερα, το παίρνουν ξανά κάτω από τις ίδιες συνθήκες.

Μη ικανοποιημένος ακόμη, ο βαρόνος υποβάλλει τη γυναίκα του σε μια τρίτη δοκιμασία, στην οποία προσποιείται ότι έλαβε από τον Πάπα έγγραφο ακύρωσης του γάμου τους και την ενημερώνει ότι σκοπεύει να ξαναπαντρευτεί μια πλούσια και νεότερη γυναίκα. Και πάλι η Γκριζέλντα συναινεί στη θέληση του συζύγου της και επιστρέφει στο χωριό στο πατρικό της σπίτι. Λίγο αργότερα, την καλούν πίσω στο παλάτι σαν υπηρέτρια για να προετοιμάσει το γαμήλιο κρεβάτι για τη νύφη που θα έφτανε την ίδια μέρα. Όταν τελικά η «νέα νύφη» εμφανίζεται στο παλάτι, ο ηγεμόνας αποκαλύπτεται: δηλώνει τον έρωτά του στην Γκριζέλντα και της εξομολογείται ότι η νέα «νύφη» δεν είναι άλλη από την κόρη τους. Δεν τη σκότωσε αλλά την είχε στείλει κρυφά στη Μπολόνια στην αδερφή του και ο νεαρός ακόλουθος που τη συνόδευε ήταν ο γιός τους. Η ιστορία τελειώνει με τη Γκριζέλντα να κυριεύεται από χαρά που βλέπει τα παιδιά της ζωντανά και ζουν ευτυχισμένα για πάντα.[5]

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο γάμος της Γκριζέλντας (1882).

Η ιστορία της Γκριζέλντα εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο τελευταίο κεφάλαιο του Δεκαήμερου (δεκαετία του 1350) του Βοκάκιου. Δεν είναι σαφές το μήνυμα που ήθελε να μεταφέρει ο συγγραφέας. Οι μελετητές προτείνουν ότι ο Βοκάκιος απλώς χρησιμοποίησε στοιχεία της προφορικής παράδοσης, κυρίως το θέμα της δοκιμασίας, αλλά το κείμενο επιτρέπει πολύ μισογυνιστικές ερμηνείες, παρουσιάζοντας την παθητικότητα της γυναίκας ως κανόνα για τη συζυγική συμπεριφορά. [6]

Το 1374, μεταφράστηκε στα λατινικά από τον Πετράρχη, ο οποίος αναφέρει την ηρωίδα ως παράδειγμα της πιο γυναικείας αρετής, της αφοσίωσης. Περίπου το 1382-1389, ο Φιλίπ ντε Μεζιέρ μετέφρασε το λατινικό κείμενο του Πετράρχη στα γαλλικά, προσθέτοντας έναν πρόλογο που περιγράφει τη Γκριζέλντα ως αλληγορία της αδιαμφισβήτητης αγάπης της χριστιανικής ψυχής για τον Ιησού Χριστό.  

Όσον αφορά το έργο του Τσώσερ, αξίζει να σημειωθεί πώς, πριν αρχίσει τη διήγηση, ο σπουδαστής αναφέρει ότι άκουσε την ιστορία κατά τη διάρκεια των εκπαιδευτικών του ταξιδιών στην Ιταλία, και πιο συγκεκριμένα στην Πάντοβα, από την Πετράρχη.

Στα πλαίσια των Ιστοριών του Καντέρμπερι, η ταπεινή Γκριζέλντα εμφανίζεται ως ο αντίποδας της ισχυρής προσωπικότητας της Γυναίκας από το Μπαθ. Ωστόσο, οι δύο ιστορίες δεν είναι πραγματικά αντίθετες: η Γκριζέλντα του Τσώσερ δεν είναι πρότυπο που πρέπει να ακολουθηθεί, αντίθετα: «Κανένας παντρεμένος άντρας δεν πρέπει να δοκιμάσει την υπομονή της γυναίκας του στην προσπάθεια να βρει τη Γκριζέλντα: θα αποτύχει». Στο τέλος, ο σπουδαστής τραγουδά ένα τραγούδι στο οποίο συμβουλεύει τις γυναίκες να μην υπακούουν στους συζύγους τους, αλλά να προσπαθήσουν να τους κυριαρχήσουν με κάθε δυνατό μέσο.[5]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]